
Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Chigozie Obioma, Οι ψαράδες (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη), που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο τις επόμενες μέρες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η νύχτα της Ανταμοιβής ήταν μια σκληρή νύχτα. Όπως και τα αδέλφια μου, είχα αρνηθεί να φάω, παρότι πεινούσα και με δελέαζε η μοσχοβολιά της τηγανητής γαλοπούλας με μπανάνες – μιας σπάνιας λιχουδιάς την οποία έφτιαξε η μητέρα ξέροντας ότι η περηφάνια δεν θα μας επέτρεπε να φάμε και ελπίζοντας με τον τρόπο αυτό να μας τιμωρήσει ακόμα περισσότερο. Πράγματι, τα ντόντο (οι τηγανητές μπανάνες) είχαν πολύ καιρό να μαγειρευτούν στο σπίτι μας. Η μητέρα τα είχε καταργήσει κάπου έναν χρόνο πριν, όταν ο Ομπέμπε κι εγώ κλέψαμε μερικά κομμάτια από το ψυγειάκι της και είπαμε ψέματα ότι είχαμε δει ποντικούς να τα τρώνε. Λαχταρούσα απεγνωσμένα να ξετρυπώσω από το δωμάτιο και να πάρω από την κουζίνα ένα από τα τέσσερα πιάτα στα οποία η μητέρα είχε μοιράσει τις μερίδες μας, μα δεν το έκανα, από φόβο μην προδώσω αυτό που οι αδελφοί μου σκόπευαν να εξελιχτεί σε απεργία πείνας. Αυτή η ανικανοποίητη πείνα είχε εντείνει τον πόνο μου τόσο πολύ, που συνέχισα να κλαίω ως αργά τη νύχτα, ώσπου τελικά αποκοιμήθηκα.
Το επόμενο πρωί, η μητέρα με ξύπνησε χτυπώντας με απαλά και λέγοντας: «Μπεν, ξύπνα, ξύπνα, Μπεν. Σε θέλει ο πατέρας σου».
Κάθε κόμπος του κορμιού μου έμοιαζε να φλέγεται από πόνο. Τα πισινά μου ήταν λες κι είχαν αποκτήσει μια περίσσεια δέρματος. Ήμουν ωστόσο ανακουφισμένος, μιας και η απεργία πείνας μας, που φοβόμουν πως θα τραβούσε και την επόμενη μέρα, δεν θα παρατεινόταν τελικά. Γιατί πάντοτε κρατούσαμε άχτι στους γονείς μας έπειτα από μια τόσο αυστηρή τιμωρία και αποφεύγαμε και εκείνους και το φαγητό για κάποιο διάστημα, ώστε να τους εκδικηθούμε και –στην καλύτερη περίπτωση– να τους αναγκάσουμε να απολογηθούν για να μας κατευνάσουν. Τούτη τη φορά όμως δεν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό, αφού μας είχε καλέσει ο ίδιος ο πατέρας.
