
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Franz Kafka Στη σωφρονιστική αποικία (μτφρ. Βασίλης Τσαλής), που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Φαίνεται πὼς ὁ ταξιδιώτης δέχτηκε, ἀπὸ εὐγένεια καὶ μόνο, τὴν πρόσκληση τοῦ διοικητῆ νὰ παραστεῖ μάρτυρας στὴν ἐκτέλεση ἑνὸς στρατιώτη, ποὺ καταδικάστηκε σὲ θάνατο γιὰ ἀπειθαρχία καὶ προσβολὴ ἀνωτέρου. Ἡ ἐκτέλεση αὐτὴ δὲν παρουσίαζε μεγάλο ἐνδιαφέρον, ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴ σωφρονιστικὴ ἀποικία.
«Εἶναι ἕνα ἰδιόρρυθμο μηχάνημα», εἶπε ὁ ἀξιωματικὸς στὸν ἐρευνητὴ-ταξιδιώτη καὶ ἐπιθεώρησε, μὲ βλέμμα γεμάτο θαυμασμό, τὴ μηχανή, τὴν ὁποία ἦταν προφανὲς ὅτι γνώριζε πολὺ καλά. Φαίνεται πὼς ὁ ταξιδιώτης δέχτηκε, ἀπὸ εὐγένεια καὶ μόνο, τὴν πρόσκληση τοῦ διοικητῆ νὰ παραστεῖ μάρτυρας στὴν ἐκτέλεση ἑνὸς στρατιώτη, ποὺ καταδικάστηκε σὲ θάνατο γιὰ ἀπειθαρχία καὶ προσβολὴ ἀνωτέρου. Ἡ ἐκτέλεση αὐτὴ δὲν παρουσίαζε μεγάλο ἐνδιαφέρον, ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴ σωφρονιστικὴ ἀποικία. Στὸ βαθύ, στενὸ καὶ ἀμμῶδες φαράγγι, τριγυρισμένο ἀπὸ γυμνὲς βουνοπλαγιές, βρίσκονταν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ταξιδιώτη καὶ τὸν ἀξιωματικό, ὁ κατάδικος –ἕνας ἀποβλακωμένος ἄνθρωπος μὲ ὀρθάνοιχτο στόμα, ἀνάκατα μαλλιὰ καὶ ταλαιπωρημένη ὄψη– καὶ ἕνας στρατιώτης. Αὐτὸς σήκωνε τὴ μεγάλη, βαριὰ ἁλυσίδα, ποὺ διακλαδωνόταν σὲ μικρότερες, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ κατάδικος ἦταν δεμένος στοὺς ἀστραγάλους, τοὺς καρποὺς καὶ τὸν λαιμό. Παρεμπιπτόντως, ὁ κατάδικος φαινόταν τόσο πειθήνια ὑποταγμένος, ποὺ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι μποροῦσες νὰ τὸν ἀφήσεις νὰ τριγυρίζει ἐλεύθερα στοὺς γύρω λόφους καὶ θὰ ἀρκοῦσε ἕνα σφύριγμα γιὰ νὰ βρίσκεται στὴ θέση του τὴν ὥρα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀρχίσει ἡ ἐκτέλεση.
