Μια συζήτηση με τον Στέφανο Δάνδολο με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Φλόγα και άνεμος – Κυβέλη & Γεώργιος Παπανδρέου» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Της Στεφανίας Τζακώστα Φωτογραφία: Σταύρος ΧαμπάκηςΈνα ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα πρέπει να διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, όχι σαν κιβωτός γνώσης και πληροφορίας, υποστηρίζει ο συγγραφέας του Φλόγα και Άνεμος και μας εξηγεί γιατί έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη «μουσικότητα του κειμένου», και σε αυτά που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Ο Στέφανος Δάνδολος στέκεται και στη μοναξιά που βίωναν η «μεγάλη grand damme του θεάτρου μας» και ο πολιτικός που «σημάδευε την εποχή του», και γιατί «τέτοιοι άνθρωποι πάντα είναι μόνοι».
Αποφασίσατε να ασχοληθείτε με ένα «μυθικό» ζευγάρι, την Κυβέλη –τη «Φλόγα»–, ένα από τα εμβληματικά πρόσωπα του ελληνικού θεάτρου και τον Γεώργιο Παπανδρέου –τον «Άνεμο»–, έναν από τους σημαντικότερους πολιτικούς άνδρες της χώρας. Τι σας τράβηξε σε αυτήν την ιστορία;
Το γεγονός ότι ήταν ανεξερεύνητη και σχετικώς άγνωστη. Δεν είχε ανθολογηθεί ποτέ. Ούτε ένα βιβλίο δεν γράφτηκε ποτέ για την Κυβέλη, ενώ υπάρχουν τόσα για την Μαρίκα Κοτοπούλη. Επίσης, το ότι είναι μια ιστορία που μου έδινε τη δυνατότητα να μιλήσω και για άλλες ιστορίες. Η Τέχνη και η Πολιτική είναι δύο τεράστια θέματα, που ανοίγουν δρόμους για να επανεξετάσεις ολόκληρες εποχές. Και σε μια βαθύτερη ανάγνωση του Φλόγα και Άνεμος, πέρα από τον έρωτα, πέρα από τις περιπέτειες των δύο αυτών γοητευτικών προσωπικοτήτων, αυτό που τελικά στοιχειώνει την κάθε σελίδα είναι το σκοτάδι εκείνων των εποχών και η ανάγκη των ανθρώπων για φως.
Η δομή είναι το παν. Εκεί κρίνεται ο μυθιστοριογράφος. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα πρέπει να διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, όχι σαν κιβωτός γνώσης και πληροφορίας.
Πόσος χρόνος χρειάστηκε για να κάνετε την έρευνά σας; Ήταν εύκολο να επιλέξετε ποια ντοκουμέντα, κάποια από αυτά σπάνια και ανέκδοτα, θα χρησιμοποιήσετε;
Πάντα μου παίρνει αρκετό καιρό για να γράψω ένα βιβλίο, συνήθως τρία ή τέσσερα χρόνια, οπότε και εδώ η μεγαλύτερη ταλαιπωρία ήταν το ψάξιμο και κυρίως αυτό που λέτε, η επιλογή. Τι θα βάλεις και τι θα αφήσεις απέξω. Η δομή είναι το παν. Εκεί κρίνεται ο μυθιστοριογράφος. Θέλεις να τα βάλεις όλα, αλλά δεν γίνεται, πρέπει να αντισταθείς, γιατί ένα ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα πρέπει να διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, όχι σαν κιβωτός γνώσης και πληροφορίας. Η χρήση των ιστορικών στοιχείων και των ντοκουμέντων οφείλει να βρίσκεται σε πλήρη ισορροπία με την εξέλιξη της πλοκής και να χωνεύεται αρμονικά. Δεν είναι ποτέ εύκολο να πετύχεις αυτή την ισορροπία, αλλά νομίζω πια ότι τα καταφέρνω.
Μιλάτε για έναν παθιασμένο έρωτα, μια θυελλώδη σχέση που κράτησε δεκαετίες. Πόσο δύσκολο ήταν να κρατήσετε ισορροπία ανάμεσα στη μυθοπλασία και την Ιστορία και να «παντρέψετε» αυτά τα δύο;
Βρίσκω εξαιρετικά γοητευτικό αυτό το «πάντρεμα» μυθοπλασίας και Ιστορίας, γιατί δίνει περισσότερη έμφαση στη σύνθεση ενός έργου, δεν είναι μόνο γράψιμο.