Για να σηκωθώ από το κρεβάτι, πρώτα σύρθηκα στην άκρη του κι ύστερα κατέβασα τα πόδια μου αργά, με τον πόνο να βελονιάζει τα οπίσθιά μου. Όταν μπήκα στο καθιστικό, εξακολουθούσε να μην έχει πολύ φως. Το ηλεκτρικό ήταν κομμένο από την προηγούμενη νύχτα και ο χώρος φωτιζόταν από ένα φανάρι κηροζίνης που ήταν ακουμπισμένο στο κεντρικό τραπέζι. Ο Μπότζα, ο τελευταίος που κάθισε, ήρθε κουτσαίνοντας αμυδρά, ζαρώνοντας με κάθε κίνηση. Αφού τακτοποιηθήκαμε όλοι στις θέσεις μας, ο πατέρας μάς κοίταξε επίμονα πολλή ώρα, με τα χέρια του στο πιγούνι του. Η μητέρα, καθισμένη απέναντί μας, μια ανάσα μόνο μακριά μου, έλυσε το πλαϊνό μέρος του ράπα της, που ήταν δεμένο κόμπο κάτω από τη μασχάλη της, και σήκωσε τον στηθόδεσμό της. Το στρογγυλεμένο, γεμάτο γάλα στήθος της εξαφανίστηκε στη στιγμή στη μικροσκοπική λαβή της Νκεμ. Το βρέφος σκέπασε λαίμαργα τη στρογγυλή, σκούρα και σκληρή θηλή με το στόμα του, σαν ζώο που δαγκώνει τη λεία του. Ο πατέρας φάνηκε να κοιτάζει τη θηλή με ενδιαφέρον, κι όταν αυτή χάθηκε απ’ την κοινή θέα, έβγαλε τα γυαλιά του και τα ακούμπησε στο τραπέζι. Όποτε έβγαζε τα γυαλιά του, η μεγάλη ομοιότητα που είχαμε εγώ και ο Μπότζα μ’ εκείνον –σκούρο δέρμα και οβάλ κεφάλι– γινόταν πιο εμφανής. Ο Ικένα και ο Ομπέμπε καλύπτονταν από το ανοιχτόχρωμο, σαν το χώμα γύρω από μυρμηγκοφωλιά, δέρμα της μητέρας.
Η μητέρα, καθισμένη απέναντί μας, μια ανάσα μόνο μακριά μου, έλυσε το πλαϊνό μέρος του ράπα της, που ήταν δεμένο κόμπο κάτω από τη μασχάλη της, και σήκωσε τον στηθόδεσμό της. Το στρογγυλεμένο, γεμάτο γάλα στήθος της εξαφανίστηκε στη στιγμή στη μικροσκοπική λαβή της Νκεμ. Το βρέφος σκέπασε λαίμαργα τη στρογγυλή, σκούρα και σκληρή θηλή με το στόμα του, σαν ζώο που δαγκώνει τη λεία του. Ο πατέρας φάνηκε να κοιτάζει τη θηλή με ενδιαφέρον, κι όταν αυτή χάθηκε απ’ την κοινή θέα, έβγαλε τα γυαλιά του και τα ακούμπησε στο τραπέζι.
«Τώρα, ακούστε όλοι σας» είπε ο πατέρας στα αγγλικά. «Αυτό που κάνατε με πλήγωσε για πολλούς λόγους. Πρώτον, σας είπα προτού φύγω αποδώ να μη δημιουργήσετε μπελάδες στη μητέρα σας. Αλλά εσείς τι κάνατε; Δημιουργήσατε σ’ εκείνη –και σ’ εμένα– τον χειρότερο μπελά του κόσμου». Τα μάτια του κινήθηκαν από πρόσωπο σε πρόσωπο.
«Ακούστε, αυτό που κάνατε ήταν κακό. Πάρα πολύ κακό. Πώς είναι ποτέ δυνατόν παιδιά που λαμβάνουν δυτική παιδεία να εμπλακούν σε ένα τέτοιο βάρβαρο εγχείρημα;» Τον καιρό εκείνο δεν ήξερα τι σήμαινε η λέξη «εγχείρημα», αλλά καθώς ο πατέρας την είχε πει φωνάζοντας, ήξερα ότι ήταν δυσοίωνη. «Και δεύτερον, η μητέρα σας κι εγώ είμαστε συγκλονισμένοι από τους μεγάλους κινδύνους στους οποίους εκτεθήκατε. Αυτό δεν ήταν το σχολείο στο οποίο σας έστειλα. Πουθενά γύρω από εκείνο το ολέθριο ποτάμι δεν θα βρείτε βιβλία να διαβάσετε. Παρόλο που πάντα σας έλεγα να διαβάζετε τα βιβλία σας, εσείς δεν έχετε πια μάτια γι’ αυτά». Τότε, με το πρόσωπο βαθιά συνοφρυωμένο και με το χέρι υψωμένο σε μια χειρονομία που μας προκάλεσε δέος, είπε: «Σας προειδοποιώ, φίλοι μου, όποιος έρθει σ’ αυτό το σπίτι με κακούς βαθμούς θα τον στείλω στο χωριό, να γίνει αγρότης ή να βγάζει κρασί απ’ τους φοίνικες – Ogbu-akwu».
