
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αυστριακού γιατρού και συγγραφέα Ernst Weiss «Ο αυτόπτης μάρτυρας» (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης), που θα κυκλοφορήσει στις 21 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Σκαρίφημα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Επέστρεψα στο πεδίο της μάχης. Αλλά αντιστεκόμουν από τα βάθη της καρδιάς μου να υποστηρίζω με την επιστήμη μου και την τέχνη μου ως γιατρός μία υπόθεση που απεχθανόμουν – και που στην επιτυχία της δεν πίστευα πλέον. Ή μήπως ήταν άλλος ο λόγος που με υποκίνησε να καταταγώ μάχιμος αντί για στρατιωτικός γιατρός;
Δεν ήμουν ριψοκίνδυνος μόνο για το άτομό μου, παρά είχα τους ανθρώπους μου τόσο πολύ του χεριού μου, που θα με ακολουθούσαν στον σίγουρο θάνατο, ατάραχοι. Εγώ τους κοιτούσα, τίποτα παραπάνω. Ουδέποτε αρνήθηκε κάποιος.
Ήταν άραγε και στην περίπτωσή μου η κατώτερη ψυχή που ήθελε να βγει στην επιφάνεια, είχα γλείψει κι εγώ αίμα (αρκετές φορές με είχε πιτσιλίσει στο πρόσωπο καυτή κάποια σταγόνα) και ήθελα να είμαι ένας από εκείνους που ξέρουν πώς είναι όταν σκοτώνεις ανθρώπους, αντί να περιμένω απλώς πίσω και να θέλω ν’ αποκαταστήσω αυτό που μπροστά είχαν σκοπίμως χαλάσει; Τι νόημα είχε να σώζω ανθρώπους από τον θάνατο, αν το κράτος, πριν καλά καλά αναρρώσουν, τους έριχνε πάλι στο παιχνίδι; Οι ακρωτηριασμένοι δεν έρχονταν βέβαια πια στο μέτωπο. Αλλά τους έβαζαν να γυμνάζονται μεθοδικά, τους εκπαίδευαν για το απαραίτητο επάγγελμα, τελειοποιούσαν στον ύψιστο βαθμό τα πρόσθετα μέλη. Στα μετόπισθεν και στην ενδοχώρα γίνονταν μετά καθ’ οιονδήποτε τρόπο χρήσιμοι και έτσι απάλλασσαν άλλους άνδρες, που γίνονταν βορά για τα κανόνια. Και τις γυναίκες τις έβαζαν σε κάποιες θέσεις, με την ίδια λογική. Αλλά δεν ήταν όλ’ αυτά, τ’ ομολογώ. Κάτι με τραβούσε, όλη μου η ενέργεια με έσπρωχνε σε κάτι που η λογική μάταια του αντιτασσόταν. Τι ωφελεί να θέλω ν’ αποσαφηνίσω με λογικές αιτίες ό,τι ξεπρόβαλε από «απρόβλεπτες διακυμάνσεις του πλέον μύχιου αισθήματος»; Μετά συμμετείχα με μία «ομάδα κρούσης» για ειδικές περιστάσεις, απαλλαγμένος από ανιαρές υπηρεσίες στα οχυρά και στις σκοπιές, σε περισσότερες από μία μάχες σώμα με σώμα, με μερικούς γεροδεμένους, ψύχραιμους, γενναίους συντρόφους πλάι μου. Μπήκα επικεφαλής των ανδρών μου πάνω από μία φορά ημέρα και νύχτα επίσης, πέταξα χειροβομβίδες και κάθισα στο πολυβόλο και άκουσα το νερό να βουίζει στο ψυγείο και κίνησα πέρα δώθε την ξύλινη λαβή του μυδραλιοβόλου (ένα κατασκεύασμα ίσως του πατέρα μου) και δεν φοβήθηκα τον θάνατο. Δεν ήμουν ριψοκίνδυνος μόνο για το άτομό μου, παρά είχα τους ανθρώπους μου τόσο πολύ του χεριού μου, που θα με ακολουθούσαν στον σίγουρο θάνατο, ατάραχοι. Εγώ τους κοιτούσα, τίποτα παραπάνω. Ουδέποτε αρνήθηκε κάποιος. Δεν το πετύχαιναν όλοι οι αξιωματικοί αυτό. Όταν ήμουν γιατρός αρκετές φορές υπέτασσα τους ασθενείς, με υποβολή εν εγρηγόρσει ή ύπνωση, καλύτερα απ’ ό,τι ο γηραιός Κάιζερ. Αυτό ήταν πολύ καλό τώρα.
