
Προδημοσίευση αποσπάσματος ενός διηγήματος από τη συλλογή Ανατολικά της Δύσης του Miroslav Penkov, σε μετάφραση του Άκη Παπαντώνη, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ανατολικά της Δύσης
Χρειάστηκαν τριάντα χρόνια –και ο χαμός όσων αγαπούσα– για να φτάσω τελικά στο Βελιγράδι. Τώρα βηματίζω πάνω κάτω, έξω από το διαμέρισμα της ξαδέρφης μου, λουλούδια στο ένα χέρι και μια σοκολάτα στο άλλο, προβάροντας την απλή ερώτηση που θέλω να της κάνω. Πριν λίγο ένας Σέρβος ταξιτζής με έφτυσε και καθαρίζω, χωρίς να βιάζομαι, το λεκέ από το πουκάμισό μου. Μετράω ώς το έντεκα.
Βέρα, επαναλαμβάνω άλλη μία φορά μέσα μου, θέλεις να με παντρευτείς;
***
Πολύ καιρό πριν, τα δύο αυτά χωριά ήταν ένα –το Στάρο Σελό– όμως μετά τους μεγάλους πολέμους η Βουλγαρία έχασε εδάφη και αυτό το έδαφος δόθηκε στους Σέρβους. Το ποτάμι που χωρίζει το χωριό στα δύο έγινε το σύνορο: ό,τι ήταν ανατολικά του ποταμού έμεινε στη Βουλγαρία και ό,τι ήταν δυτικά ανήκε πια στη Σερβία.
Πρωτογνώρισα τη Βέρα το καλοκαίρι του 1970, όταν ήμουν έξι. Τότε οι δικοί μου κι εγώ ζούσαμε στη βουλγάρικη πλευρά του ποταμού, στο Μπουλγκάρσκο Σελό, ενώ εκείνη κι οι δικοί της είχαν το σπίτι τους στην απέναντι όχθη, στο Σέρμπσκο. Πολύ καιρό πριν, τα δύο αυτά χωριά ήταν ένα –το Στάρο Σελό– όμως μετά τους μεγάλους πολέμους η Βουλγαρία έχασε εδάφη και αυτό το έδαφος δόθηκε στους Σέρβους. Το ποτάμι που χωρίζει το χωριό στα δύο έγινε το σύνορο: ό,τι ήταν ανατολικά του ποταμού έμεινε στη Βουλγαρία και ό,τι ήταν δυτικά ανήκε πια στη Σερβία. Εξαιτίας της ασυνήθιστης κατάστασης στην οποία είχαν βρεθεί τα δυο χωριά, οι δικοί μας είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν την άδεια και των δύο χωρών για να διοργανώνουν, μια φορά στα πέντε χρόνια, ένα μεγάλο γλέντι που λεγόταν σμπορ. Επισήμως, αυτό γινόταν για να μην ξεχάσουμε τις ρίζες μας. Στην πραγματικότητα όμως το γλέντι δεν ήταν παρά μια ακόμα αφορμή για να φάνε όλοι τόνους ψητό κρέας και να πιούνε τόνους ρακί. Έπρεπε να φάει κανείς μέχρι να νιώσει άρρωστος από το φαΐ κι έπρεπε να πιει μέχρι να μην τον νοιάζει που νιώθει άρρωστος από το φαΐ. Το καλοκαίρι του 1970 το γλέντι θα γινόταν στο Σέρμπσκο, πράγμα που σήμαινε πως θα έπρεπε πρώτα να διασχίσουμε το ποτάμι.
***
Το διασχίζαμε ως εξής:
Δυνατός θόρυβος και τολύπες καπνού πάνω από το νερό. Ο Μιχαλάκυ κατεβαίνει το ποτάμι με τη βάρκα του. Η βάρκα του είναι μια εκπληκτική βάρκα. Δεν είναι ακριβώς βάρκα, αλλά μια σχεδία με μηχανή. O Μιχαλάκυ έχει πάρει το κάθισμα ενός παλιού Μόσκοβιτς, εκείνου του ρώσικου αυτοκινήτου με τη μηχανή από τανκ, κι έχει καρφώσει αυτό το κάθισμα πάνω στη σχεδία και το ’χει ντύσει με κατσικόδερμα. Με το τρίχωμα προς τα έξω. Άσπρες και μαύρες βούλες πάνω σε καφέ. Κάθεται στο θρόνο του, ήρεμος, τρομερός. Ρουφάει ένα τσιμπούκι με εβένινο στόμιο και τα μακριά λευκά μαλλιά του ανεμίζουν πίσω του σαν σημαία. Στις όχθες στέκονται οι δικοί μας. Περιμένουν. Ο πατέρας κρατάει ένα λευκό αρνί κάτω από τη μια μασχάλη και στον ώμο του ισορροπεί μια νταμιτζάνα ρακί από σταφύλι. Τα λαμπερά μάτια του είναι καρφωμένα στη βάρκα. Υγραίνει τα χείλη με τη γλώσσα του. Δίπλα του είναι ακουμπισμένο ένα ξύλινο βαρέλι γεμάτο φέτα. Ο θείος μου κάθεται επάνω στο βαρέλι, μετρώντας βουλγάρικα λεφτά.
