Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Πολυπράγμων και πάντα εύστοχος με ό,τι κι αν καταπιάνεται: Ποίηση, πεζά, χρονογραφήματα, δοκίμια, γαστρονομικά κείμενα και κείμενα για παιδιά, βρίσκονται στη φαρέτρα του κυρίου Γιάννη Ευσταθιάδη.
Στο τελευταίο σας βιβλίο έχετε ως κεντρικό θέμα τον Καθρέφτη και αναπτύσσετε μικρές ιστορίες γύρω από αυτόν. Μιλήστε μου για το πώς συγκεντρώσατε όλες αυτές τις εικόνες;
Δεν πρόκειται για έργο εκ προμελέτης. Εννοώ ότι στην Πορσελάνη, φέρ’ ειπείν, πρώτα σκέφθηκα τη γενική ιδέα, τον άξονα, και μετά άρχισα να γράφω τα κείμενα. Στην περίπτωση του Καθρέφτη έγραψα ένα διήγημα, το «Εσπερινοί αντικατοπτρισμοί», και πολύ αργότερα αποφάσισα να πολλαπλασιάσω τα κάτοπτρα εν σειρά, όπως κάνει και ο ήρωάς μου σ’ αυτό το διήγημα.
Άρχισα να πολλαπλασιάζω τους καθρέφτες μου, με πρόθεση να έχω μεν ενιαία ατμόσφαιρα και ύφος, αλλά μεγάλη ποικιλία δομής και μορφής.
Όπως οι καθρέφτες έχουν ποικιλία σχήματος (μικροί, μεγάλοι, ολόσωμοι, στρογγυλοί, λιτοί, βενετσιάνικοι κ.λπ.), έτσι θέλησα να είναι και τα κείμενά μου, γι’ αυτό και στα αμιγώς μυθοπλαστικά διηγήματα έχω ενσωματώσει ιντερμέδια, μονολόγους, παράξενα ενσταντανέ ή σκηνές χωρίς δράση.
Πάντως, πρέπει να σημειώσω πως ο Καθρέφτης ανέκαθεν ασκούσε πάνω μου μαγική επιρροή (όπως σε όλους μας, υποθέτω) και εμφανίζεται συχνά και στην ποίησή μου. Μάλιστα, ένα από τα τελευταία ποιήματα που έγραψα στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (γιατί έκτοτε δεν γράφω ποίηση), ονομάζεται Αυτοπροσωπογραφία και αρχίζει έτσι:
Σε κοιτώ στον καθρέφτη / συγκάτοικος της σκιάς σου / σ’ έμαθα καλά / παρατηρώ τις ρυτίδες σου / θυμίζουν τις δικές μου / γιατί χαμηλώνεις το βλέμμα; / ποια χαρά σε βαραίνει / και μ’ αποστρέφεσαι; / αξύριστος έτσι / σχεδόν μου μοιάζεις / χαμογελάς όπως εγώ / πριν χρόνια / που δεν ήρθαν / γιατί δε μου μιλάς; / δεν έμαθες παρά διαλόγους / της σιωπής / εξ αγχιστείας μόνος.
Τα κείμενά σας, είναι μικρές ιστορίες που αποτυπώνουν συνήθως ένα στιγμιότυπο από τη ζωή ενός ανθρώπου. Τι είναι αυτό που σας κάνει να διαλέγετε αυτή τη φόρμα γραφής;
Συνήθως ένας συγγραφέας θυμάται ή επινοεί. Πιστεύω πως τα καταφέρνω καλύτερα στο πρώτο. Οι ασκήσεις μνήμης –αλλά όχι νοσταλγίας, τονίζω– ανασύρουν πρόσωπα και περιστατικά, πολλές φορές ασήμαντα, και προσπαθούν να τα φωτίσουν.
