
Της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Περιμένω τη σειρά μου σ’ ένα μικρό νοσοκομείο, σε μια μικρή σουηδική πόλη. Οι γιατροί είναι σχολιαρόπαιδα με άσπρες ποδιές, σαν αποσβολωμένοι βοηθοί χασάπη. Καταλαβαίνεις ότι μεγάλωσες, σκέφτομαι, όταν οι γιατροί στα δημόσια νοσοκομεία είναι νεότεροι από σένα. Σημειώνω αυτή τη σκέψη στη πίσω πλευρά της αιματολογικής μου εξέτασης.
Ίσως χρειαστεί. Μερικές φορές ολόκληρες ιστορίες ξεπηδούν από τέτοιες τυχαίες σκέψεις.
Η σειρά μου αργεί, κι έτσι βυθίζομαι πάλι στην «Αγανάκτηση» του Φίλιπ Ροθ (μτφρ. Α. Δημητριάδη, εκδόσεις Πόλις). Με τον Ροθ συμβαίνει ένα περίεργο πράγμα: πότε μου αρέσει πολύ και πότε καθόλου. Μερικές φορές μού φαίνεται υπερβολικά ανδροπρεπής, ακόμη και σεξιστής – και τότε δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί του. Είναι σαν να μιλάς μ’ έναν άντρα που σε κοιτάζει στο στήθος.
Στην «Αγανάκτηση» έχει υποχωρήσει η ωραιοπαθής του επιθετικότητα. Ο Ροθ διηγείται την ιστορία του Μάρκους Μέσνερ, ενός αριστούχου μαθητή από το Νιούαρκ που, για να αποφύγει τον υπερπροστατευτικό πατέρα του, αποφασίζει να φοιτήσει σ’ ένα πανεπιστήμιο του Οχάιο. Εβραίος και ο ίδιος, έχει να αντιμετωπίσει τις εβραϊκές αδελφότητες, την υποχρέωση ν’ ανήκει κάπου, τον καταναγκαστικό εκκλησιασμό κι έναν κοσμήτορα που τον καταδιώκει για ιδεολογικούς λόγους. Το τίμημα που θα πληρώσει επειδή αγανακτεί, επειδή αρνείται να συμπορευτεί και να λουφάξει είναι η ίδια του η ζωή. 1951. Μια οβίδα τού λιώνει το κεφάλι στον πόλεμο της Κορέας.
Στην «Αγανάκτηση» σημειώνω τις μικρές φράσεις που κάνουν έναν συγγραφέα να αναστατώνεται διαβάζοντας τα βιβλία άλλων συγγραφέων. Για παράδειγμα, τη λιτή περιγραφή της Ολίβιας, μιας αποχαλινωμένης –για τα μέτρα της εποχής– φοιτήτριας που ερωτεύεται ο Μάρκους. Τι του αρέσει πάνω της; Η χωρίστρα της. Ο τρόπος που κουνάει το πόδι της πέρα-δώθε ενώ διαβάζει στη βιβλιοθήκη.
Στα μυθιστορήματα με συναρπάζουν οι στιγμές που η ζωή του ήρωα διασταυρώνεται με κάτι που έχω ήδη σκεφτεί ή έχω ζήσει χωρίς να το θεωρώ αξιομνημόνευτο. Όταν ο Μάρκους περιγράφει τις ανατριχιαστικές εργασίες στο κρεοπωλείο του πατέρα του, θυμάμαι αυθόρμητα τα κανιβαλιστικά φαγητά που τρώγαμε στην Αθήνα, στη δεκαετία του ’70. Μοσχαροκεφαλές με κριθαράκι. Μυαλά ποσέ. Γλώσσες ζώων. Eίναι ποτέ δυνατόν; Από πού μας ήρθαν αυτά τα φαγητά; Γιατί τα τρώγαμε; Ήταν επινοητικότητα της φτώχειας και εξαφανίστηκαν όταν γέμισε η κοιλιά μας; Μήπως ξαναέρθουν στη μόδα για μας τους νεόπτωχους; Και το σπουδαιότερο: Γιατί δεν σκέφτηκα ποτέ έως σήμερα το φαγητό των παιδικών μου χρόνων ως κοινωνικοπολιτική αξία; Μία από τις χρήσεις του μυθιστορήματος: σε στέλνει πίσω, στο χωριό σου, στην ιστορία σου, ενώ βρίσκεσαι σ’ ένα νησί του ευρωπαϊκού Βορρά και διαβάζεις μια ιστορία που διαδραματίζεται στην αμερικανική επαρχία.
Επιστρέφοντας στο Βερολίνο, προσγειώθηκα στον πλανήτη Ελένε Χέγκεμαν. Έγραψε στα 16 της το μυθιστόρημα «Axolotlroadkill» (εκδόσεις Ullstein), μια εποποιία των ναρκωτικών, της κουλτούρας των βερολινέζικων κλαμπ και της δύσκολης εφηβείας. Κι έγινε (ροκ) σταρ σε μία μέρα. Ένα κομμάτι του παζλ είναι η κλοπή αποσπασμάτων από το μπλογκ ενός ηρωινομανούς που πολύ συζητήθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Πάντως, η Χέγκεμαν ήταν υποψήφια για το βραβείο Λάιμπτζιχ.
Αναρωτιέμαι: Γιατί μας αρέσουν τόσο πολύ οι ιστορίες με νεαρούς ήρωες; Παιδιά, φοιτητές ή, έστω, ενήλικες που αρνούνται να μεγαλώσουν; Είναι μια μορφή παιδισμού; Νεότεροι διαβάζαμε βιβλία για να μεγαλώσουμε – οι ήρωες ήταν μεσήλικες ή φέρονταν σαν μεσήλικες. Όλος ο Χένρι Τζέιμς (εκτός από το «Τι ήξερε η Μέιζι»), ο Φλομπέρ, ο Ζολά, ο Γιόζεφ Ροτ. Χάσαμε τα νιάτα μας διαβάζοντας για ενήλικες που μελαγχολούν, κι όσο μεγαλώνουμε, διαβάζουμε για παιδιά που αγανακτούν.
Είναι κάτι σαν το μπότοξ; Σαν τα παράξενα εφηβικά ρούχα που φορούν σήμερα οι γυναίκες; Πάντως, αν κανείς αποφασίσει να γράψει το μυθιστόρημα της μέσης ηλικίας, ευχαρίστως του χαρίζω τη φράση που σημείωσα στη Σουηδία: «Καταλαβαίνεις ότι μεγάλωσες όταν οι γιατροί στα δημόσια νοσοκομεία είναι νεότεροι από σένα».
* Η ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μπαρόκ» (εκδ. Καστανιώτη).