«Θεός φυλάξοι!» αποκρίθηκε η μητέρα, χτυπώντας τα δάχτυλά της πάνω από το κεφάλι της για να διαλύσει την τοξική αύρα των λέξεων του πατέρα. «Παιδί δικό μου δεν θα καταντήσει έτσι».
Ο πατέρας τής έριξε μια θυμωμένη ματιά. «Ναι, Θεός φυλάξοι» είπε, μιμούμενος τον απαλό τόνο της φωνής της. «Πώς θα φυλάξει ο Θεός, Αντάκου, όταν κάτω απ’ τη μύτη σου πήγαιναν τρεις βδομάδες σ’ εκείνο το ποτάμι; Τρεις-ολόκληρες-εβδομάδες». Κούνησε το κεφάλι του λες και μετρούσε τις τρεις βδομάδες με τα δάχτυλά του. «Τώρα, άκου, φίλη μου, αποδώ και μπρος πρέπει να είσαι σίγουρη ότι θα διαβάζουν τα μαθήματά τους. Μ’ ακούς; Και στο εξής απ’ τη δουλειά θα σχολάς στις πέντε, όχι στις εφτά· και τέρμα η δουλειά τα Σάββατα. Δεν θ’ ανεχτώ να πηγαίνουν τα παιδιά κατά διαόλου κάτω απ’ τη μύτη σου».
«Άκουσα» απάντησε η μητέρα στα ίγκμπο, πλαταγίζοντας τη γλώσσα της.
«Με δυο λόγια» συνέχισε ο πατέρας, ενώ το βλέμμα του πηγαινοερχόταν έναν γύρο στο σπασμένο ημικύκλιό μας, «αποδώ και μπρος κόψτε τις τρέλες. Προσπαθήστε να είστε καλά παιδιά. Σε κανέναν δεν αρέσει να χτυπάει τα παιδιά του – σε κανέναν».
Τρέλες, είχαμε καταλάβει από τη συχνή χρήση της λέξης από τον πατέρα, σήμαινε γι’ αυτόν ανώφελες απολαύσεις. Ήταν έτοιμος να συνεχίσει, αλλά τον διέκοψε η ξαφνική περιστροφή του ανεμιστήρα στο ταβάνι, που σηματοδοτούσε την απότομη επαναφορά του ακανόνιστου ηλεκτρικού ρεύματος. Η μητέρα άναψε τον γλόμπο και χαμήλωσε το φιτίλι στο φανάρι κηροζίνης. Στη νηνεμία που πρόσφερε η στιγμή, και επειδή η λάμψη του γλόμπου έπεσε πάνω του, τα μάτια μου στάθηκαν στο ημερολόγιο της χρονιάς· παρόλο που ήταν πια Μάρτιος, το ημερολόγιο εξακολουθούσε να είναι γυρισμένο στη σελίδα του Φλεβάρη, που είχε την εικόνα ενός αετού αιχμαλωτισμένου από τον φακό εν πτήσει, με τα φτερά απλωμένα, τα πόδια τεντωμένα, με τα νύχια κυρτωμένα και τα εντυπωσιακά ζαφειρένια μάτια του στυλωμένα στη φωτογραφική μηχανή. Το μεγαλείο του απλωνόταν πάνω από το πανόραμα στο βάθος, θαρρείς κι ο κόσμος τού ανήκε κι εκείνος ήταν ο δημιουργός των πάντων – ένας φτερωτός θεός. Σκέφτηκα τότε, με έναν φόβο παραλυτικό, ότι κάτι θα άλλαζε σε μια φευγαλέα στιγμή και θα διατάρασσε εκείνη την ατέρμονη ακινησία. Φοβήθηκα ότι τα παγωμένα φτερά του πουλιού ξαφνικά θα ξεπάγωναν και θα άρχιζαν να χτυπούν. Φοβήθηκα ότι τα γουρλωτά του μάτια θα ανοιγόκλειναν, τα πόδια του θα κουνιούνταν. Φοβήθηκα πως, όταν θα συνέβαινε αυτό –όταν ο αετός θα άφηνε εκείνο το σημείο, εκείνο το κομμάτι του ουρανού όπου είχε αιχμαλωτιστεί από τις 2 Φλεβάρη, όταν ο Ικένα θα γύριζε τη σελίδα του ημερολογίου στον σωστό μήνα–, αυτός ο κόσμος και ό,τι υπήρχε μέσα του θα άλλαζε ανυπολόγιστα.
