Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Χέδερ Ρόουζ «Το μουσείο της σύγχρονης αγάπης» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη), που κυκλοφορεί στις 24 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Όταν η Μπρίτικα φαν ντερ Σαρ επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για τρίτη φορά, πήγε κατευθείαν στο MoMA, αγνοώντας την επιθυμία της για ντους μετά την ολονύχτια πτήση από το Άμστερνταμ. Ο Μάρκο, ο φωτογράφος, την αναγνώρισε και τη χαιρέτησε όταν την είδε. Πάλι καθόταν ο Κάρλος, που πρέπει να είχε καθίσει δεκαπέντε φορές πια. Ο Κάρλος είχε κοινό στα κοινωνικά δίκτυα. Στο Twitter υπήρχε ένα χάσταγκ IsatwithMarina. Είδε επίσης στα πλάγια τον γκριζομάλλη κινηματογραφικό συνθέτη, εκείνον που της είχε συστήσει η Τζέιν. Ήταν στη συνηθισμένη θέση του, καθισμένος σε ένα κόκκινο μαξιλάρι. Ήταν εντελώς απορροφημένος από τους δύο ανθρώπους στο τραπέζι, σαν να έβλεπε ταινία. Αναρωτήθηκε τι να συνέβαινε στη ζωή του ώστε να καταναλώνει τον χρόνο του εδώ. Έπρεπε να του πάρει συνέντευξη.
Περπάτησε με μεγάλες δρασκελιές ως το τραπέζι. Αυτή τη φορά ήθελε να το κάνει σωστά. Κοίταξε μέσα στα καστανά μάτια της Αμπράμοβιτς, σίγουρη ότι τρεμόπαιξαν ελαφρώς καθώς την αναγνώρισαν, ότι ζέσταναν.
Σήμερα ήταν τυχερή: η ουρά κινούνταν γρήγορα. Ως τα μέσα του μεσημεριού είχε έρθει επιτέλους η σειρά της. Περπάτησε με μεγάλες δρασκελιές ως το τραπέζι. Αυτή τη φορά ήθελε να το κάνει σωστά. Κοίταξε μέσα στα καστανά μάτια της Αμπράμοβιτς, σίγουρη ότι τρεμόπαιξαν ελαφρώς καθώς την αναγνώρισαν, ότι ζέσταναν. Η Μπρίτικα χαμογέλασε και ήλπιζε ο Μάρκο να είχε πιάσει εκείνη τη στιγμή.
Αντιλαμβανόταν τον θόρυβο του πλήθους που περιφερόταν και παρακολουθούσε. Ήλπιζε να δείχνει γεμάτη αυτοπεποίθηση, όμως ένιωθε μόνο νευρικότητα. Γιατί οι άλλοι δεν έδειχναν να φοβούνται το πλήθος όταν κάθονταν; Ήταν το πιο δύσκολο να προσποιηθείς ότι ένιωθες σιγουριά όταν δεν την ένιωθες.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στο στήθος της και τα χέρια της έτρεμαν. Ένα ρίγος διαπερνούσε τη σπονδυλική της στήλη. Άραγε αγχώνονταν οι άνθρωποι στην τηλεόραση; Αγχωνόταν η Μαρίνα; Ήταν αγχωμένη αυτή τη στιγμή;
Όταν πάρω το διδακτορικό μου, θα σταματήσω να νιώθω έτσι, σκέφτηκε η Μπρίτικα. Άλλοι έξι μήνες. Έπειτα δε θα νιώθω ψεύτικη.
Ο Μάρκο της είχε πει ότι η ομάδα της Μαρίνα είχε στοιχηματίσει προτού αρχίσει η περφόρμανς για το πόσοι θα κάθονταν. Ο βοηθός της Μαρίνα, ο Ντάβιντε Μπαλιάνο, είχε προβλέψει πάνω από μισό εκατομμύριο επισκέπτες και χίλια πεντακόσια άτομα που θα κάθονταν. Όλοι το είχαν βρει υπερβολικά φιλόδοξο. Αλλά η περφόρμανς ήταν στα μισά και ο Ντάβιντε είχε ήδη κερδίσει το στοίχημα των αριθμών των επισκεπτών, ενώ πάνω από χίλιοι άνθρωποι είχαν καθίσει στην καρέκλα απέναντι από τη Μαρίνα.
Η Μπρίτικα αναδεύτηκε στη θέση της. Πήρε βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε αργά. Συνέχιζε να κοιτάζει την Αμπράμοβιτς, όμως η καρδιά της δεν έλεγε να ηρεμήσει. Σκεφτόταν ιστορίες για τη Μαρίνα για να ξεχαστεί. Ήθελε να μείνει είκοσι λεπτά. Να καταγραφεί ότι είχε καταφέρει να φτάσει τα είκοσι λεπτά.
