Πέντε λεπτά με έναν συγγραφέα. Σήμερα, ο Τζον Κίλιαν με αφορμή το τρίτο του μυθιστόρημα «Μοτέλ Μιζούρι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.
Είστε γνωστός Έλληνας συγγραφέας. Ποια ανάγκη γέννησε τον John Killian;
Δυο-τρία από τα πολύ αγαπημένα μου είδη πεζογραφίας (τα περιπετειώδη θρίλερ, ο Τρόμος, η Επιστημονική Φαντασία) είτε είναι εντελώς «ξένα» με την Ελλάδα σαν χώρο δράσης, είτε θα τα βρεις, αν τα βρεις, σε μικρές, περιφερειακές, ως επί το πλείστον πληρωμένες εκδόσεις, σχεδόν σε φανζίν. Εξαιρέσεις ασφαλώς και υπάρχουν, αλλά είναι πολύ-πολύ λίγες. Καθώς δεν πίστευα ότι θα πετύχαινα κι εγώ σαν εξαίρεση, και επειδή ήθελα μεγάλο, ευρύ, μέινστριμ πεδίο για να έχω όλη την άνεση να γράψω τα βιβλία που ήθελα τόσο πολύ να γράψω, επινόησα τον John Killian. Και μερικούς ακόμη συγγραφείς. Τα Bell Best Seller είναι βέβαια το ιδανικό σπίτι για τον Killian.
Τα μυθιστορήματα αυτά διαδραματίζονται όλα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ποια ήταν τα προτερήματα αυτής της επιλογής και ποιες οι ενδεχόμενες δυσκολίες;
Τα προτερήματα είναι πολλά. Κυρίως όμως το προφανές γεγονός ότι τα διαδραματιζόμενα δεν μπορούν να συμβούν στην Ελλάδα, ή στην Ευρώπη γενικότερα. Δεν έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα, και το αποτέλεσμα θα ήταν κιτς — και φανερά τραβηγμένο από τα μαλλιά. Ενώ στην Αμερική βρίσκονται σε ένα απολύτως φυσικό περιβάλλον. Και η πιο άγρια και ενδεχομένως μη αληθοφανής κατάσταση έχει παρασταθεί τόσο πολλές φορές στα βιβλία και στον κινηματογράφο που πλέον κυλά εντελώς φυσιολογικά. Δυσκολίες δεν υπάρχουν, όλα τα λύνουν τα Google Maps.
Τι συνδέει τα τρία αυτά μυθιστορήματα; Κοινός ήρωας; Κοινός τόπος δράσης; Κάποιο μοτίβο;
Όχι, είναι εντελώς ανεξάρτητα μυθιστορήματα. Απλώς οι ήρωές τους ζουν «στα άκρα», όπως λέμε και τη σειρά. Είναι άνθρωποι που βρίσκονται στριμωγμένοι στη γωνία και πρέπει να πολεμήσουν για να σωθούν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα σωθούν έτσι κι αλλιώς. Καθώς ζουν σε ένα εν πολλοίς νουάρ περιβάλλον, το τέλος τους συνήθως δεν είναι και το καλύτερο δυνατό.
Το τελευταίο μυθιστόρημα της σειράς έχει τίτλο Μοτέλ Μιζούρι. Τι να περιμένει ο αναγνώστης;
Εδώ έχουμε το μοτίβο του νεαρού, μάλλον απλοϊκού άντρα των Ειδικών Δυνάμεων που επιστρέφει από το Αφγανιστάν μετά από χρόνια πολέμου εκεί. Θέλει να βρει μια γωνιά για να ηρεμήσει, και να ξεχάσει. Θα προσληφθεί στην έπαυλη ενός μεγαλοκαρχαρία του Κάνσας Σίτι, που έχει πολύ μεγάλες, πολύ επεκτατικές βλέψεις, μία αινιγματική σύζυγο και μερικούς σαδιστές δολοφόνους στη δούλεψή του. Όλα αυτά θα οδηγήσουν κάποια στιγμή τον ήρωά μας να βρεθεί αντιμέτωπος με το αφεντικό του, με τους συμμάχους του αφεντικού του στο έγκλημα, και βέβαια με τον «στρατό» τους. Ο βετεράνος στρατιώτης μας έχει εξαιρετική εκπαίδευση και είναι και ο ίδιος αδίστακτος, οπότε η σύγκρουση θα είναι μεγάλων διαστάσεων. Μιλάμε για ένα περιπετειώδες θρίλερ με πολλά στοιχεία τρόμου δηλαδή. Και για ένα μυθιστόρημα φυγής, ταυτόχρονα.
Πόσο νωρίς γνωρίζετε το τέλος της ιστορίας σας;
Από την αρχή. Δεν μου είναι δυνατόν να γράφω διαφορετικά, θέλω να έχω απόλυτο έλεγχο στην ιστορία. Άλλωστε, κάτι που επίσης με ενδιαφέρει είναι οι ανατροπές. Οι ανατροπές δεν προκύπτουν από μόνες τους. Η «αυτονόμηση» των ηρώων ενός βιβλίου δεν είναι κάτι που θα συνιστούσα σε κανέναν, αν ήθελε να με ακούσει.
Πολλοί πιστεύουν ότι αυτά τα βιβλία (θρίλερ, horror κ.ά.) γράφονται ακολουθώντας τυποποιημένες συνταγές. Υπάρχει αλήθεια σε αυτό το στερεότυπο;
Ναι, ασφαλώς και υπάρχει. Δεν μπορώ, π.χ., να εντάξω ένα φιλοσοφικό ιντερλούδιο σε ένα παλπ μυθιστόρημα δράσης και εγκλήματος. Και ασφαλώς επιβάλλεται να τρομάξω με ένα βιβλίο Τρόμου. Αγοράζουμε και διαβάζουμε genre βιβλία για να βυθιστούμε σε οικείους χώρους: οικείους, κι ας τους βλέπουμε για πρώτη φορά. Εκεί βρίσκεται η μαγεία τους. Το θέμα είναι να πετύχουμε κατά το δυνατόν καλά τη συνταγή. Εκεί, θέλει μαστοριά. Κι εκεί αναμετριόμαστε όλοι, και μαζί και ο John Killian.