
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ «Μια βραδιά με την Κλαιρ» (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου), που κυκλοφορεί στις 21 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[…] Τα σκοτεινά μάτια της Κλαιρ, που είχαν το χάρισμα των άπειρων μεταβολών, πότε σκληρά, πότε αδιάντροπα, πότε γελαστά, τα θολά μάτια της τα είχα πολλή ώρα μπροστά μου· κι όταν αποκοιμήθηκε, στράφηκα προς τον τοίχο και η παλιά θλίψη μου ξανάρθε· η θλίψη ήταν στον αέρα και οι διαφανείς κυματισμοί της αιωρούνταν πάνω από το λευκό σώμα της Κλαιρ, πάνω στα πόδια της και το στήθος της· και η θλίψη έβγαινε από το στόμα της Κλαιρ με την αόρατη αναπνοή της. Ήμουν ξαπλωμένος δίπλα στην Κλαιρ και δεν με έπαιρνε ο ύπνος· τραβώντας το βλέμμα από το χλωμό τώρα πρόσωπό της, πρόσεξα ότι το μπλε χρώμα της ταπετσαρίας του δωματίου της Κλαιρ μου φάνηκε ξαφνικά πιο ανοιχτόχρωμο και παραδόξως διαφορετικό. Το σκούρο μπλε, όπως το έβλεπα ακόμη και με κλειστά τα μάτια, μου φαινόταν πάντοτε πως αποκάλυπτε ένα μυστήριο – και η αποκάλυψη αυτή ήταν θλιβερή και αναπάντεχη, και σαν να είχε παγώσει σε μια στιγμή, σαν να μην είχε προλάβει να τα πει όλα ώς το τέλος· σαν η προσπάθεια κάποιου πνεύματος να σταμάτησε ξαφνικά και το πνεύμα να πέθανε, και στη θέση του να εμφανίστηκε το σκούρο μπλε φόντο. Τώρα το μπλε είχε γίνει ανοιχτόχρωμο· λες και η προσπάθεια δεν είχε τελειώσει ακόμα και το σκούρο μπλε χρώμα, καθώς γινόταν πιο ανοιχτό, βρήκε μέσα του μια απρόσμενη απόχρωση, θαμπή και θλιμμένη, που μ’ έναν περίεργο τρόπο αντιστοιχούσε στα συναισθήματά μου και αναμφίβολα είχε σχέση με την Κλαιρ. Ανοιχτογάλανα φαντάσματα με κομμένα χέρια κάθονταν στις δυο πολυθρόνες που βρίσκονταν στο δωμάτιο· έδειχναν μια αδιάφορη εχθρότητα το ένα για το άλλο, σαν άνθρωποι που τους έλαχε κοινή μοίρα, κοινή τιμωρία, αλλά για διαφορετικά σφάλματα. Η μαβιά μπορντούρα της ταπετσαρίας καμπυλωνόταν σε μια κυματιστή γραμμή, όμοια με νοερή χάραξη της πορείας που ακολουθεί ένα ψάρι σε άγνωστες θάλασσες· μέσα από τις κουρτίνες που κυμάτιζαν στο ανοιχτό παράθυρο, όλο πάσχιζε αλλά δεν μπορούσε να φτάσει ώς εμένα ένα μακρινό ρεύμα αέρα, χρωματισμένο με το ίδιο ανοιχτό μπλε και φέρνοντας μαζί του μια ατέλειωτη συλλογή αναμνήσεων, που πέφτουν συνήθως πάνω μας σαν τη βροχή και είναι εξίσου ασυγκράτητες· όμως η Κλαιρ άλλαξε πλευρό, ξυπνώντας και μουρμουρίζοντας: «Vous ne dormez pas? Dormez toujours, mon petit, vous serez fatigué le matin» [Δεν κοιμάστε; Κοιμηθείτε, μικρέ μου, το πρωί θα είστε κουρασμένος], και τα μάτια της ξανασκοτείνιασαν. Αδυνατούσε ωστόσο να κατανικήσει τη νάρκωση του ύπνου, και με το που τέλειωσε τη φράση, ξανακοιμήθηκε· τα φρύδια της παρέμειναν σηκωμένα, κι ήταν σαν μέσα στον ύπνο της να απορούσε μ’ αυτό που της συνέβαινε τώρα. Σ’ αυτή την απορία εκδηλωνόταν ένα βασικό χαρακτηριστικό της: ενώ παραδινόταν στη δύναμη του ύπνου, της θλίψης ή άλλου συναισθήματος, όσο δυνατό κι αν ήταν, δεν έπαυε να παραμένει ο εαυτός της· και θα νόμιζες ότι οι πιο δυνατοί κλονισμοί δεν μπορούσαν σε τίποτα