Όσο δεν ήμουν σε προσωπική μάχη με τον εχθρό (εναντίον μας παρατάσσονταν ινδικά στρατεύματα, οι επονομαζόμενοι Γκούρκα), όλα ήταν απλά. Η τεχνική μάχη, διεξαγόμενη εξ αποστάσεως, δεν σε ωφελεί. Πρέπει όμως κάποτε να μάθεις τι είναι το άλλο, αυτό που γνώριζαν και αγαπούσαν πριν από χιλιάδες χρόνια οι πρωτόγονες φυλές, πρέπει κάποτε να προχωρήσεις πολεμοχαρής με την ξιφολόγχη να γυαλίζει. Πρέπει κάποτε να περάσεις τα σακιά με την άμμο που τρίζουν, με τις ωοειδείς χειροβομβίδες στις χούφτες, μία δεξιά, μία αριστερά, πρέπει να έχεις νιώσει το συρματόπλεγμα στο παντελόνι σου και τη χοντρή υφασμάτινη περικνημίδα να σε τραβάει πίσω, πρέπει μ’ ένα απερίγραπτο συναίσθημα πρώτα να έχεις φοβηθεί και συγχρόνως ύστερα να έχεις αποζητήσει να έχεις μπροστά στο στήθος σου το θεόρατο σκούρο παλικάρι με το τουρμπάνι στο κεφάλι, ντυμένο άψογα στα χακί, όταν οι χειροβομβίδες που του εκσφενδόνισες δεν εξερράγησαν. Πρέπει, ενώ εκείνος έσκυβε κάπως, για να σου εκσφενδονίσει καλυμμένος τη δική του, να έχεις τραβήξει απ’ τον δεξή ώμο το όπλο με την ενσωματωμένη ξιφολόγχη, πρέπει μ’ ένα επιδέξιο χτύπημα στο σωστό σημείο να τον έχεις τρυπήσει με την ξιφολόγχη ανάμεσα στα πλευρά, πρέπει να τον έχεις ακούσει να ουρλιάζει στην ξένη λαρυγγική γλώσσα του, να τον έχεις δει να χλομιάζει και να παίζει πέρα δώθε τα μάτια του με το τεράστιο κιτρινωπό άσπρο γύρω απ’ την κόρη, ν’ απλώνει τα χέρια μπροστά, να κόβει και να ματώνει τα χέρια του στην προσπάθεια, να τραβήξει την ξιφολόγχη από την πληγή, ενώ εγώ με κόπο τη γύριζα στην πληγή και την έσπρωχνα πιο βαθιά στο σώμα του, για να τελειώνουν όλα γρήγορα, εκείνος να λυτρώνεται κι εγώ να συνεχίζω σ’ άλλους – πρέπει να έχεις ζήσει το σώμα του που πεθαίνει, που σβήνει να βαραίνει την ξιφολόγχη τόσο πολύ, που το ένιωθα μέχρι τον ώμο, το κεφάλι του να πέφτει και όσο περνά ο χρόνος, να βγάζεις την ξιφολόγχη, ν’ ακολουθείς τους ήδη προπορευόμενους κατά πολύ συντρόφους σου μέσα από νέες τρύπες στα συρματοπλέγματα και να κάνεις το ίδιο πράγμα μια δεύτερη ή τρίτη φορά. Αυτά που αφηγούμαι είναι μόνο οι εξωτερικές συνέπειες. Το εσωτερικό, τη σύνθλιψη και το μεγαλοπρεπώς κτηνώδες, την ευτυχία των βαρβάρων, τη μέθη των βαρβάρων, αυτά δεν τα περιγράφεις. Δεν μπορείς να περιγράψεις με λέξεις ένα ντελίριο. Δεν μπορείς να γράφεις τις λέξεις σ’ ένα σιωπηλό δωμάτιο, κι ένας άλλος, σ’ ένα άλλο σιωπηλό δωμάτιο, μόνος του, με το πούρο στο στόμα, με τον σκύλο στα πόδια του, να πρέπει να τις κατανοήσει κι ύστερα να ξέρει πώς αισθάνεσαι.