Σκεφτόταν εκείνη τη φορά που η Μαρίνα είχε φέρει σπίτι έναν φίλο από το σχολείο και είχαν πάρει ένα από τα περίστροφα του πατέρα της από τη γυάλινη βιτρίνα. Η Μαρίνα είχε βάλει μία μόνο σφαίρα στη θαλάμη και γύρισε τον μύλο. Έπειτα έβαλε την κάννη στο κεφάλι της και τράβηξε τη σκανδάλη. Κλικ. Τίποτα. Έπειτα ο φίλος της γύρισε τον μύλο και έβαλε το όπλο στο κεφάλι του. Πίεσε τη σκανδάλη. Κλικ. Τίποτα. Και οι δύο έσκασαν στα γέλια.
Όταν η Μαρίνα ζούσε ακόμα στο πατρικό στα είκοσι οχτώ της, ήθελε να κάνει μια περφόρμανς όπου θα έβγαινε στη σκηνή ντυμένη όπως θα ήθελε η μητέρα της. Με μια ωραία φούστα-μπλούζα ή ένα φόρεμα και γάντια, με φτιαγμένα μαλλιά και μακιγιάζ. Η Μαρίνα θα στεκόταν και θα κοίταζε το κοινό και μετά θα έβαζε μία σφαίρα στη θαλάμη του όπλου. Θα γύριζε τον μύλο, θα έβαζε το όπλο στον κρόταφό της και θα έριχνε. Αν δεν πέθαινε, τότε θα φορούσε τα ρούχα που ήθελε εκείνη, για να είναι όπως ήθελε εκείνη, και θα έφευγε.
Επίσης ήθελε να φτιάξει ένα δωμάτιο όπου, όταν θα έμπαινε ο κόσμος, θα γδύνονταν και όλα τους τα ρούχα θα πλένονταν, θα στέγνωναν, θα σιδερώνονταν και θα επιστρέφονταν. Οι γυμνοί επισκέπτες θα φορούσαν τότε τα καθαρά τους ρούχα και θα έβγαιναν από το δωμάτιο. Το αυτόματο πλυντήριο ως περφόρμανς. Το πανεπιστήμιο αρνήθηκε να δώσει άδεια.
Η Μπρίτικα σκέφτηκε το μικρό βανάκι μάρκας Citroën που ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο της έκθεσης επάνω. Η Μαρίνα και ο Ουλάι είχαν διασχίσει όλη την Ευρώπη μ’ αυτό και το σκυλί τους την Άλμπα. Πλέον δεν υπήρχε μέσα το στενό στρώμα όπου κοιμόντουσαν για πάνω από πέντε χρόνια, ο εξοπλισμός μαγειρέματος, τα βιβλία που άλλαζαν καθώς ταξίδευαν, τα μπουκάλια ρετσίνα, το τελευταίο πλεκτό της Μαρίνα. Η Άλμπα είχε πεθάνει καιρό τώρα. Όπως είχαν χαθεί και οι αχνοί προβολείς που φώτιζαν τον δρόμο μπροστά απ’ το βαν τους, οι κατσίκες που τους έδιναν γάλα το πρωί, οι περίπατοι στις κορυφές των βράχων, μέσα από δάση και πλατείες, ακούγοντας συζητήσεις. Παρακολουθώντας παρτίδες τάβλι και πετάνκ. Κάνοντας σχέδια για διάφορες εκθέσεις. Είχε χαθεί εκείνη η σχέση.
Η Μπρίτικα αναρωτήθηκε αν θα γνώριζε ποτέ κάποιον που θα την έκανε να νιώθει όπως είχαν νιώσει κάποτε η Μαρίνα και ο Ουλάι. Δεν μπορούσε να φανταστεί να ζει και να δουλεύει με κάποιον. Να τον αφήνει να βάζει ένα τόξο με ένα βέλος στην καρδιά της, όπως είχε κάνει η Μαρίνα στην περφόρμανς Όρια κινδύνου. Ή να της ρουφάει την ανάσα, όπως στο Breathing In / Breathing Out, μέχρι που σχεδόν να δηλητηριαστεί από το διοξείδιο του άνθρακα του άλλου. Ή να δένει τα μαλλιά της με τα μαλλιά του άλλου. Αυτό της προκαλούσε ιδιαίτερα κλειστοφοβικά συναισθήματα, κι έτσι έκανε έναν μορφασμό.
