
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Marc Trévidic «Ahlam» (μτφρ. Αλέξης Εμμανουήλ), που θα κυκλοφορήσει στις 27 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Utopia.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1.
ΣΤΙΣ 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 2000, λίγο πριν από το μεσημέρι, μια λευκή σιλουέτα αποβιβάστηκε από το φεριμπότ El Loud. Το λιμάνι του Σιντί Γιουσέφ ήταν έρημο. Η τουριστική σεζόν, η εποχή των προβάτων, όπως αποκαλούν οι Κερκενέζοι τους τουρίστες, και προπάντων τους Άγγλους, δεν ήταν στο φόρτε της. Οι Άγγλοι είναι πιο πολλοί και πιο άσπροι από τους υπόλοιπους.
Όμως ο άντρας με τα λινά λευκά δεν ήταν Άγγλος αλλά Γάλλος. Φορούσε έναν κόκκινο παναμά, μοντέλο Φεντόρα, με μαύρη βαμβακερή κορδέλα. Από τη γέφυρα του πλοίου είχε αγκαλιάσει κιόλας το νησί με το βλέμμα του. Και το είχε αγαπήσει. Ούτε μαγευτικά τοπία ούτε απόκρημνα βουνά ούτε ασημένιοι καταρράκτες, μόνο ο ανοιχτός ορίζοντας. Και ο Πολ Αρέτζο είχε ανάγκη την πλατωσιά, τον ανοιχτό ορίζοντα· τίποτα να μην εμποδίζει τη ματιά του. Η γέφυρα του πλοίου ήταν το πιο ψηλό σημείο στο αρχιπέλαγος. Πιο ψηλό κι από τον πύργο τής Μελίτα κι από τον μιναρέ του τζαμιού τής Ρέμλα. Από εκεί απολάμβανε το καινούριο σύμπαν του, αυτή την τυνησιακή Αριζόνα που θυμόταν αμυδρά αφού είχε έρθει μόνο μια φορά, στα εννιά χρόνια του.
Σε κείνη την άλλη ζωή, είχε σίγουρα επιβιβαστεί στο ίδιο πλοίο. Πλησιάζοντας το λιμάνι, η παιδική καρδιά του είχε αφηνιάσει. Η έξαψη της ανακάλυψης είχε κατανικήσει την κόπωση του ταξιδιού και είχε σφίξει πολύ δυνατά το χέρι της μητέρας ή του πατέρα του. Δεν ήταν η στιγμή να τους χάσει.
Δεκαεπτά χρόνια μετά, η Κερκενά τού πρόσφερε την ίδια νωχέλεια, τις ίδιες επίπεδες, αλμυρές γαίες που εισχωρούσαν στη στεριά, τις sebkhas – και βέβαια τις φασματικές φοινικιές, που απείχαν όλο και περισσότερο η μια απ' την άλλη, αναζητώντας αδιάκοπα νερό. Γιατί η Κερκενά, αν και περιτριγυρισμένη από νερό, το στερούνταν αδυσώπητα. Το παράδοξο των νησιών που τα καλύπτει η αρμύρα. Όλα ήταν αλμυρά, υπερβολικά αλμυρά, ακόμη κι ο αγέρας.
Το δωμάτιο ήταν μικρό αλλά καθαρό. Ένα τραπέζι, μια καρέκλα, ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα. Ο Πολ έβγαλε το σακάκι και τα παπούτσια του και ξάπλωσε. Έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε βαθιά. Όταν ξύπνησε είχε πια νυχτώσει.
Ο Πολ Αρέτζο πήρε ένα ταξί. Αντάλλαξε λίγες λέξεις με τον σοφέρ.
«Μπορείτε να μου προτείνετε ένα ξενοδοχείο στη Ρέμλα;»
«Στη Ρέμλα; Δεν προτιμάτε καλύτερα την παραλία;»
«Για την ώρα, προτιμώ τη Ρέμλα. Αργότερα, βλέπουμε».
«Στη Ρέμλα υπάρχει μόνο ένα ξενοδοχείο και δεν είναι για τουρίστες».
«Τόσο το καλύτερο».