να αλλάξουν ένα τόσο ολοκληρωμένο σώμα, δεν μπορούσαν να καταστρέψουν αυτή την ύστατη, ακατανίκητη σαγήνη που με ανάγκασε να ξοδέψω δέκα χρόνια της ζωής μου στην αναζήτηση της Κλαιρ και να μην την ξεχνάω πουθενά και ποτέ. Μα σε κάθε έρωτα υπάρχει θλίψη –θυμόμουν– η θλίψη της εκπλήρωσης και της έλευσης του θανάτου του έρωτα, αν είναι ευτυχής, και η θλίψη του αδύνατου και της απώλειας αυτού που ποτέ δεν μας ανήκε, αν ο έρωτας παραμένει ανέφικτος. Κι όπως θλιβόμουν για τα πλούτη που δεν είχα, έτσι και παλιότερα λυπόμουν για την Κλαιρ, που ανήκε σε άλλους· το ίδιο και τώρα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι της, στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, στα ανοιχτογάλανα σύννεφα του δωματίου της, που μέχρι ετούτο το βράδυ θα θεωρούσα άπιαστα και ανύπαρκτα, και τα οποία περιέβαλλαν το λευκό σώμα της Κλαιρ, καλυμμένο σε τρία σημεία με τρίχες, με τρόπο τόσο προκλητικό και βασανιστικά ελκυστικό, παρομοίως τώρα λυπόμουν γιατί δεν μπορώ πλέον να ονειρεύομαι την Κλαιρ, όπως την ονειρευόμουν πάντα· και γιατί θα περάσει ακόμα πολύς καιρός μέχρι να δημιουργήσω την καινούργια της εικόνα που θα γίνει με μια άλλη έννοια το ίδιο άπιαστη για μένα, όσο άπιαστο ήταν μέχρι τώρα αυτό το σώμα, αυτά τα μαλλιά, αυτά τα ανοιχτογάλανα σύννεφα.
Σκεφτόμουν την Κλαιρ, τα βράδια που είχα περάσει σπίτι της, και σταδιακά άρχισα να θυμάμαι όλα όσα είχαν προηγηθεί· η αδυναμία να τα καταλάβω και να τα εκφράσω όλα αυτά με κατέβαλλε. Εκείνο το βράδυ μου φαινόταν πιο καθαρά από ποτέ ότι με καμιά δύναμη δεν μπορώ ξαφνικά να συλλάβω και να νιώσω την ατέλειωτη αλληλουχία σκέψεων, αισθήσεων και βιωμάτων που αναδύονταν όλα μαζί στη μνήμη μου σαν μια σειρά σκιές που καθρεφτίζονται στον θαμπό και ρευστό καθρέφτη της μεταγενέστερης φαντασίας. Τα πιο ωραία, τα πιο δυνατά αισθήματα που βίωσα ποτέ, τα χρωστάω στη μουσική· όμως η στιγμιαία και μαγική ύπαρξή της είναι μόνο κάτι προς το οποίο μάταια τείνω, και να ζήσω έτσι δεν μπορώ. Πολύ συχνά σε κάποιο κοντσέρτο άρχιζα ξαφνικά να καταλαβαίνω αυτό που μέχρι τότε μου φαινόταν άπιαστο· η μουσική ξυπνούσε μονομιάς μέσα μου παράξενες σωματικές αισθήσεις, τις οποίες θεωρούσα πως ήμουν ανίκανος να νιώσω, αλλά μόλις έσβηναν οι τελευταίοι ήχοι της ορχήστρας, οι αισθήσεις αυτές εξαφανίζονταν κι έμενα πάλι στην άγνοια και την αβεβαιότητα που με χαρακτηρίζουν συχνά. Η ασθένεια στην οποία οφειλόταν αυτή η φασματική αμφιταλάντευση μεταξύ πραγματικού και φανταστικού συνίστατο στην ανικανότητά μου να αισθανθώ τη διαφορά ανάμεσα στη λειτουργία της φαντασίας μου και στα αυθεντικά, άμεσα αισθήματα, που προκαλούνταν από τα περιστατικά που μου συνέβαιναν. Ήταν σαν να μου έλειπε το χάρισμα της πνευματικής αντίληψης. Κάθε αντικείμενο ήταν σχεδόν σαν να έχανε στα μάτια μου τα ακριβή φυσικά του περιγράμματα· και εξαιτίας αυτού του παράξενου ελαττώματος ποτέ μου δεν μπόρεσα να κάνω ούτε το πιο απλό σχέδιο· κι αργότερα, στο Γυμνάσιο, παρά τις προσπάθειές μου, δεν μπορούσα να συλλάβω τις περίπλοκες γραμμές των γραφημάτων, παρότι καταλάβαινα