Ήλπιζε ο Μάρκο να μην την είχε φωτογραφίσει. Συνειδητοποίησε ότι η καρδιά της είχε ηρεμήσει και το ρίγος στη σπονδυλική της στήλη δεν ήταν τόσο επίμονο. Εστίασε ξανά στα μάτια της Μαρίνα και προσπάθησε να είναι ανοιχτή.
Δε θέλω να αγαπήσω όπως εσύ, σκεφτόταν καθώς κοίταζε τη Μαρίνα. Η Μπρίτικα ήξερε ότι γινόταν υπερβολική με τους άντρες. Η τελευταία της σχέση είχε τελειώσει άσχημα. Βασικά, τον είχε παρακολουθήσει. Ντρεπόταν όταν το σκεφτόταν εκ των υστέρων. Ήλπιζε και εκείνη τη στιγμή να μην την είχε φωτογραφίσει ο Μάρκο.
Είδε ότι το βλέμμα της Μαρίνα σταματούσε λίγο πριν το πρόσωπο της Μπρίτικα σαν να υπήρχε ένας άλλος κόσμος ακριβώς μπροστά της τον οποίο η Μπρίτικα δεν μπορούσε να δει. Τι έβλεπε η Μαρίνα;
Η τέχνη δε σταματούσε, αυτό είχε πει η Μαρίνα. Η τέχνη δεν ήταν εννιά με πέντε και μετά: «Αυτό ήταν, η μέρα τελείωσε, σκέψου την τηλεόραση ή το φαγητό που θα μαγειρέψεις». Δεν ήταν έτσι. Βρισκόταν εκεί διαρκώς: όταν έκοβες λαχανικά, όταν μιλούσες με έναν φίλο, όταν διάβαζες εφημερίδα, όταν άκουγες μουσική, όταν έκανες πάρτι. Ήταν πάντα εκεί και έκανε προτάσεις, ήθελε να πας να γράψεις ή να ζωγραφίσεις, να τραγουδήσεις ή να παίξεις. Να φανταστείς μεγάλα πράγματα, να συνδεθείς με το κοινό, να χρησιμοποιήσεις ενέργεια, να βρεις ενέργεια. Δεν ήταν έτοιμη όταν ήσουν εσύ έτοιμος, δεν ερχόταν όταν ήθελες ή έφευγε όταν είχες τελειώσει. Είχε τον δικό της ρυθμό. Συχνά αργούσε, ή ήταν αργή, ή κάτι άλλο απ’ αυτό που είχες στο μυαλό σου.
Η Μπρίτικα σκεφτόταν όταν γύριζε σπίτι αργά και η μητέρα της πάντα είχε σκεφτεί να της φυλάξει φαγητό. Πως πάντα άφηνε τη λάμπα στον διάδρομο αναμμένη. Έστρωνε καθαρά σεντόνια στο κρεβάτι της. Σαν η μητέρα της να ήθελε να είναι σίγουρη η Μπρίτικα ότι την αγαπούσαν. Αυτό ήταν το πρόβλημα με την υιοθεσία. Δεν ήσουν σίγουρος. Όχι στην αρχή. Όχι αρκετά για να κρατήσει. Η βιολογική της μητέρα ήταν μια γυναίκα στην Κίνα η οποία μάλλον είχε γεννήσει ήδη ένα παιδί. Ή που ήθελε γιο, κι έτσι είχε δώσει την Μπρίτικα για υιοθεσία, ελπίζοντας την άλλη φορά…
Αλλά την είχαν υιοθετήσει και δεν ήξερε τίποτα εκτός απ’ το ότι οι γονείς της είχαν κάνει πάρα πολλά για εκείνη. Προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε για να τους δείξει ότι το εκτιμούσε. Αλλά δεν ήταν εύκολο. Ήθελε να κάνει πράγματα χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί. Μη έχοντας αίσθηση ιστορίας, δεν ήξερε γιατί ενδιαφερόταν τόσο για το σεξ από πολύ μικρή ηλικία. Αυτό την είχε ήδη βάλει σε μπελάδες.
Δεν ήταν σίγουρη ότι ήταν πραγματικά καλός άνθρωπος. Σκεφτόταν πως, όταν θα είχε τα χρήματα, θα ήταν καλό για εκείνη να μείνει μόνη επειδή η ιδέα την τρόμαζε. Φανταζόταν ένα σπιτάκι δίπλα στους αμμόλοφους στο νησάκι Τέρσελινγκ στη Βόρεια Θάλασσα. Ίσως να δοκίμαζε να πάει εκεί για να τελειώσει το τελικό προσχέδιο του διδακτορικού της.
