
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια «Το πράσινο αντίσκηνο» (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου), που κυκλοφορεί στις 18 Μαρτίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Καθισμένη μπροστά στο πιάτο με την ομελέτα, η Ταμάρα έτρωγε και εξακολουθούσε να ονειρεύεται.
Η μαμά Ραΐσα Ιλίνιτσνα περνούσε με μια πολύ απαλή κίνηση το χτένι ανάμεσα στα μαλλιά της, προσπαθώντας να μην τραβήξει πολύ αυτόν τον ζωντανό κετσέ.
Από το ραδιόφωνο ξεχυνόταν εορταστική μουσική, όχι πολύ δυνατά όμως, μια που πίσω από το χώρισμα κοιμόταν η γιαγιά. Έπειτα η μουσική σταμάτησε. Η παύση ήταν πολύ μεγάλη, και μάλλον όχι τυχαία. Ύστερα αντήχησε η γνωστή σε όλους φωνή:
«Προσοχή! Σας μιλά η Μόσχα. Λειτουργούν όλοι οι ραδιοσταθμοί της Σοβιετικής Ένωσης. Μεταδίδουμε το κυβερνητικό ανακοινωθέν...»
Το χτένι κοκάλωσε μέσα στα μαλλιά της Ταμάρας, κι αυτή ξύπνησε αμέσως, καταβρόχθισε την ομελέτα και είπε με τη βραχνιασμένη φωνή που είχε κάθε πρωί:
«Μαμά, ίσως είναι κανένα γελοίο συνάχι, κι αμέσως σ' όλη τη χώρα...»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια της, και η Ραΐσα Ιλίνιτσνα τράβηξε μ' όλη της τη δύναμη το χτένι, έτσι που το κεφάλι της Ταμάρας έγειρε απότομα προς τα πίσω και τα δόντια της κροτάλισαν.
«Σώπα» σφύριξε πνιχτά η Ραΐσα Ιλίνιτσνα.
Στην πόρτα στεκόταν η γιαγιά φορώντας μια ρόμπα παλιά όσο και το Σινικό Τείχος. Άκουσε το ραδιοφωνικό ανακοινωθέν με πρόσωπο που άστραφτε και είπε: «Ράγετσκα, πάρε κανένα γλυκό από του Ελισέγεφ. Μέσα σ' όλα τ' άλλα, σήμερα έχουμε και το Πουρίμ. Εγώ πάντως νομίζω ότι ο Σάμεχ ψόφησε».
Εκείνο τον καιρό η Ταμάρα δεν ήξερε τι σήμαινε Πουρίμ, γιατί έπρεπε να αγοράσουν κάτι γλυκό και, πολύ περισσότερο, ποιος ήταν αυτός ο Σάμεχ που ψόφησε. Άλλωστε, πού να ξέρει ότι, για συνωμοτικούς λόγους, στην οικογένειά της αποκαλούσαν από αμνημονεύτων χρόνων τον Στάλιν και τον Λένιν με τα αρχικά των κομματικών τους ψευδωνύμων, «Σ» και «Λ», και τούτο στην κρυφή αρχαία γλώσσα – «Σάμεχ» και «Λάμεντ».
Εντωμεταξύ η φωνή του εκφωνητή που λάτρευε ολόκληρη η χώρα ανακοίνωσε ότι η αρρώστια ήταν κάθε άλλο παρά ένα απλό συνάχι.
«Γιατί ξεφωνίζεις, Νίνκα; Γιατί ξεφωνίζεις μέσα στ' άγρια χαράματα;»
Η μητέρα όμως τσίριζε όλο και δυνατότερα, και δεν έβγαινε νόημα από τις σπασμωδικές κραυγές της:
«Πέθανε! Τι κοιμάσαι, βλάκα; Σήκω! Ο Στάλιν πέθανε!»