Αυτό είναι ένα εξίσου καθοριστικό ζητούμενο. Να κεντήσεις την Ιστορία με τρόπο που, χωρίς να αλλάζει στο παραμικρό η αλήθεια, να διαβάζεται σαν μυθοπλασία. Έχει να κάνει κι αυτό με τη δομή, με το αρχιτεκτονικό σχέδιο που ακολουθείς, και φυσικά με τις ιδέες που θα πλαισιώσουν την κεντρική αφήγηση. Γενικά, το βρίσκω εξαιρετικά γοητευτικό αυτό το «πάντρεμα» μυθοπλασίας και Ιστορίας, γιατί δίνει περισσότερη έμφαση στη σύνθεση ενός έργου, δεν είναι μόνο γράψιμο. Σε υποχρεώνει να δουλεύεις σαν να χαρτογραφείς έναν άγνωστο κόσμο, συν ότι η ιστορική αλήθεια σού δημιουργεί και τρομερούς περιορισμούς, πράγμα που το θεωρώ τεράστια πρόκληση.
Γύρω από αυτή τη θυελλώδη ερωτική ιστορία υφάνατε μια ολόκληρη εποχή –πολλούς χαρακτήρες, έριδες, έρωτες, ιστορικά γεγονότα–, με όλα να κινούνται γύρω από αυτή τη σχέση, και να σχηματίζουν μια τοιχογραφία της εποχής. Συνδετικός κρίκος όλων, η Κυβέλη. Σας ενδιέφερε περισσότερο η αναπαράσταση της εποχής ή το ψυχογράφημα των προσώπων;
Όλα. Σε ένα τέτοιο είδος βιβλίου, καλειδοσκοπικό, δεν μπορείς να πεις, με ενδιέφερε περισσότερο το ένα και λιγότερο το άλλο. Η αναπαράσταση της εποχής ήταν ένα στοίχημα για μένα, πάντα είναι. Εκεί φαίνεται αν έχεις μπει βαθιά στο θέμα. Το ψυχογράφημα των προσώπων, από την άλλη, είναι κάτι που, δύσκολα ή εύκολα, θα το πετύχεις, δεν είναι πρόβλημα για έναν έμπειρο συγγραφέα. Όμως το παν είναι αυτά που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Ο ρυθμός κυρίως. Η μουσικότητα του κειμένου. Η αρμονία μεταξύ ατομικού και συλλογικού. Τα σημεία που πρέπει να δώσεις ανάσες στον αναγνώστη. Οι βοήθειες που οφείλεις να του προσφέρεις όταν τον υποβάλλεις σε τόσους χαρακτήρες. Κάθε σελίδα προϋποθέτει άφθονα δευτερεύοντα υλικά.
Γεώργιος Παπανδρέου – Κυβέλη (Από το προσωπικό αρχείο της Βαλεντίνης Ποταμιάνου). |
Είναι λάθος η εντύπωση που έχω ότι γι’ αυτήν την ιστορία, γι’ αυτήν τη σχέση, δεν γνωρίζουμε τόσα πολλά όσο για άλλες, παρόμοιες περιπτώσεις; Αν συμφωνείτε, πού οφείλετε αυτό κατά τη γνώμη σας;
Η σχέση τους έγινε με τα χρόνια το μεγάλο αίνιγμα των μελετητών.
Πιθανότατα στο ότι και οι δύο, ως δημόσια πρόσωπα, προστάτευσαν την κοινή τους ζωή σε βαθμό μυστικότητας. Το γράφω και μέσα στο βιβλίο. Εκείνη ήταν η πιο διάσημη ηθοποιός της χώρας. Εκείνος ένας πολιτικός που σημάδευε την εποχή του. Όφειλαν να κρατήσουν τον ιδιωτικό τους βίο μακριά από τα φώτα της άσκοπης δημοσιότητας. Κι έτσι, η σχέση τους έγινε με τα χρόνια το μεγάλο αίνιγμα των μελετητών.
Μιλήστε μας για τη Βαλεντίνη Ποταμιάνου, δισέγγονη της Κυβέλης, που είναι και μία από τις κεντρικές ηρωίδες του μυθιστορήματος, και αποδέκτης των εξομολογήσεων της Κυβέλης. Ποιος ο ρόλος της στο βιβλίο;
Η Βαλεντίνη Ποταμιάνου γίνεται στα μάτια του αναγνώστη η σκηνή, επάνω στην οποία η μεγάλη grand damme του θεάτρου μας, παίζει τον τελευταίο συγκλονιστικό ρόλο της ζωής της: τον εαυτό της.
Στην ουσία είναι η γέφυρα ανάμεσα στον αναγνώστη και στις σκέψεις της Κυβέλης, γιατί όχι μόνο ήταν η αγαπημένη δισέγγονη της σπουδαίας εκείνης γυναίκας, αλλά κι ένα κορίτσι που η Κυβέλη θεωρούσε ότι της έμοιαζε πολύ. Ζούσε και η Βαλεντίνη με την καρδιά, και παρότι είχε ξεφύγει από τη μοίρα του θεάτρου, βίωνε τα πάντα μέσα από την υπερ-ευαισθησία και τις ανησυχίες μιας καλλιτέχνιδας. Ούσα κοντά στην Κυβέλη εκείνες τις δυο-τρεις σημαδιακές μέρες του 1968, η Βαλεντίνη Ποταμιάνου γίνεται στα μάτια του αναγνώστη η σκηνή, επάνω στην οποία η μεγάλη grand damme του θεάτρου μας, παίζει τον τελευταίο συγκλονιστικό ρόλο της ζωής της: τον εαυτό της, ως χαροκαμένη σύντροφος. Και αν η Κυβέλη είναι η σάρκα αυτού του βιβλίου, η Βαλεντίνη είναι η ψυχή του.