Λέτε: «Από τη ζωή ενός ανθρώπου». Δεν ξέρω ακριβώς πότε ο άνθρωπος αυτός είναι τρίτος και πότε ο εαυτός μου. Συχνά επιλέγω τριτοπρόσωπη αφήγηση για να μιλήσω για μένα, και άλλοτε πρωτοπρόσωπη για κάποιον άλλο (ίσως γιατί θα θελα να είμαι κάποιος άλλος).
Γενικώς οι ήρωές μου, ακόμα κι όταν είναι επινοημένοι, είναι φορείς δικών μου συναισθημάτων.
Συνήθως, ποια είναι η αφορμή για να αποσπάσετε ένα στιγμιότυπο από την καθημερινότητά σας και να το εντάξετε σε κάποιο σας βιβλίο;
Εδώ μου θυμίζετε μιαν άλλη ικανότητα που πρέπει να διαθέτει ο συγγραφέας: την ικανότητα να παρατηρεί, να συλλαμβάνει και να αποκωδικοποιεί περιστατικά που στον απλό άνθρωπο περνούν απαρατήρητα.
Πολλά διηγήματά μου –στο Δωμάτιο παντού, κυρίως– εκκινούν από συστηματική παρατήρηση της ζωής.
Ακόμα κι αν δεν φαίνεται σε πρώτο επίπεδο, όλα τα βιβλία μου είναι προσχηματικά ως προς την επιγραφή τους.
Έγραψα για τη γαστρονομία, όχι για να μιλήσω για το φαγητό, αλλά για την πνευματικότητα και την κοινωνικότητα της τροφής, και, βέβαια, τη μνήμη που κινητοποιεί.
Η πνευματικότητα, η αισθητική απόλαυση και η μνήμη, πάλι, εμφιλοχωρούν και στα μουσικά μου δοκίμια (αλλά και στις ραδιοφωνικές μου εκπομπές).
Όσο για τα παιδικά μου ποιήματα, είναι επίσης προσχηματικά. Πρόθεσή μου ήταν να παίξω με τους ρυθμούς και, κυρίως, τη ρίμα – και, βέβαια, καμία «ενήλικη» ποίηση δεν θα μπορούσε να στεγάσει την αυθάδεια των στιχουργημάτων μου.
Εκτός από καταξιωμένος συγγραφέας είστε και συστηματικός αναγνώστης ποίησης. Πώς αξιολογείτε το επίπεδο των ποιητικών συλλογών που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια;
Η αλήθεια είναι πως, αρχίζοντας από την εφηβεία μου, η ποίηση αποτελεί την πιο συστηματική αναγνωστική μου συνήθεια. Αλλά, τα τελευταία χρόνια, χάρη στην ωραία ιδέα και την ανάθεση του Ντίνου Σιώτη και της Κοινωνίας των δεκάτων, αναλάβαμε ο Κώστας Παπαγεωργίου κι εγώ να ανθολογήσουμε τα Ποιήματα του 2006 και του 2007.
Μια γοητευτική πράγματι περιπέτεια: διαβάσαμε όλες τις ποιητικές συλλογές που είχαν κυκλοφορήσει τότε, καθώς και όλα τα ποιήματα που είχαν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτό μου έδωσε μια πλήρη εικόνα για την ποίηση και τους ποιητές σήμερα στην Ελλάδα.
Πιστεύω πως, με τη νέα χιλιετία, ζούμε σε μια πολύ δημιουργική και πληθωρική φάση για την ποίησή μας. Το δηλώνουν, άλλωστε, και τα τέσσερα εξειδικευμένα περιοδικά για την ποίηση, φαινόμενο άξιον επισημάνσεως. Το επιβεβαιώνει, επίσης, η αειθαλής δημιουργικότητα της γενιάς του ’70 (πολλοί σημαντικοί εκπρόσωποι έδωσαν λαμπρά δείγματα τα τελευταία χρόνια), η κατακτημένη ωριμότητα της γενιάς του ’80 και της γενιάς του ’90, με εξαιρετικές παρουσίες και, βεβαίως, η νέα ποιητική γενιά που διαμορφώνει ταχύτατα το δικό της πρόσωπο. Υπάρχουν πολλές και αξιόλογες νέες φωνές – ανάμεσα σ’ αυτές, και αρκετές σημαντικές γυναικείες.