Η Μπρίτικα είχε μια θεωρία ότι στην Αμπράμοβιτς δεν άρεσε να είναι μόνη. Το να κάθεται σε αυτό το τραπέζι ήταν κομμάτι αυτού του φόβου. Η Μαρίνα ήταν ένα μοναχικό παιδί που ζούσε με τη γιαγιά της τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής της και έβλεπε τον πατέρα και τη μητέρα της μόνο τις Κυριακές. Είχε γυρίσει σπίτι για να ζήσει με τους γονείς της όταν γεννήθηκε ο αδερφός της. Σύντομα μπήκε στο νοσοκομείο για έναν μήνα – κάποιο πρόβλημα στο αίμα της. Η μητέρα της δεν πήγε ποτέ να τη δει.
Μπορεί κανείς να μην είχε έρθει στην περφόρμανς. Η καλλιτέχνις είναι εδώ. Μπορεί να είχε ξεκινήσει και μετά από λίγες μέρες, όταν θα είχαν έρθει οι θαυμαστές της Αμπράμοβιτς και θα ’χαν φύγει, να μαράζωνε και να πέθαινε. Μπορεί το κοινό να στεκόταν στην άκρη, κάποιοι να συνοφρυώνονταν, να τη χλεύαζαν, να την απέρριπταν. Αυτός ήταν πάντα ο κίνδυνος. Το έργο μπορεί να μην είχε αγγίξει κανέναν. Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς μπορεί να είχε κάνει τόσο δρόμο, από το Βελιγράδι ως τη Νέα Υόρκη μέσα από σαράντα χρόνια τέχνης, για να είναι μόνη σ’ αυτό το τραπέζι για τρεις ατελείωτους μήνες.
Χωρίς να κουνηθεί, η Μπρίτικα μπορούσε να απλώσει το χέρι της και να το πιάσει ανάμεσα στα δάχτυλά της. Μύριζε απορρυπαντικό ρούχων. Σκέφτηκε τη μητέρα της μέσα σε μια λιμνούλα από το φως της λάμπας να εξασκείται στην καλλιγραφία της. Είδε τον πατέρα της να απλώνει την μπουγάδα. Ένιωσε πόσο μικρή ήταν.
Κι έπειτα, για πολλή ώρα, η Μπρίτικα απλώς καθόταν, και υπήρχε μια φωτοβολία λες και ο μεγάλος φεγγίτης, έξι ορόφους από πάνω τους, έστελνε έναν κώνο ηλιακού φωτός στο αίθριο. Το πρόσωπο της Μαρίνα έμοιαζε φτιαγμένο από πέτρα, αρχαίο σαν το πρόσωπο της Σφίγγας, αλλά τώρα ήταν το πρόσωπο ενός άντρα· και τώρα ένα οπάλι.
Κάποια στιγμή η Μπρίτικα είδε ένα μικρό τετράγωνο πακέτο να αιωρείται ανάμεσα στη Μαρίνα και σε εκείνη. Αιωρούνταν προς το μέρος της και έβλεπε ότι δονούνταν ελαφρώς. Χωρίς να κουνηθεί, η Μπρίτικα μπορούσε να απλώσει το χέρι της και να το πιάσει ανάμεσα στα δάχτυλά της. Μύριζε απορρυπαντικό ρούχων. Σκέφτηκε τη μητέρα της μέσα σε μια λιμνούλα από το φως της λάμπας να εξασκείται στην καλλιγραφία της. Είδε τον πατέρα της να απλώνει την μπουγάδα. Ένιωσε πόσο μικρή ήταν. Σκέφτηκε πώς όταν ήταν μικρή, ξύπνια στο κρεβάτι, μιλούσε στον Χριστό και πώς πολλές φορές ήταν σίγουρη ότι ο Χριστός απαντούσε.
Ξετύλιξε το χρυσό φύλλο γύρω από το πακέτο και μέσα είδε την ψυχή της. Ήταν σκοτεινή και αιώνια σαν το φως των αστεριών, αλλά είχε σχήμα μπαλίτσας μότσι [1]. Την έβαλε στο στόμα της και την κατάπιε.
Όταν τελικά σηκώθηκε από την καρέκλα, η αίθουσα είχε γίνει ένα μέρος γεμάτο αγνώστους. Είχε ξεχάσει τι γλώσσα έπρεπε να μιλάει. Βγήκε στον δρόμο.
Αργότερα, ξαπλωμένη στο γρασίδι στο Σέντραλ Παρκ και κοιτώντας τα σύννεφα, ένιωσε σαν κομμάτια του εαυτού της να είχαν πετάξει μακριά· ή σαν να είχαν γυρίσει σ’ εκείνη.
[...]
[1] Γιαπωνέζικο γλύκισμα σφαιρικού σχήματος. (Σ.τ.Μ.)