Ο δρόμος ήταν ευθύς και φαρδύς. Ο Πολ έβλεπε τις φοινικιές να παρελαύνουν. Καμήλες εμφανίζονταν από το πουθενά και πάλι εξαφανίζονταν μες στη θολούρα τής ζέστας. Διέσχισαν τη Μελίτα, με τα λευκά ή χρώματος ώχρας σπίτια, έπειτα ήταν το πέρασμα από το νησί Γκαρμπί στο νησί Σεργκουί κι η αίσθηση πως η θάλασσα θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να καταπιεί το αρχιπέλαγος μαζί με τα νησιά του.
Το ταξί σταμάτησε μπροστά στο ξενοδοχείο Al Jazira, στο κέντρο της Ρέμλα. Ο ρεσεψιονίστ τον ρώτησε κάτι που ο Πολ δεν είχε προβλέψει. Είναι λογικό, επιβάλλεται μάλιστα, ένας ρεσεψιονίστ να ρωτάει τον πελάτη τη διάρκεια της παραμονής του. Ο Πολ σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά καμιά ικανοποιητική απάντηση δεν του ερχόταν στο μυαλό.
«Αν δεν ξέρετε ακόμη, δεν πειράζει. Θα μου πείτε όταν αποφασίσετε. Καλώς ήρθατε!»
Το δωμάτιο ήταν μικρό αλλά καθαρό. Ένα τραπέζι, μια καρέκλα, ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα. Ο Πολ έβγαλε το σακάκι και τα παπούτσια του και ξάπλωσε. Έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε βαθιά. Όταν ξύπνησε είχε πια νυχτώσει. Έξω, η πόλη έβγαινε από τη νάρκη της. Άνθρωποι κυκλοφορούσαν στους δρόμους, κάθονταν μπροστά στα σπίτια τους και στα μαγαζιά, στα πεζοδρόμια των πέντε καφέ τής Ρέμλα. Έπρεπε να είχα αφήσει τον κόκκινο παναμά στο ξενοδοχείο, σκέφτηκε. Δεν τον χρειαζόταν, άσε που οι πάντες τώρα τον κοιτούσαν περίεργα. Όμως το κακό είχε γίνει. Οι κάτοικοι του νησιού δεν ήταν ανάγκη να γνωρίζουν το όνομά του: ήταν ο Γάλλος με το κόκκινο καπέλο.
2.Ο ΠΟΛ ΔΕΝ ΕΙΠΕ ΠΟΤΕ στον ρεσεψιονίστ πόσο καιρό θα έμενε, αλλά έμεινε. Θα μπορούσε να είχε βρει και καλύτερο ξενοδοχείο αν το είχε επιδιώξει. Αλλά η απουσία κάθε πολυτέλειας, το λιτό δωμάτιο και η διακριτικότητα του προσωπικού τού ταίριαζαν μια χαρά. Έτσι κι αλλιώς περνούσε τις μέρες του εξερευνώντας το νησί. Είχε νοικιάσει μια παλιά λευκή Μερσεντές, που την παρατούσε στην άκρη του δρόμου για να φτάσει στα δυσπρόσιτα μέρη. Δεν παρέλειψε να επισκεφτεί ούτε ένα ψαροχώρι ούτε ένα από τα δώδεκα νησάκια, κανένα παζάρι, κανένα ρωμαϊκό ερείπιο ή φρούριο, καμιά δεξαμενή ή παραλία, όμως για έναν ολόκληρο μήνα δεν ένιωσε ούτε στιγμή την επιθυμία να σχεδιάσει ή να ζωγραφίσει. Κουβαλούσε ωστόσο μαζί του ένα μπλοκ κι ένα μολύβι, σε περίπτωση που του ξαναρχόταν η διάθεση. Μάταια. Η επιθυμία είχε ξεμείνει στη Γαλλία, είχε κάνει φτερά όπως κι η ερωμένη του. Ο έρωτάς του είχε χαθεί κι η επιθυμία του να δημιουργεί είχε ξεθυμάνει. Αντίθετα, είχε νιώσει έντονα την ανάγκη να εξαφανιστεί. Τίποτα δεν ήταν ικανό να την ξυπνήσει, ούτε η κόκκινη ιλύς στις παραλίες ούτε οι φοινικιές ούτε οι sebkhas ούτε η θάλασσα, η τεμαχισμένη σε αλιευτικές μερίδες σαν χωράφια για καλλιέργεια, ούτε τα ψάρια στους πάγκους των υπαίθριων αγορών ούτε οι φελούκες, οι χαριτωμένες ψαρόβαρκες με την επίπεδη καρίνα, ούτε καν οι γυναίκες του αρχιπέλαγου, που φορές ήταν τόσο όμορφες, τόσο φίνες και λυγερόκορμες.