Δεν είναι τυχαίο πως την ίδια ακριβώς μέρα έλαβα τη μαγική συλλογή Τέσσερις εποχές του Κώστα Μαυρουδή και την πολύ αξιόλογη Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου.
Το ταχυδρομείο έπαιξε εν προκειμένω συμβολικό ρόλο, μια και πέτυχε την αρμονική σύζευξη των ποιητικών γενεών για την οποία έκανα λόγο.
Πάντως, θα ήθελα να προσθέσω πως ο ποιητής που με έχει ιδιαιτέρως εντυπωσιάσει από τη νέα γενιά, είναι ο Γιάννης Στίγκας.
Για να επιστρέψουμε στα κείμενα του Καθρέφτη. Αν σας ζητούσα να μου ξεχωρίζατε ένα, το πιο αντιπροσωπευτικό, για να το δείξετε σε κάποιον που δεν έχει διαβάσει τίποτα δικό σας, ποιο θα ήταν αυτό;
Ως πιο αντιπροσωπευτικό θα επέλεγα την «Επάνοδο», μια αυθαίρετη, συναισθηματική και, βέβαια, αντιεπιστημονική εκδοχή του Εμφυλίου. Αν, όμως, με ρωτούσατε ποιο αγαπώ περισσότερο, θα ανέφερα τους «Εσπερινούς αντικατοπτρισμούς» και το τελευταίο, πολυσέλιδο διήγημα «Creator spiritus».
Κείμενα, μικρά σε έκταση τα περισσότερα. Πόση δουλειά και επεξεργασία κρύβεται πίσω από το καθένα;
Δεν ξέρω αν υπάρχει πολλή δουλειά πίσω απ’ το κείμενο· σίγουρα, όμως, υπάρχει πριν απ’ το κείμενο. Συνήθως η αναλυτική δομή, ακόμα και αυτούσιες φράσεις του κειμένου, υπάρχουν «προκατασκευασμένες» στο μυαλό μου όταν κάθομαι να γράψω. Όσο δε κι αν φαίνεται παράξενο, δεν ξαναδουλεύω πολύ τα κείμενά μου. Κι αν συχνά παιδεύομαι, δεν με βασανίζει η σελίδα, αλλά μία λέξη.
Γράφετε εύκολα κ. Ευσταθιάδη;
Δεν ξέρω. Κάποτε κάτι ζόρικο βγαίνει πολύ εύκολα και άλλοτε κάτι φαινομενικά απλό με παιδεύει πολύ. Για να θυμηθώ κάποιους μεγάλους σεφ, τα πιο δύσκολα πιάτα είναι τα απλά, γιατί εκεί δεν υπάρχουν τεχνάσματα που ψιμυθιώνουν. Έτσι κάπως φαίνεται πως γίνεται και με τη γραφή.
Τι είναι αυτό που σας κινεί κάθε πρωί να γράψετε;
Το πρωί, το μόνο που με κινεί είναι άφθονος και καυτός καφές, αλλά απλώς για να ξυπνήσω. Δεν γράφω ποτέ πρωί. Γράφω μόνο βράδυ, ίσως γιατί έχω ανάγκη από τη λάμπα του ψυχαναλυτή εαυτού μου.
Και ασφαλώς δεν γράφω κάθε βράδυ – θα ήταν πόζα να το ισχυριστώ. Αλλά κάθε φορά που κάθομαι και πιάνω το στυλό –ακόμα κι αν ήξερα τον υπολογιστή, δεν θα το χρησιμοποιούσα για γράψιμο–, παραλλάσσω γόνιμα τη φράση των Ρωμαίων και εμπνέομαι από το carpe noctem!