Πρόκειται για έναν υπέροχο άνθρωπο, βαθύτατα αισθαντικό και θαρραλέο, που στάθηκε κοντά μου σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου, παρέχοντάς μου άφθονο υλικό, μαρτυρίες και αναμνήσεις. Και είναι επίσης ένας άνθρωπος, που εδώ και χρόνια επιτελεί ένα λειτούργημα για λογαριασμό της χώρας μας, διατηρώντας στην Ερμούπολη της Σύρου το Ινστιτούτο Κυβέλη, μια κιβωτό θεατρικής μνήμης που αξίζει να επισκεφτεί κάθε αναγνώστης του βιβλίου μου. Είναι ένας χώρος Ιστορίας που ζωντανεύει ολόκληρο τον εικοστό αιώνα, που σε φέρνει σε επαφή με πολύτιμα κειμήλια από την ζωή της Κυβέλης, που αναβιώνει όλο το σύμπαν του Φλόγα και Άνεμος.
Πόσο πάλεψαν αυτοί οι δύο άνθρωποι, με αυτό που ένοιωθαν και την καθημερινότητά τους, με τις φιλοδοξίες και τις καριέρες τους; «Βαθιά μέσα μου είμαι πάντα μόνος» λέει ο ήρωάς σας. Αυτό ισχύει και για την ηρωίδα;
Είχε υπάρξει πανέμορφη, είχε υπάρξει ίνδαλμα
και ιδανική γυναίκα
και τεράστια ηθοποιός,
και άρχισε να αναμετριέται με
το χρόνο, με τη φθορά των γηρατειών και
με την αύρα ενός άντρα
που ουδέποτε
στάθηκε απόλυτα
δικός της.
Τέτοιοι άνθρωποι πάντα είναι μόνοι. Ή τουλάχιστον αισθάνονται μόνοι. Έχουν επωμιστεί τον θρύλο του ονόματός τους, τη μυθική τους υπόσταση και έρχονται αντιμέτωποι όχι μόνο με τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και με τη σκιά των ένδοξων πεπραγμένων τους. Σε κάποια σημεία δεν διαφέρουν από εμάς τους κοινούς θνητούς, γιατί νιώθουν κι αυτοί ανασφάλεια, θλίψη, απελπισία, πόνο. Υπάρχει όμως ένα τίμημα όταν γράφεις Ιστορία, και αυτό είναι η μοναξιά. Βαθιά μέσα σου νιώθεις πάντα μόνος, γι' αυτό και αποζητάς με λαχτάρα αυτόν που νομίζεις ότι είναι το άλλο σου μισό. Και πιστεύω ότι ίσχυε και για την Κυβέλη, ειδικά για την Κυβέλη. Είχε υπάρξει πανέμορφη, είχε υπάρξει ίνδαλμα και ιδανική γυναίκα και τεράστια ηθοποιός, και άρχισε να αναμετριέται με το χρόνο, με τη φθορά των γηρατειών και με την αύρα ενός άντρα που ουδέποτε στάθηκε απόλυτα δικός της.
Είναι ένα βιβλίο με πολλές εναλλαγές, γρήγορο, με πολλές παράλληλες αφηγήσεις ηρώων και ιστορικών προσώπων, έχει κινηματογραφική γραφή αν μου επιτρέπεται η φράση, που διαβάζετε μονορούφι. Είχατε, καθώς γράφατε, κάποια πρότυπα; Κάποιο μυθιστόρημα ή κάποια ταινία που να ήταν αναφορά για σας;
Υποσυνείδητα έχεις πάντα πρότυπα που εγγράφονται στον σκληρό δίσκο του μυαλού σου – και βιβλία και ταινίες και μουσικές. Είναι γνωστό πως εγώ είμαι ιδιαίτερα επηρεασμένος από το αγγλοσαξωνικό μυθιστόρημα, οπότε και εδώ υπάρχει υποθέτω ένας κάποιος συσχετισμός. Από όλα μπορείς να εμπνευστείς, εντούτοις οφείλεις να χαλιναγωγείς τις όποιες επιρροές για χάρη του δικού στίγματος, του δικού σου στυλ, όποιο κι αν είναι αυτό.
* Η ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΤΖΑΚΩΣΤΑ είναι δημοσιογράφος.
Σελ. 576, τιμή εκδότη €18,80