Η Γκάλια είχε κιόλας φορέσει τη στολή του σχολείου και τώρα γύρευε την ποδιά της. Πού είχε πάει; Τρύπωσε κάτω από το ξύλινο κρεβάτι· μήπως είχε πέσει εκεί;
Ξάφνου η μητέρα όρμησε από την κουζίνα κρατώντας στο ένα χέρι το μαχαίρι και στο άλλο χέρι μια πατάτα. Ξεφώνιζε με φωνή αγνώριστη, έτσι που η Γκάλια σκέφτηκε ότι η μάνα της έκοψε το χέρι της. Δεν φαινόταν όμως πουθενά αίμα.
Ο πατέρας της, βαρύθυμος τα πρωινά, σήκωσε το κεφάλι από το μαξιλάρι του:
«Γιατί ξεφωνίζεις, Νίνκα; Γιατί ξεφωνίζεις μέσα στ' άγρια χαράματα;»
Η μητέρα όμως τσίριζε όλο και δυνατότερα, και δεν έβγαινε νόημα από τις σπασμωδικές κραυγές της:
«Πέθανε! Τι κοιμάσαι, βλάκα; Σήκω! Ο Στάλιν πέθανε!»
«Το ανακοίνωσαν, τι τρέχει;» Ο πατέρας σήκωσε το μεγάλο κεφάλι του με το τσουλούφι το κολλημένο στο μέτωπό του.
«Είπαν ότι αρρώστησε. Μα αυτός πέθανε, στον σταυρό που σου κάνω, πέθανε! Το νιώθει εμένα η καρδιά μου!»
Ακολούθησαν πάλι ακατάληπτοι θρήνοι, από τους οποίους αναδυόταν το δραματικό ερώτημα:
«Όι, όι, όι! Και τώρα τι θα γίνει; Τι θα γίνει τώρα μ' όλους εμάς; Θα γίνει κάτι;»
Ο πατέρας κατσούφιασε και είπε απότομα:«Τι ξεφωνίζεις, ηλίθια; Τι ξεφωνίζεις; Χειρότερα δεν θα 'ναι!» Η Γκάλια ξετρύπωσε επιτέλους την ποδιά· πράγματι είχε πέσει κάτω από το κρεβάτι.
«Δεν πά' να 'ναι τσαλακωμένη! Δεν θα τη σιδερώσω!» αποφάσισε.
Εκεί κατά το πρωί ο πυρετός έπεσε, και η Όλια κοιμήθηκε καλά, δίχως ιδρώτα και βήχα. Και κοιμόταν σχεδόν ως την ώρα του γεύματος. Ξύπνησε επειδή στο δωμάτιο μπήκε η μητέρα της και φώναξε δυνατά, με ύφος επίσημο:
«Όλγα, σήκω! Μας βρήκε συμφορά».
Δίχως ακόμα ν' ανοίξει τα μάτια της, κρυμμένη ακόμα στο μαξιλάρι με την ελπίδα πως αυτό ήταν όνειρο αλλά νιώθοντας ήδη ένα φοβερό σφίξιμο στον λαιμό της, η Όλια σκέφτηκε: Πόλεμος! Μας χτύπησαν οι φασίστες! Άρχισε ο πόλεμος!
«Όλγα, σήκω!»
Τι κακό! Φασιστικά στρατεύματα πατούν την άγια γη μας, κι όλοι θα πάνε στον πόλεμο κι αυτή δεν θα την πάρουν...
«Ο Στάλιν πέθανε!»
Η καρδιά της σφυροκοπούσε μέσα στον λαιμό της, δεν άνοιξε όμως τα μάτια της· δόξα τω Θεώ, δεν ήταν πόλεμος. Κι όταν αρχίσει ο πόλεμος, αυτή θα είναι πια μεγάλη, και τότε θα την πάρουν. Και σκέπασε με το πάπλωμα το κεφάλι της, και σαν μέσα σ' όνειρο ψέλλισε: Και τότε θα με πάρουν, κι αποκοιμήθηκε μ' αυτή την ευχάριστη σκέψη. Η μητέρα της την άφησε στην ησυχία της.