«Ελπίζω να έχουν γερμανικά μάρκα για πούλημα», λέει. «Πάντα έχουν», του απαντάει ο πατέρας.
Η μητέρα είναι πίσω τους, κρατώντας δυο σακιά. Το ένα είναι γεμάτο τερλίκια – πασουμάκια που έπλεκε για μήνες, δώρο για τους δικούς μας στην άλλη πλευρά. Το δεύτερο σακί είναι κλειστό και δεν μπορώ να δω τι έχει μέσα, αλλά ξέρω. Μπουκαλάκια με ροδόσταμο, κραγιόν και μάσκαρα. Θα τα πουλήσει ή θα τ’ ανταλλάξει με άλλα αρώματα ή κραγιόν ή μάσκαρα. Δίπλα της είναι η αδερφή μου, η Ελίτσα, σφίγγοντας στο στήθος της ένα μικρό αρκουδάκι παραγεμισμένο με χρήματα. Έκανε οικονομίες. Θέλει ν’ αγοράσει τζην.
«Levi’s», λέει. «Σαν ροκ σταρ». Η αδερφή μου ξέρει πολλά για τη Δύση.
Εγώ στέκομαι ανάμεσα στη γιαγιά και τον παππού. Η γιαγιά φοράει την πιο ωραία της φορεσιά – ένα παραδοσιακό φόρεμα που έχει από τη δική της γιαγιά και που μια μέρα θα το δώσει στην αδερφή μου. Ποδιά με πολύχρωμα μοτίβα, λευκό λινό πουκάμισο, κεντήματα. Στ’ αυτιά της το πιο πολύτιμο στολίδι της – τα ασημένια σκουλαρίκια.
Εγώ στέκομαι ανάμεσα στη γιαγιά και τον παππού. Η γιαγιά φοράει την πιο ωραία της φορεσιά – ένα παραδοσιακό φόρεμα που έχει από τη δική της γιαγιά και που μια μέρα θα το δώσει στην αδερφή μου. Ποδιά με πολύχρωμα μοτίβα, λευκό λινό πουκάμισο, κεντήματα. Στ’ αυτιά της το πιο πολύτιμο στολίδι της – τα ασημένια σκουλαρίκια.
Αναφέρεται στον ξάδερφό του, τον θείο Ράντκο, που του χρωστάει λεφτά από ένα ποδοσφαιρικό στοίχημα. Ο θείος Ράντκο είχε πάει τα πρόβατά του κοντά στους λόφους, εκεί που στενεύει το ποτάμι, και βλέποντας τον παππού να βόσκει τα δικά του ζώα στην πλαγιά απέναντι φώναξε: «Στοίχημα πως οι Βούλγαροι θα χάσουν στο Λονδίνο!» κι ο παππούς του απάντησε φωνάζοντας: «Το πάμε με λεφτά;» Και κάπως έτσι μπήκε το στοίχημα, πριν τριάντα χρόνια.
Είμαστε καμιά κατοσταριά στην όχθη και του παίρνει μια μέρα του Μιχαλάκυ για να μας περάσει όλους απέναντι. Δεν υπάρχει τελωνείο – οι άντρες πληρώνουν λίγα λεφτά τους φρουρούς κι όλα καλά. Όταν και ο τελευταίος πατάει στο Σέρμπσκο το φεγγάρι φωτίζει τον ουρανό και ο αέρας μυρίζει ψητό χοιρινό και κρασί που αφρίζει.
Φαΐ, ποτό, χορός. Όλη νύχτα. Το πρωί όλοι είναι λιπόθυμοι στο λιβάδι. Μόνο δυο ψυχές δεν έχουν μεθύσει και δεν κοιμούνται. Ο ένας είμαι εγώ και ο άλλος, που ψάχνει μία μία τις τσέπες των δικών μου, είναι η ξαδέρφη μου η Βέρα.
