Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Kopano Matlwa «Το νυχτολούλουδο» (μτφρ. Μαρία Φακίνου), που κυκλοφορεί στις 15 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Λένε πως στον παράδεισο θα είμαστε ευτυχισμένοι όλη την ώρα. Δεν θα κλαίμε, ούτε θα πονάμε, δεν θα φοβόμαστε, ούτε θ’ ανησυχούμε ποτέ. Τα πράγματα θα είναι τέλεια. Μια φορά ανέφερα στην ομάδα μελέτης της Αγίας Γραφής πως δυσκολεύομαι να το πιστέψω.
Λένε πως στον παράδεισο θα είμαστε ευτυχισμένοι όλη την ώρα. Δεν θα κλαίμε, ούτε θα πονάμε, δεν θα φοβόμαστε, ούτε θ’ ανησυχούμε ποτέ. Τα πράγματα θα είναι τέλεια. Μια φορά ανέφερα στην ομάδα μελέτης της Αγίας Γραφής πως δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Βρίσκω την όλη ιδέα εξαντλητική, σαν ένα πάρτι που δεν τελειώνει ποτέ. Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ πως δεν θα τα ’βγαζα πέρα στον παράδεισο, πως δεν θα ταίριαζα με όλους αυτούς τους ανθρώπους, τους ζαλισμένους απ’ τη χαρά. Όμως η σύζυγος του πατέρα Τζόσουα είπε ότι θα έπρεπε να φανταστώ την τελευταία φορά που ένιωσα πάρα πολύ ευτυχισμένη και γεμάτη ευχαρίστηση. Έτσι θα ήταν ο παράδεισος, σαν αυτή τη στιγμή, μόνο παγωμένη για πάντα.
Προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου την αποφοίτησή μου, μία ευτυχισμένη μέρα για μένα. Μου ήρθαν στο μυαλό αποσπάσματα από τη Διακήρυξη της Γενεύης για την Παγκόσμια Ιατρική Ένωση.
Αναλαμβάνω επίσημα την υποχρέωση να αφιερώσω τη ζωή μου στην υπηρεσία της ανθρωπότητας... Η υγεία των ασθενών μου θα είναι το πρώτο μου μέλημα...
Κάθε μέρα έκανα πρόβα αυτά τα λόγια τις εβδομάδες πριν από την τελετή, και καθώς στεκόμασταν εκεί με τις τηβέννους μας και τα απαγγέλλαμε με μια φωνή, έμοιαζε σαν να έβγαιναν από τα χείλη μου νότες υψηλής μουσικής.
Θυμήθηκα που περίμενα να φωνάξουν τ’ όνομά μου για ν’ ανέβω στη σκηνή και να παραλάβω το πτυχίο μου. Στον προθάλαμο υπήρχαν πολλοί σαν εμένα, καθόμουν δίπλα σε συμφοιτητές μου που δεν τους γνώριζα πολύ καλά, που κάθεσαι δίπλα τους μόνο στις εγγραφές, στις εξετάσεις και σε κάθε άλλη περίσταση που απαιτεί να παρουσιαζόμαστε με αλφαβητική σειρά. Οι ομιλίες κρατούσαν πολλή ώρα και δεν μπορούσα να δω τη μαμά, έτσι αφαιρέθηκα. Άρχισα να φαντασιώνομαι όλα αυτά που θα έκανα μόλις αποφοιτούσα.
Με φαντάστηκα να κάνω αίτηση για ένα λογαριασμό ρούχων και η κυρία πίσω από το γκισέ να λέει, «Τίτλος, παρακαλώ;» καθώς πληκτρολογεί τα στοιχεία μου στο σύστημα. «Δόκτωρ», θα έλεγα. Έπειτα θα έβγαζα μία κάρτα μέλους σε βίντεο-κλάμπ, και πάλι θα ρωτούσαν «Δεσποινίς ή κυρία;» κι εγώ θα έλεγα, «Τίποτε από τα δύο. Δόκτωρ». Έπειτα πάλι στην τράπεζα, κι όταν θα έκλεινα αεροπορικά εισιτήρια, όταν θα πήγαινα στον οδοντίατρο. Ξανά και ξανά και ξανά. Θα το έλεγα αργά, θα το έλεγα δυνατά, συλλαβιστά, θα το επαναλάμβανα σαν να μη με είχαν ακούσει την πρώτη φορά. Θυμήθηκα να γελάω με τον εαυτό μου καθώς στεκόμουν εκεί ανάμεσα σε άλλους με επώνυμα λίγο πριν από το δικό μου. Δεν έλεγα να συνηθίσω στην ιδέα. Σε λίγα μόλις λεπτά θα γινόμουν γιατρός!