Και ξαφνικά, στα μέσα του Φλεβάρη, ο Πολ είδε, στην άκρη του Ελ Ατάγια, μια καμήλα να περπατάει πάνω στο νερό για να φτάσει στο νησάκι Ερ Ρουμαντιά. Το ζώο βυθιζόταν λίγο λίγο στο νερό ώσπου η θάλασσα έφτασε να γλείφει την κοιλιά του. Απτόητο, συνέχισε την πορεία του και αναδύθηκε στην επιφάνεια για να πατήσει επιτέλους στη στεριά. Χωρίς καν να το σκεφτεί, ο Πολ άρπαξε το μπλοκ του και σκιτσάρισε τη σκηνή. Το ίδιο βράδυ, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, έβγαλε τα παστέλ του. Τελειώνοντας η νύχτα, είχε καταφέρει να βρει τα σωστά χρώματα, το φως και τις αντανακλάσεις του. Ένιωθε καλά. Ανεβαίνοντας μετά το πρωινό, διασταυρώθηκε με την καμαριέρα που μόλις είχε καθαρίσει το δωμάτιό του. Η γυναίκα χαμήλωσε ελαφρά τα μάτια κι έσκασε ένα ντροπαλό χαμόγελο.
«Πολύ όμορφη, η ζωγραφιά σας».
«Μερσί. Να ξέρατε πόσο με αγγίζει το κομπλιμέντο σας. Σταθείτε μια στιγμή, μη φύγετε!»
Ο Πολ χάθηκε μες στο δωμάτιο κι εμφανίστηκε αμέσως ξανά κρατώντας τον πίνακα.
«Είναι δικός σας».
«Μα... μα... Όχι, δεν μπορώ. Θα νομίζουν πως...»
«Α, συγγνώμη, ναι βέβαια. Δεν ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση. Δεν το σκέφτηκα. Είμαι ευδιάθετος, γι' αυτό. Κι είχα καιρό να νιώσω έτσι...»
Το φως μες στα μάτια του Πολ σβήστηκε. Η νεαρή γυναίκα το πρόσεξε αμέσως.
«Μη στεναχωριέστε, δεν πειράζει. Αν τον κρεμάσετε στον τοίχο, θα τον βλέπω κάθε μέρα».
«Καλή ιδέα. Κι όταν φύγω, θα τον αφήσω!»
«Ξέρετε γιατί οι καμήλες διασχίζουν τη θάλασσα;»
«Υποθέτω γιατί θέλουν να πάνε στα νησάκια».
«Ναι, για να φάνε. Στην Κερκενά η τροφή σπανίζει.
Οι γενναίες καμήλες πάνε εκεί όπου δεν τολμούν οι δειλές. Και ανταμείβονται από το τρυφερό χορτάρι».
«Και οι Τυνήσιοι;»
Η νεαρή γυναίκα κοίταξε δεξιά κι αριστερά και ψιθύρισε:
«Με τον Μπεν Άλι, οι δειλοί είναι αυτοί που τρώνε. Καλύτερα να είσαι καμήλα στην Τυνησία».
Ο Πολ κατέβηκε στη ρεσεψιόν και ζήτησε να νοικιάσει το δωμάτιο πλάι στο δικό του.
«Περιμένετε κάποιον;»
«Όχι, το θέλω για μένα. Και θέλω επίσης να πάρετε το κρεβάτι. Εκεί δεν θα κοιμάμαι. Εκεί θα αφυπνιστώ».