Ένας μόνος του δεν το βιώνει αυτό. Εγώ το βίωσα μόνο ως ένας μες στη μάζα. Οι δικοί μου ήταν μπροστά μου, ήταν δίπλα μου, ήταν πίσω μου. Όταν έπεφτε ο ένας, οι άλλοι ήταν πάντοτε ακόμη εκεί. Ο ένας τελείωνε, αλλά η ζωή όχι. Ήμουν ένας καλός αρχηγός της ομάδας κρούσης, πάρα πολύ πεισματάρης και παράτολμος ίσως, και είχα απώλειες μεταξύ των ανθρώπων μου, της ελίτ των στρατιωτών. Ο λοχαγός μου, που μου καρφίτσωσε τον Σιδηρούν Σταυρό στο στήθος μου αριστερά, συχνά με συγκρατούσε προειδοποιώντας με. Κάτι με ωθούσε. Μια νύχτα τραυματίστηκα από μία αδέσποτη σφαίρα. Στη μάχη εξ αποστάσεως δεν είχα, βλέπετε, τύχη. Τραύμα στον πνεύμονα. Ούτε κίνδυνος για τη ζωή μου, ούτε συνέπειες, ούτε σακάτεμα. Αν δεν ήταν η άχρηστη δεξιά πλευρά μου, όπου είχα ακόμη την ουλή από την παρακέντηση για τον τραυματισμό μου όταν ήμουν παιδί, θα ήταν υπόθεση μιας δυο εβδομάδων. Έτσι, αναγκάστηκα να πάω στην ενδοχώρα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση στη δύσκολη περιποίηση του τραύματός μου ήταν ότι ένιωθα λίγους πόνους. Ήταν το παλιό σημείο, θα έπρεπε ουσιαστικά να είχα περισσότερους πόνους απ’ ό,τι τότε που ήμουν νέος άνθρωπος. Συχνά όμως δεν αισθανόμουν σχεδόν τίποτα. Ως επί το πλείστον οι γιατροί είναι πολύ ευαίσθητοι όσον αφορά το δικό τους σώμα. Αποκόμισα πολλούς επαίνους για τη σταθερότητά μου και τους αποδέχθηκα φλεγματικά.
Όταν είχα αναρρώσει, δικαιούμουν άδεια ανάπαυσης. Αλλά εγώ ήθελα να δουλέψω. Η ανάπαυση ήταν αδύνατη εκείνη την εποχή, στις αρχές του 1918. Ήθελα να παρέχω τις υπηρεσίες μου.
Όταν είχα αναρρώσει, δικαιούμουν άδεια ανάπαυσης. Αλλά εγώ ήθελα να δουλέψω. Η ανάπαυση ήταν αδύνατη εκείνη την εποχή, στις αρχές του 1918. Ήθελα να παρέχω τις υπηρεσίες μου. Εξέτασαν τα προσωπικά χαρτιά μου και με έκπληξη ανακάλυψαν ότι ήμουν και ειδικός σε νοητικές και νευρολογικές ασθένειες. Με έστειλαν με μετάθεση σε μία ειδική κλινική για τέτοιες περιπτώσεις στην Π. στη βόρεια Γερμανία, ενώ ταυτόχρονα με προήγαγαν εκτός «σειράς» σε στρατιωτικό ιατρό. Στην αρχή δεν έγραψα σε κανέναν γι’ αυτό, και δεν έλαβα κανένα γράμμα. Μετά άρχισα να ξαναβρίσκω σιγά σιγά τον παλιό μου εαυτό.
Με έστειλαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο εφέδρων στην Π. και εκεί πέρασαν απ’ τα χέρια μου αμέτρητοι ανάπηροι πολέμου, αλλά όχι ας πούμε ακρωτηριασμένοι, παρά νοητικά ανάπηροι, που η μεθοδική γυμναστική και τα μηχανικά τεχνητά μέλη δεν τους ωφελούσαν. Υπήρχαν και «πραγματικοί» ασθενείς και άλλοι που προσποιούνταν, βαριές νοητικές ασθένειες στο αρχικό στάδιο, υστερία στο αποκορύφωμά της, κι εγώ μπορούσα να συνεχίσω τις μελέτες μου από την εποχή στην κλινική του Κάιζερ.