Μια φήμη είχε ξεκινήσει πως εταιρείες αυτοκινήτων θα περίμεναν στο πίσω μέρος του προθαλάμου μετά την τελετή της αποφοίτησής μας, και μεσίτες που θα ’θελαν να μας προσφέρουν υποθήκες χωρίς καπάρο, καθώς οι τίτλοι μας από μόνοι τους αποτελούσαν αρκετή εγγύηση. Κάποιος άλλος είπε πως θα υπήρχαν και οικονομικοί σύμβουλοι που θα μοίραζαν πλατινένιες πιστωτικές κάρτες με τα ονόματά μας ήδη τυπωμένα επάνω. Όλα αυτά ήταν σαχλαμάρες, το ήξερα. Όμως όλο και γύριζα το κεφάλι μου, για κάθε ενδεχόμενο.
♦
Όταν μου ήρθε πρώτη φορά αίμα, σκέφτηκα πως η μαμά θα με σκοτώσει. Ήμουν άτακτη, έβαζα τα δάχτυλά μου εκεί που δεν έπρεπε, άγγιζα μέρη του σώματός μου που δεν είχα καμιά δουλειά να αγγίζω. Έτσι, όταν στην έκθεση του Ραντ Ίστερ είδα ένα λεκέ στο εσώρουχό μου με την Τίνκερμπελ, δεν έκλαψα όπως τα περισσότερα κορίτσια. Όχι, κατάλαβα αμέσως πως με είχε τιμωρήσει ο Θεός κι έκρυψα το αποδεικτικό στοιχείο. Το έκρυβα για μέρες. Μάζευα το χαρτί τουαλέτας σε ματσάκια και το τύλιγα ξανά και ξανά γύρω από τα φαρδιά σλιπάκια μου. Με γρατζουνούσε και μ’ ενοχλούσε, αλλά ήταν χίλιες φορές προτιμότερο από την αναστάτωση που ήξερα ότι θ’ ακολουθούσε έτσι κι εκμυστηρευόμουν στη μαμά πως είχα αμαρτήσει και γι’ αυτό έτρεχε αίμα από μέσα μου. Αυτό θα ήταν σίγουρα το τέλος μου. Έτσι, λοιπόν, όταν μια Κυριακή πρωί που πηγαίναμε στην εκκλησία είχα ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών και τραβούσα την πόρτα του γκαράζ για να κλείσει, φανερώνοντας κάτω από το σκοτσέζικο φόρεμά μου ένα σκοτεινό μυστικό που ως τότε είχε παραμείνει κρυφό ανάμεσα στους μηρούς μου, και η μαμά ρώτησε καθώς έμπαινα πάλι στο αυτοκίνητο τι ήταν αυτοί οι λεκέδες στο καλσόν μου με το γκλίτερ, ήξερα με βεβαιότητα πως αυτή ήταν η αρχή του τέλους μου.
Και κατά κάποιον τρόπο ήταν, γιατί, σαν να μην κρατιόταν από την ανυπομονησία ν’ απαντήσει στη μαμά, ένα φράγμα άνοιξε μέσα μου και αίμα ξεχύθηκε ανάμεσα στους μηρούς μου, κύλησε στα πόδια μου, ακόμα και πάνω στα λαστιχένια μου πέδιλα. Το ίδιο συνεχίστηκε για βδομάδες, καταλάγιαζε λίγες μέρες κάθε φορά, μόνο και μόνο για να ξεκινήσει πάλι με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, παρασέρνοντας στο διάβα του τις πηχτές βλέννες που συναντούσε.