τον προφανή σκοπό των συνδυασμών τους. Από την άλλη, η οπτική μου μνήμη ήταν πάντα εξαιρετική, και ίσαμε τώρα δεν ξέρω πώς να συμφιλιώσω αυτή την εμφανή αντίφαση: ήταν η πρώτη από τις αναρίθμητες αντιφάσεις οι οποίες αργότερα με βύθιζαν σε ληθαργικές ονειροπολήσεις· ισχυροποιούσαν μέσα μου την επίγνωση ότι μου ήταν αδύνατον να εμβαθύνω στην ουσία των αφηρημένων ιδεών· και η επίγνωση αυτή, με τη σειρά της, μου προκαλούσε ανασφάλεια για τον ίδιο μου τον εαυτό. Γι’ αυτό και ήμουν πολύ συνεσταλμένος· και η φήμη του παράτολμου αγοριού, που είχα στην παιδική μου ηλικία, εξηγούνταν, όπως το καταλάβαιναν ορισμένοι, για παράδειγμα η μητέρα μου, ακριβώς από την έντονη επιθυμία να κατανικήσω αυτή τη μόνιμη ανασφάλεια. Αργότερα απέκτησα τη συνήθεια να συναναστρέφομαι τους πλέον διαφορετικούς ανθρώπους, και μάλιστα είχα επεξεργαστεί ορισμένους κανόνες συνομιλίας τους οποίους σχεδόν ποτέ δεν παρέβαινα. Χρησιμοποιούσα δηλαδή μερικές δεκάδες σκέψεις, φαινομενικά αρκετά περίπλοκες και στην πραγματικότητα εντελώς πρωτόγονες, προσιτές σε οποιονδήποτε συνομιλητή· η ουσία όμως αυτών των απλών, κοινότοπων και αδιαμφισβήτητων εννοιών μου ήταν πάντα ξένη και εντελώς αδιάφορη. Δεν μπορούσα ωστόσο να κατανικήσω μέσα μου την μικροπρεπή περιέργεια και μου προκαλούσε ικανοποίηση να εξωθώ κάποιους ανθρώπους να μου ανοίγονται· οι εξευτελιστικές και ταπεινωτικές ομολογίες τους δεν μου γεννούσαν ποτέ τη δικαιολογημένη και κατανοητή αντιπάθεια· θα έπρεπε να την αισθάνομαι, αλλά δεν την αισθανόμουν. Σκέφτομαι ότι αυτό συνέβαινε γιατί συνήθως δεν ένιωθα πολύ έντονα αρνητικά συναισθήματα, ήμουν τελείως αδιάφορος προς τα εξωτερικά συμβάντα· η βαθιά, εσωτερική ύπαρξή μου διατηρούσε για μένα ασύγκριτα μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Κι όμως, στην παιδική μου ηλικία ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με τον εξωτερικό κόσμο απ’ ό,τι αργότερα· καθώς μεγάλωνα απομακρυνόταν σταδιακά από μένα και, για να ξαναβρεθώ σ’ αυτούς τους σκοτεινούς χώρους με τη βαριά και ψηλαφητή ατμόσφαιρα, έπρεπε να διασχίσω μια απόσταση που γινόταν τόσο πιο μεγάλη όσο περισσότερο συσσωρεύονταν οι εμπειρίες από τη ζωή, δηλαδή όσο μεγάλωνε το απόθεμα των σκέψεων και των οπτικών ή γευστικών αισθήσεων. Πού και πού σκεφτόμουν με φρίκη πως ίσως, κάποτε, να έρθει μια στιγμή, που δεν θα έχω πια τη δυνατότητα να επιστρέψω στον εαυτό μου· τότε θα γίνω ζώο – και με τη σκέψη αυτή, στο νου μου ερχόταν πάντοτε το κεφάλι ενός σκύλου που τρώει αποφάγια από τα σκουπίδια. Ο κίνδυνος ωστόσο αυτής της ταύτισης του φανταστικού με το πραγματικό, που την ένιωθα σαν αρρώστια, δεν ήταν ποτέ μακριά μου· και πού και πού σε κρίσεις ψυχικής έξαρσης δεν μπορούσα να αισθανθώ την αληθινή μου ύπαρξη· μόνο βουή και θόρυβος έφταναν στ’ αυτιά μου, και στο δρόμο μού γινόταν τόσο δύσκολο να περπατήσω, τόσο δύσκολο, σαν να προσπαθούσα με το βαρύ μου σώμα να προχωρήσω μέσα σ’ εκείνη τη συμπαγή ατμόσφαιρα, σ’ εκείνα τα σκυθρωπά τοπία της φαντασίας μου, όπου τόσο εύκολα γλιστρούσε απορημένη η σκιά του κεφαλιού μου.