Έξω συνεχιζόταν ο πόλεμος σε πολλά μέτωπα με απαράλλαχτη ένταση, μάλιστα ακόμη πιο απεγνωσμένα απ’ ό,τι παλιότερα. Κάποιες φορές όμως φαινόταν σαν να κλονιζόταν ωστόσο στον λαό η πίστη στην τελική νίκη. Οι απόπειρες να σπάσει το Δυτικό μέτωπο έπειτα από συνεχή αδιάκοπα πυρά, που δεν μπορούσε να τ’ αντέξει ένας άνθρωπος νευρολογικά υγιής, πόσω μάλλον ένας νευρικός, ευαίσθητος, ένας υστερικός, νευρασθενής, δεν σταματούσαν πια. Κόστιζαν τρομακτικές θυσίες «σε ανθρώπους και υλικά» και δεν έκριναν τίποτα.
Έρχονταν σε εμάς άνδρες που έκλειναν τ’ αφτιά τους, επειδή άκουγαν ακόμη τις βροντές των βαρέων όλμων, άλλοι έβλεπαν να ξεχύνονται μπροστά τους οι φλόγες των φλογοβόλων, άλλοι τρεκλίζανε, λες κι έτρεμε η γη, και πήγαιναν έρποντας σε σκοτεινές γωνιές, στήνοντας μπροστά τους μαξιλάρια σαν σακιά με άμμο, για να καλυφθούν, άλλοι δεν έκλειναν μάτι, άλλοι περιέπιπταν σε έναν τόσο βαρύ ύπνο, που έπρεπε να τους ξυπνάς για τα γεύματα, για να κάνουν την ανάγκη τους, ήταν σε μία κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, σε μία ζωώδη κατάσταση, σε κατατονία, είχαν ακόμη μόνο τις νευροφυτικές λειτουργίες του ανθρώπου, η ψυχή τους ήταν τόσο αποσβολωμένη, ώστε δεν παραπονούνταν καν και δεν έκλαιγαν. Άλλοι δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν το «όνειδος», έκλαιγαν σαν παιδιά, ήταν σε απόγνωση, έκαναν απόπειρες ν’ αφαιρέσουν τη ζωή τους. Περισσότεροι από ένας τα κατάφεραν, τότε, που πλησίαζε το τέλος του πολέμου.
Ένα μεγάλο μέρος των προσπαθειών μας, δηλαδή των προσπαθειών των γιατρών, των αξιωματικών που διοικούσαν το στρατιωτικό νοσοκομείο και των νοσοκόμων στρατιωτών που δούλευαν υπερβολικά, πήγαινε στο να προφυλάσσουμε τους ασθενείς από τον ίδιο τους τον εαυτό. Όχι μόνο τον καθένα από τον εαυτό του, αλλά και τις μεμονωμένες ομάδες τη μία από την άλλη. Στους δύστυχους ανθρώπους συχνά δεν αρκούσε ο πόλεμος που είχαν περάσει, τον συνέχιζαν κι εδώ, ορμούσαν ο ένας στον άλλον με απάνθρωπη βιαιότητα, αφού είχαν ανάψει με μπηχτές, ως επί το πλείστον πολιτικής φύσεως, και έχαναν το μυαλό τους από την οργή.
Δεν μπορούσα να φροντίζω κάθε ασθενή του τμήματός μου. Κρατούσα για τους περισσότερους απλώς μια δυο σύντομες σημειώσεις, που ήθελα να τις χρησιμοποιήσω αργότερα σε μία επιστημονική εργασία για τις ψυχώσεις του πολέμου. Μόνο πολύ λίγους προσπάθησα να μελετήσω, να τους καταλάβω από τα βάθη της ψυχής τους, να τους παρακολουθήσω κάπως, να τους θεραπεύσω, ανάμεσά τους έναν εξαντλημένο από την αϋπνία, αναστατωμένο τυφλό πολέμου, έναν υποδεκανέα του βαυαρικού συντάγματος Λιστ, ορντινάντσα του επιτελείου του συντάγματος, τον Α. Χ.