Αργότερα έμαθα στο κατηχητικό ότι ο ορός που περιοδικά έτρεχε ποτάμι από τον κόλπο μιας γυναίκας δεν ήταν επ’ ουδενί θεϊκή τιμωρία, αλλά ένα φυσιολογικά απαραίτητο και υγιές κομμάτι στη ζωή της, που θα ’πρεπε όχι μόνο να το δεχόμαστε με χαρά, αλλά και να το γιορτάζουμε.
Παρ’ όλ’ αυτά, προσευχόμουν αδιάκοπα στο Θεό που είχε χωρίσει την Ερυθρά Θάλασσα στα δύο και την είχε στεγνώσει την κατάλληλη στιγμή για το λαό που αγαπούσε, κι έλπιζα ότι μπορεί να σκεφτόταν κι εμένα και να μου χάριζε ένα διάστημα με στεγνά εσώρουχα.
♦
Τι μ’ ένοιαζε να φέρω μια ζωή στον κόσμο όταν δεν μπορούσα να έχω μια δική μου ζωή; Όταν ζούσα όμηρος ενός κτήνους μέσα στη λεκάνη μου που όποτε του κάπνιζε άνοιγε το κεφάλι του στα δυο και θυμωμένο έχυνε το περιεχόμενό του στο πάτωμα χωρίς καμιά αφορμή;
Θυμάμαι να λέω στη μαμά πως ήθελα να μου τη βγάλουν, να μου την κόψουν και να την αποτεφρώσουν στο μεγάλο θάλαμο του νοσοκομείου πίσω από το λόφο.
Είπε πως ήμουν τρελή.
Η μαμά είπε ότι έλεγα σαχλαμάρες, ότι αυτά περνάνε οι γυναίκες, κι ότι αν μου την αφαιρούσαν, κάποια μέρα θα μετάνιωνα που δεν θα μπορούσα να φέρω μια ζωή στον κόσμο.
Μια ζωή;
Τι μ’ ένοιαζε να φέρω μια ζωή στον κόσμο όταν δεν μπορούσα να έχω μια δική μου ζωή; Όταν ζούσα όμηρος ενός κτήνους μέσα στη λεκάνη μου που όποτε του κάπνιζε άνοιγε το κεφάλι του στα δυο και θυμωμένο έχυνε το περιεχόμενό του στο πάτωμα χωρίς καμιά αφορμή;
Εγώ τι ζωή είχα; Αυτό δεν την ένοιαζε τη μαμά;
Όχι, δεν την ένοιαζε.
♦
Κλείστηκα στον εαυτό μου. Όχι επειδή ήθελα να είμαι μόνη, αλλά επειδή έτσι ήταν πιο εύκολο για όλους. Ο Τσιάμο, ο αδερφός μου, ήταν ο μοναδικός μου φίλος. Οι λεκέδες δεν φαινόταν να τον ενοχλούν όσο τους άλλους. Όπως για παράδειγμα όταν ο μπαμπάς τού αγόρασε αυτοκίνητο και προσφέρθηκε να με πάει μια βόλτα. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που έβλεπα τον Τσιάμο ενθουσιασμένο, ώστε ξέχασα να τρέξω στο σπίτι, ν’ αλλάξω ταμπόν και να βάλω και δεύτερη σερβιέτα. Μόνο όταν βγήκαμε, σαν ανόητοι κι οι δυο, στις τεσσεράμισι το απόγευμα στον αυτοκινητόδρομο και είδα την κίνηση, σκέφτηκα, γαμώτο. Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι, ακόμα κι όταν ένιωσα κάτι να κολλάει ανάμεσα στα μπούτια μου και ήξερα πως το ταμπόν είχε φουσκώσει από το αίμα και η σερβιέτα είχε γίνει μούσκεμα και η μόνη διέξοδος ήταν μέσ’ από το μπλουτζίν μου και πάνω στο κάθισμα του καινούργιου αυτοκινήτου του Τσιάμο. Προσπάθησα να στρέψω όλη την προσοχή μου στο τραγούδι της Τρέισι Τσάπμαν που τραγουδούσε ο Τσιάμο. Όταν τελικά φτάσαμε σπίτι, έκανε πως δεν το είχε προσέξει, αλλά ήξερα πως το είχε, επειδή τον είδα αργότερα από το παράθυρο του υπνοδωματίου μου μ’ έναν κουβά γεμάτο σαπουνόνερα κι ένα σφουγγάρι στο χέρι.