***
Δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση στην ξαδέρφη μου: το τζην της και τα αθλητικά της. Κατά τ’ άλλα ήταν ένα κοκαλιάρικο κορίτσι – χλωμό, στρογγυλό πρόσωπο και εύθραυστοι ώμοι με δέρμα ξεφλουδισμένο απ’ τον ήλιο. Τα μαλλιά της ήταν μακριά, νομίζω, ή ήταν τα μαλλιά της αδερφής μου που της έφταναν ώς τη μέση; Έχω ξεχάσει. Όμως θυμάμαι το πρώτο πράγμα που μου είπε η ξαδέρφη μου:
«Άσε τα μαλλιά μου», είπε, «γιατί θα φας μπουνιά στο στόμα». Δεν τα άφησα, επειδή έπρεπε να τη σταματήσω που έκλεβε, κι έτσι, όπως μου είχε υποσχεθεί, μου έριξε μπουνιά. Μόνο που δεν σημάδεψε καλά και η γροθιά της προσγειώθηκε στη μύτη μου, συνθλίβοντάς την σαν μπισκότο. Πέρασα το υπόλοιπο του σμπορ με επιδέσμους στο πρόσωπο, να φταρνίζομαι αίμα, και έμεινα για πάντα σημαδεμένος, με αυτό το άσχημο μουσούδι. Γι’ αυτό και όλοι, εκτός από τη μητέρα μου, με φωνάζουν Μύτη.
***
Πέντε καλοκαίρια πέρασαν έτσι. Πήγαινα σχολείο στο χωριό και τα απογεύματα βοηθούσα τον πατέρα στα χωράφια. Ο πατέρας οδηγούσε ένα ΜΤΖ-50, ένα τρακτέρ που κατασκευαζόταν στο Μινσκ. Με κάθιζε στην αγκαλιά του και μ’ έβαζε να κρατάω το τιμόνι και το τιμόνι έτρεμε και τιναζόταν μες στα χέρια μου καθώς το τρακτέρ όργωνε διαγώνια, αφήνοντας πίσω του εντελώς άτσαλες γραμμές.
«Τα χέρια μου πονάνε», έλεγα. «Αυτό το τιμόνι είναι πολύ βαρύ». «Μύτη», έλεγε ο πατέρας, «σταμάτα την γκρίνια. Δεν κρατάς τιμόνι. Κρατάς τη ζωή απ’ το λαιμό. Οπότε σοβαρέψου και μάθε πώς να την πνίγεις την μπάσταρδη, γιατί η μπάσταρδη ξέρει ήδη πως να πνίξει εσένα».
Η μητέρα ήταν δασκάλα στο σχολείο. Αυτό ήταν άβολο για μένα, επειδή δεν μπορούσα να τη φωνάζω «μητέρα» στην τάξη κι επειδή πάντα ήξερε αν ήμουν διαβασμένος ή όχι. Όμως είχα πρόσβαση στ’ αρχεία της και μπορούσα να κλέβω διαγωνίσματα και να τα πουλάω στα άλλα παιδιά για μετρητά.
Τη χρονιά του επόμενου σμπορ, το 1975, ο δάσκαλος της γεωγραφίας πήρε σύνταξη και η μητέρα βρέθηκε να κάνει και το δικό του μάθημα. Αυτό μου έδωσε κι άλλα διαγωνίσματα για πούλημα κι έβγαζα καλά λεφτά. Είχα ένα στόχο κατά νου. Πήγα στην αδερφή μου την Ελίτσα, έχοντας πρώτα τρίψει δυνατά τα μάτια μου για να μοιάζουν κλαμένα και με την πιο ταπεινή και ευαίσθητη φωνή μου τη ρώτησα: «Πόσα θες για το τζην σου;»
«Μύτη», είπε, «σ’ αγαπάω, αλλά θα φοράω αυτό το τζην μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω».
Προσπάθησα να μοιάζω θλιμμένος, αλλά δεν υπέκυψε. Αντ’ αυτού με συμβούλεψε: «Ζήτα ένα από την ξαδέρφη μας τη Βέρα. Την πληρώνεις στο σμπορ». Τότε, από ένα βάζο στο κομοδίνο της η Ελίτσα έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των δέκα λέβα και το ’βαλε στην τσέπη μου. «Πάρε ένα ωραίο», είπε.
Δύο μήνες πριν το γλέντι πήγα στο ποτάμι. Ούρλιαζα μέχρι που εμφανίστηκε ένα αγόρι και του ζήτησα να φωνάξει την ξαδέρφη μου. Ήρθε μετά από μια ώρα.
***
Ο Μιχαλάκυ έφτασε μέσα σε καπνό και θόρυβο. Και μαζί του έφτασε και η Δύση. Η ξαδέρφη μου η Βέρα βγήκε από τη βάρκα και καθετί πάνω της φώναζε: εμείς ζούμε καλύτερα από σας, έχουμε περισσότερα πράγματα, πράγματα που δεν μπορείτε να έχετε και δεν θα έχετε ποτέ. Φορούσε άσπρα δερμάτινα παπούτσια με λουλουδάκια που, όπως μας εξήγησε, τα λέγανε Adidas. Φορούσε τζην. Και η μπλούζα της έγραφε κάτι στ’ αγγλικά.