«Από την άλλη, θέλω όλοι σας να ξέρετε ότι, έστω κι αν αυτό που κάνατε ήταν λάθος, αντανακλούσε άλλη μια φορά το θάρρος που έχετε να παραδίνεστε σε κάτι περιπετειώδες. Τούτο το πνεύμα της περιπέτειας είναι το πνεύμα των αντρών. Αποδώ και πέρα, λοιπόν, θέλω όλοι σας να διοχετεύετε αυτό το πνεύμα σε κάτι πιο εποικοδομητικό. Θέλω να γίνετε ένα διαφορετικό είδος ψαράδων».
Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, όλοι εκτός από τον Ικένα, που είχε τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Εκείνος είχε πληγωθεί περισσότερο απ’ όλους από το μαστίγωμα, κυρίως επειδή ο πατέρας είχε ρίξει σ’ αυτόν το μεγαλύτερο φταίξιμο και τον είχε χτυπήσει σκληρότερα, χωρίς να γνωρίζει ότι ο Ικένα είχε προσπαθήσει να μας σταματήσει. «Αυτό που θέλω από σας είναι να γίνετε ψαράδες που θα ψαρεύουν καλά όνειρα, που δεν θα λυγίζουν ωσότου πιάσουν τη μεγαλύτερη ψαριά. Θέλω να γίνετε αδυσώπητοι, απειλητικοί και ασυγκράτητοι ψαράδες».
Τα λόγια του μου προκάλεσαν βαθιά έκπληξη. Πίστευα ότι περιφρονούσε αυτή τη λέξη. Πασχίζοντας να βγάλω νόημα, κοίταξα τον Ομπέμπε. Κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά σε καθετί που έλεγε ο πατέρας, με το φρύδι του να χρωματίζεται από μια υποψία χαμόγελου.
«Ακούστε, ακριβώς όπως ανέκαθεν σας μάθαινα ότι από κάθε κακό πράγμα πάντα μπορεί να βγει κάτι καλό, σας λέω ότι μπορείτε να γίνετε ένα άλλο είδος ψαράδων. Όχι από αυτούς που ψαρεύουν σε βρομερούς βάλτους όπως ο Όμι-Άλα, αλλά ψαράδες του πνεύματος. Πρωτοπόροι. Παιδιά που θα βουτήξουν τα χέρια τους στα ποτάμια, στις θάλασσες και στους ωκεανούς τούτης της ζωής και θα πετύχουν: γιατροί, πιλότοι, καθηγητές, δικηγόροι. Εντάξει;»
«Καλά παιδιά» μουρμούρισε ο πατέρας, με ένα πλατύ χαμόγελο να λειαίνει τις σκληρές ζάρες που η οργή είχε κεντήσει στο πρόσωπό του. «Ακούστε, ακριβώς όπως ανέκαθεν σας μάθαινα ότι από κάθε κακό πράγμα πάντα μπορεί να βγει κάτι καλό, σας λέω ότι μπορείτε να γίνετε ένα άλλο είδος ψαράδων. Όχι από αυτούς που ψαρεύουν σε βρομερούς βάλτους όπως ο Όμι-Άλα, αλλά ψαράδες του πνεύματος. Πρωτοπόροι. Παιδιά που θα βουτήξουν τα χέρια τους στα ποτάμια, στις θάλασσες και στους ωκεανούς τούτης της ζωής και θα πετύχουν: γιατροί, πιλότοι, καθηγητές, δικηγόροι. Εντάξει;»