Ὁ ταξιδιώτης δὲν ἔδωσε μεγάλη σημασία στὸ μηχάνημα καὶ ἔκοβε βόλτες, φανερὰ ἀμέτοχος, πίσω ἀπὸ τὸν κατάδικο, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἀξιωματικὸς ἔκανε τὶς τελευταῖες ἑτοιμασίες, πότε ἕρποντας κάτω ἀπὸ τὸ μηχάνημα, ποὺ ἦταν στερεωμένο βαθιὰ μέσα στὴ γῆ, καὶ πότε σκαρφαλώνοντας σὲ μιὰ σκάλα γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸ πάνω μέρος του. Στὴν πραγματικότητα ἦταν μιὰ δουλειὰ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν εἶχε ἀναθέσει σ’ ἕναν μηχανικό, ὅμως ὁ ἀξιωματικὸς καταπιανόταν ὁ ἴδιος μὲ αὐτὴν μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο, εἴτε γιατὶ ἦταν φανατικὸς θαυμαστὴς τοῦ μηχανήματος εἴτε ἐπειδή, γιὰ κάποιους δικούς του λόγους, δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἐμπιστευτεῖ σὲ κανέναν ἄλλο. «Τώρα εἶναι ὅλα ἐντάξει», φώναξε, τελικά, καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὴ σκάλα. Ἦταν φοβερὰ ἐξαντλημένος. Ἀνάσαινε βαριὰ καὶ εἶχε στριμώξει δυὸ φίνα γυναικεῖα μαντίλια στὸ κολάρο τῆς στολῆς του. «Βαριὲς αὐτὲς οἱ στολὲς γιὰ τοὺς τροπικούς», εἶπε ὁ ταξιδιώτης, ἀντί, ὅπως περίμενε ὁ ἀξιωματικός, νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὸ μηχάνημα. «Ναί, βέβαια», εἶπε ὁ ἀξιωματικὸς πλένοντας τὰ λερωμένα ἀπὸ γράσο καὶ μηχανόλαδο χέρια του σ’ ἕναν κουβὰ νερό, «ὡστόσο μᾶς θυμίζουν τὴν πατρίδα. Δὲν θέλουμε νὰ ξεχάσουμε τὴν πατρίδα! Κοιτάξτε ὅμως τώρα αὐτὸ τὸ μηχάνημα», πρόσθεσε ἀνυπόμονα. Σκούπισε τὰ χέρια του μὲ μιὰ πετσέτα δείχνοντας ταυτόχρονα πρὸς τὴ μηχανή. «Σ’ αὐτὴν τὴ φάση ἦταν ἀπαραίτητο νὰ γίνουν κάποιες χειρωνακτικὲς ἐργασίες, ἀλλὰ ἀπὸ δῶ καὶ στὸ ἑξῆς τὸ μηχάνημα θὰ λειτουργεῖ αὐτόματα». Ὁ ταξιδιώτης κατένευσε καὶ ἀκολούθησε τὸν ἀξιωματικό. Αὐτός, γιὰ νὰ καλύψει κάθε ἐνδεχόμενο, εἶπε προκαταβολικά: «Μπορεῖ, φυσικά, νὰ παρουσιαστοῦν κάποιες βλάβες· ἐλπίζω, βέβαια, ὅτι κάτι τέτοιο δὲν θὰ συμβεῖ σήμερα, ὅμως πρέπει πάντα νὰ τὶς ὑπολογίζουμε. Τὸ μηχάνημα θὰ λειτουργεῖ ἀδιάκοπα τὶς ἑπόμενες δώδεκα ὧρες. Ἀκόμα ὅμως καὶ στὴν περίπτωση ποὺ πάθει κάποια βλάβη, θὰ εἶναι μικρὴ καὶ ἡ λειτουργία θὰ ἀποκατασταθεῖ ἀμέσως».
«Δὲν θέλετε νὰ καθίσετε;» ρώτησε, τελικά, καὶ τράβηξε μιὰ ψάθινη καρέκλα ἀπὸ μιὰ στοίβα καὶ τὴν πρόσφερε στὸν ταξιδιώτη· ἐκεῖνος δὲν ἀρνήθηκε τὴν προσφορά. Κάθισε στὴν ἄκρη τοῦ λάκκου καὶ ἔριξε μέσα μιὰ φευγαλέα ματιά. Δὲν ἦταν πολὺ βαθύς. Στὴ μιά του πλευρὰ ὑψωνόταν ἕνας σωρὸς σκαμμένο χῶμα, στὴν ἄλλη πλευρὰ ἦταν τὸ μηχάνημα. «Δὲν γνωρίζω», εἶπε ὁ ἀξιωματικός, «ἂν ὁ διοικητὴς σᾶς ἔχει ἤδη ἐξηγήσει τὸν μηχανισμό». Ὁ ταξιδιώτης ἔκανε μὲ τὸ χέρι του μιὰ ἀόριστη κίνηση, τὴν ὁποία ὁ ἀξιωματικὸς ἐξέλαβε ὡς ἄριστη εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος τὸν μηχανισμό. «Αὐτὸ τὸ μηχάνημα», εἶπε, ἀκουμπώντας πάνω σὲ μιὰ μεταλλικὴ μπάρα, «εἶναι ἐφεύρεση τοῦ προηγούμενου διοικητῆ μας. Συνεργάστηκα μαζί του ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ καὶ ἤμουν παρὼν σὲ ὅλα τὰ στάδια μέχρι τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου. Ἡ τιμὴ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἐγχειρήματος ἀνήκει φυσικὰ στὸν ἴδιο καὶ μόνο. Ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὸν προηγούμενο διοικητή μας; Ὄχι; Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ ἂν σᾶς ἔλεγα ὅτι ἡ ἵδρυση τῆς σωφρονιστικῆς ἀποικίας εἶναι δικό του ἔργο. Ἐμεῖς, οἱ φίλοι του, γνωρίζαμε πρὶν πεθάνει κιόλας ὅτι ὁ σχεδιασμὸς τῆς ἀποικίας ἦταν τόσο ἄρτιος, ποὺ ὁ διάδοχός του, ἀκόμα κι ἂν εἶχε χίλια σχέδια στὸ μυαλό του, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιφέρει καμιὰ μετατροπὴ γιὰ πάρα πολλὰ χρόνια. Ἡ πρόβλεψή μας ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ὁ νέος διοικητὴς ἀναγκάστηκε νὰ τὸ παραδεχτεῖ. Κρίμα ποὺ δὲν γνωρίσατε τὸν προηγούμενο διοικητή μας! – Ὅμως», στὸ σημεῖο αὐτὸ δίστασε γιὰ λίγο ὁ ἀξιωματικός, «ἐγὼ φλυαρῶ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχουμε τὸ δημιούργημά του μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἀποτελεῖται, ὅπως βλέπετε, ἀπὸ τρία τμήματα, ποὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου πῆραν, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, κάποιες ἀγοραῖες ὀνομασίες. Τὸ κατώτερο λέγεται Κρεβάτι, τὸ ἀνώτερο λέγεται Σχεδιαστὴς καὶ ἐδῶ, τὸ μεσαῖο, αἰωρούμενο τμῆμα λέγεται Σβάρνα». «Σβάρνα;» ρώτησε ὁ ταξιδιώτης. Δὲν εἶχε δώσει μεγάλη προσοχὴ στὴν περιγραφή, ἀφοῦ, ἔτσι ὅπως τσιγάριζε ἄσπλαχνα ὁ ἥλιος τὸ γυμνὸ φαράγγι, τοῦ ἦταν δύσκολο νὰ συγκεντρώσει τὴ σκέψη του· ἀκόμα πιὸ ἀλλόκοτος τοῦ φαινόταν ὁ ἀξιωματικός, ποὺ σφιγμένος μέσα στὴν ἐπίσημη στολὴ παρελάσεως, μὲ τὶς ἐπωμίδες νὰ τὸν βαραίνουν καὶ τὰ κορδόνια νὰ κρέμονται, ἐξηγοῦσε μὲ ἔξαψη τὴν ἀποστολή του, ἐνῶ ταυτόχρονα, μὲ τὸ κατσαβίδι στὸ χέρι, ἔσφιγγε ἐδῶ κι ἐκεῖ κάποιες λασκαρισμένες βίδες. Στὴν ἴδια κατάσταση μὲ τὸν ταξιδιώτη φαινόταν νὰ εἶναι καὶ ὁ στρατιώτης. Εἶχε τυλίξει γύρω ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν χεριῶν του τὴν ἁλυσίδα τοῦ κατάδικου, στηριζόταν πάνω στὸ ὅπλο του καὶ μὲ τὸ κεφάλι κατεβασμένο στὸ στῆθος ἔδειχνε νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται γιὰ τίποτα. Ὁ ταξιδιώτης δὲν παραξενεύτηκε, καθὼς ὁ ἀξιωματικὸς μιλοῦσε γαλλικὰ καί, φυσικά, γαλλικὰ δὲν καταλάβαινε οὔτε ὁ στρατιώτης οὔτε ὁ κατάδικος. Τὸ ἐντυπωσιακότερο ὅμως ἦταν ὅτι ὁ κατάδικος φαινόταν νὰ καταβάλλει προσπάθεια νὰ παρακολουθήσει τὶς ἐξηγήσεις τοῦ ἀξιωματικοῦ. Μὲ κάποιου εἴδους ληθαργικὴ ἐπιμονή, κατεύθυνε τὸ βλέμμα του πάντα ἐκεῖ ὅπου ἔδειχνε ὁ ἀξιωματικὸς καί, ὅταν ἐκεῖνος διέκοπτε τὴν ἀφήγηση γιὰ νὰ ἀπαντήσει σὲ κάποια ἐρώτηση, ὁ κατάδικος, ἀκριβῶς ὅπως καὶ ὁ ἀξιωματικός, ἔστρεφε τὰ μάτια του στὸν ταξιδιώτη.