Μετά το μεσημεριανό οι μεγάλοι χόρεψαν γύρω από τη φωτιά, ύστερα έπαιξαν ποδόσφαιρο μεθυσμένοι. Η Ελίτσα έλειπε την περισσότερη ώρα και, όταν τελικά επέστρεψε, τα χείλη της ήταν κατακόκκινα και τα μάτια της έλαμπαν όπως δεν τα είχα ξαναδεί να λάμπουν. Με τράβηξε σε μια άκρη και μου ψιθύρισε στο αυτί:
«Υποσχέσου μου πως δεν θα με μαρτυρήσεις». Ύστερα μου έδειξε ένα μελαχρινό αγόρι από το Σέρμπσκο, αδύνατο και με μακρύ λαιμό, που τώρα έμπαινε στον αγώνα. «Ο Μπόμπαν κι εγώ φιληθήκαμε στο δάσος. Ήταν τόσο υπέροχα», είπε και η φωνή της τρεμόπαιζε. Με σκούντηξε στα πλευρά κι έδειξε με το δάχτυλο την ξαδέρφη μας τη Βέρα, που καθόταν κοντά στη φωτιά, χασμουριόταν και σκάλιζε τα κούτσουρα με ένα ξύλο.
«Υποσχέσου μου πως δεν θα με μαρτυρήσεις». Ύστερα μου έδειξε ένα μελαχρινό αγόρι από το Σέρμπσκο, αδύνατο και με μακρύ λαιμό, που τώρα έμπαινε στον αγώνα. «Ο Μπόμπαν κι εγώ φιληθήκαμε στο δάσος. Ήταν τόσο υπέροχα», είπε και η φωνή της τρεμόπαιζε. Με σκούντηξε στα πλευρά κι έδειξε με το δάχτυλο την ξαδέρφη μας τη Βέρα, που καθόταν κοντά στη φωτιά, χασμουριόταν και σκάλιζε τα κούτσουρα με ένα ξύλο.
«Άντε, Μύτη, φέρσου σαν άντρας. Πήγαινέ τη στο δάσος». Και γέλασε τόσο δυνατά που ακόμα και οι κουφές γιαγιάδες γύρισαν και μας κοίταξαν.
Έτρεξα μακριά, αηδιασμένος και ντροπιασμένος, έπρεπε όμως τελικά να πλησιάσω τη Βέρα. Τη ρώτησα αν είχε το τζην μου, έβγαλα τα λεφτά και άρχισα να τα μετράω.
«Όχι εδώ, ρε βλαμμένε», είπε και μου χτύπησε το χέρι με το πυρακτωμένο ξύλο.
Περπατήσαμε μέσα στο χωριό, μέχρι που φτάσαμε στην παλιά γέφυρα, η οποία έστεκε μόνη στη μέση του δρόμου. Κιτρινιάρικα χόρτα φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες και η κοίτη του ποταμού ήταν ξερή και όλο ρωγμές.
Κρυφτήκαμε κάτω από τη γέφυρα και ολοκληρώσαμε τη συναλλαγή. Τριάντα λέβα για ένα τζην. Η καλύτερη συμφωνία που είχα κάνει ποτέ.
«Θες να πάμε μια βόλτα;» είπε η Βέρα αφού είχε μετρήσει τα χαρτονομίσματα δυο φορές. Τα έτριψε στο πρόσωπό της, όπως έκαναν οι πατεράδες μας, και τα ’χωσε στην τσέπη της.
Μαζέψαμε μανιτάρια στο δάσος, ενώ μου έλεγε για το σχολείο της και διαμαρτυρόταν για ένα αγόρι, Σέρβο, που όλο την ενοχλούσε.
Ανασήκωσε τους ώμους της. Έσφιξα τη γροθιά μου για να ανταποδώσω το χτύπημα, αλλά πώς να χτυπήσεις ένα κορίτσι; Ή πώς, αλήθεια, χτυπώντας κάποιον άλλο σταματά το αίμα που τρέχει από τη δική σου μύτη; Προσπάθησα να το ξεχάσω και να κάνω πως μπορούσα εύκολα να αγνοήσω τον πόνο.
Με πήρε από το χέρι και μ’ έσυρε προς το ποτάμι. «Μ’ αρέσεις, Μύτη», είπε. «Πάμε να πλύνουμε το πρόσωπό σου».