Ο Πολ ξέσπασε σε γέλια βλέποντας τα έκπληκτα μούτρα του υπαλλήλου.
«Αν δεν έχει αντίρρηση το αφεντικό σας, επιθυμώ να κάνω αυτό το δωμάτιο ατελιέ για να ζωγραφίζω».
Ο Μοχάμεντ, το αφεντικό, δεν είχε αντίρρηση, δήλωσε μάλιστα περήφανος. Ο όποιος ενδοιασμός του εξαφανίστηκε μόλις κοίταξε τον πίνακα με την καμήλα που βυθιζόταν στη θάλασσα.
Ο Πολ ένιωθε όλο και καλύτερα. Σαν σάκος με άμμο που είχε τρυπήσει και σιγά σιγά ξαλάφρωνε από το βάρος του. Άλλωστε, στο Παρίσι που είχε βρεθεί για λίγο, δεν είχε προσπαθήσει να την ξαναδεί. Δεν είχε ξανακυλήσει.
Ο Πολ έφυγε για το Παρίσι κι επέστρεψε σε μια βδομάδα, κουβαλώντας ένα εντυπωσιακό σε όγκο υλικό. Έκανε την ίδια διαδρομή, όπως την πρώτη φορά. Σκιτσάρισε την Κερκενά από τη γέφυρα του φεριμπότ, έπειτα σχεδίασε την μπουκαπόρτα του πλοίου καθώς άνοιγε για ν' αδειάσει το φορτίο του: καμιά εκατοστή επιβάτες, στην πλειονότητά τους ντόπιοι που επέστρεφαν από το Σφαξ, πουλερικά, κάμποσα πρόβατα, τρεις καμήλες, τέσσερα φορτηγάκια Τογιότα, δύο ταξί Μερσεντές και το τετρακίνητο Νισάν του, τιγκαρισμένο. Υπήρχαν ακόμη ένα φορτηγό ψυγείο κι ένα άλλο παστωμένο με τρόφιμα. Σχεδίασε στη συνέχεια τον πύργο της Μελίτα ανάμεσα στις αραιές, αναιμικές φοινικιές και τις φωλιές των μαραμπού που βρίσκει κανείς σχεδόν παντού στο νησί. Σχεδίασε προπάντων τη θάλασσα, τα λιμανάκια, τις βάρκες, τους ψαράδες. Το χρώμα του νερού άλλαζε διαρκώς. Η ρηχή θάλασσα παντρευόταν τα στοιχεία της φύσης. Η παραμικρή ατμοσφαιρική διαταραχή τη μεταμόρφωνε. Τα σκίτσα προορίζονταν να γίνουν πίνακες. Λάδι, ακουαρέλες ή παστέλ – εξαρτιόταν από το θέμα και τη διάθεσή του. Αναρωτιόταν, θα μπορούσε να ζωγραφίσει το ίδιο θέμα τρεις φορές; Δεν το είχε δοκιμάσει ποτέ στο παρελθόν. Κι η ιδέα τον κέντριζε. Ποια εκδοχή θα υπερείχε σε δύναμη και ομορφιά; Ο Πολ ένιωθε όλο και καλύτερα. Σαν σάκος με άμμο που είχε τρυπήσει και σιγά σιγά ξαλάφρωνε από το βάρος του. Άλλωστε, στο Παρίσι που είχε βρεθεί για λίγο, δεν είχε προσπαθήσει να την ξαναδεί. Δεν είχε ξανακυλήσει.
Άρχισε να γράφει πολύ μικρά ποιήματα, καμιά φορά μόνο έναν στίχο. Δοκίμασε μάλιστα να ζωγραφίσει έναν που του φάνηκε ότι άξιζε τον κόπο: Ο άνεμος, ο εραστής της Κερκενά, τη χαϊδεύει ασταμάτητα. Κι εκείνη τανύεται κι απέ αποκοιμιέται στην αγκαλιά του. Ο έρωτας, ο σαρκικός πόθος και η δύναμη αντηχούσαν στα φουσκωμένα πανιά των πλεούμενων, στα φοινικόδεντρα που έγερναν και στον λευκό αφρό που πάφλαζε στην ακτή.
[...]