
Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του Breece D'J Pancake Τριλοβίτες (μτφρ. Γιάννης Παλαβός), που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο τις επόμενες μέρες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ένα μόνιμο δωμάτιο
Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς, γι’ αυτό με βάζουν στο μεγάλο δωμάτιο, που κοστίζει οχτώ δολάρια. Μου φαίνεται όμως στενότερο απ’ ό,τι το θυμόμουν· κι έτσι όπως κάθομαι δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζω τη βροχή και την πόλη, νιώθω την αναμονή να με βασανίζει. Δεν θα έπρεπε να έρχομαι σε τέτοιες πόλεις παρά μόνο όταν το ρυμουλκό δένει στην αποβάθρα. Αλλά πάντα φτάνω νωρίς, πάντα κάθομαι και χαζεύω τους περαστικούς. Στον δρόμο οι φανοστάτες σκορπούν ένα τρεμάμενο βιολετί φως, που αντιφεγγίζει στο πεζοδρόμιο και τυλίγει τα πάντα με μια απόκοσμη αχλή. Ψιλοβρέχει και οι λιγοστοί διαβάτες προσπερνούν τα μίζερα καταστήματα χωρίς να χασομερούν στις βιτρίνες.
Πίσω απ’ τους δρόμους και ανάμεσα απ’ τα κτίρια βλέπω το ποτάμι. Η βροχή και η ομίχλη έχουν παγώσει τα σκοτεινά γεφύρια του. Αλλά στο ποτάμι τίποτα δεν αλλάζει. Αύριο αρχίζει άλλος ένας μήνας στη μαούνα, έπειτα ένας μήνας στη στεριά – μόνο οι ιστορίες μας θα αλλάξουν, θα μιλούν για άλλους καιρούς, για άλλα πρόσωπα. Όμως πάνω στο «Ντέλμαρ» το πλήρωμα θα είναι το ίδιο, ίδια η υπηρεσία δεκαοχτώ ώρες τη μέρα, και πολύ σύντομα οι ιστορίες θα τελειώσουν. Προς το παρόν περιμένω, παρατηρώντας τον άνεμο και τη βροχή να χτυπούν το παράθυρο και να θαμπώνουν το τζάμι.
Βάζω στην πρίζα το μάτι για καφέ, ξεφυλλίζω την εφημερίδα μπας και βρω τίποτα να κάνω, αλλά απόψε δεν έχει αγώνες μποξ ούτε πάλης. Μέχρι και η αίθουσα του μπόουλινγκ είναι κλειστή. Θα μπορούσα να χωθώ σε κάποιο μπαρ στην Πρώτη Λεωφόρο, να τα πιω ως το πρωί, όμως αύριο θα έχω να φυλάγομαι απ’ τα ποντίκια του πλοίου και να πατάω στις υγρές σιδεριές, οπότε ας το αποφύγω. Καλύτερα να πάρω ένα μισόλιτρο ουίσκι, να χαλαρώσω και να την πέσω νωρίς. Καλύτερα να ξεχάσω τη βόλτα.
Πίνω βιαστικά τον καφέ και ζεματάω τη γλώσσα μου. Όλα μού πάνε στραβά. Να το πρόβλημά μου με τις Πρωτοχρονιές: Είναι μια αρχή, δε λέω. Μόνο που εγώ θυμάμαι τα γλέντια στη Σχολή Πλοιάρχων, πώς ξεσαλώναμε στο τελευταίο έτος, κι έτσι καταλήγω να σκέφτομαι γιορτές, τη δουλειά και τον χρόνο που έρχεται και τον χρόνο που φεύγει, και στο τέλος νιώθω χάλια. Θέλω να τσακιστώ να βγω έξω. Έμεινα πολλή ώρα εδώ μέσα.
Πιάνω το μπουφάν και τον ναυτικό μου σκούφο, στέκομαι έξω απ’ την πόρτα και ανάβω τσιγάρο. Στον διάδρομο και στις σκάλες όλα τα φώτα είναι αναμμένα, για να μην πλησιάζουν πουτάνες και αλήτες. Η απέναντι πόρτα ανοίγει, μια τραβεστί βγάζει το κεφάλι της και μου κλείνει το μάτι: «Καλή χρονιά, χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά». Ξαναχώνεται ήσυχα κι ωραία στο δωμάτιό της κι εγώ φουρκίζομαι, κλοτσάω την πόρτα της, τη λερώνω με τη σόλα μου. Μέσα απ’ το δωμάτιο την ακούω να γελάει – κοροϊδεύει επειδή είμαι μόνος μου. Τα γέλια της αντηχούν καθώς κατεβαίνω τις σκάλες. Αλλά έχει δίκιο: Χρειάζομαι γυναίκα. Γυναίκα, όχι ακόμα μια πουτάνα. Χρειάζομαι τη γλυκιά ηρεμία μετά το σεξ, κάτι που για τις πουτάνες είναι εντελώς άγνωστο. Το χολ είναι γεμάτο χοντρές γριές και γέρους και, όπως βγαίνω, σκέφτομαι ότι σπίτι άλλο από αυτό δεν είχα ποτέ μου. Μπορεί και να το έχω κλείσει αυτό το δωμάτιο για πάντα. Μπορεί και να ’ναι το τελευταίο μου δωμάτιο.
Στέκομαι κάτω απ’ τη μαρκίζα, καπνίζω και ξανακοιτάζω απ’ το παράθυρο τους κωλόγερους στο χολ. Όλοι μου οι ανάδοχοι γονείς ήταν γέροι και οι περισσότεροι θα έχουν πεθάνει. Ίσως καλύτερα που δεν ζουν, γιατί μπορεί να πήγαινα να τους επισκεφτώ, κι άμα πήγαινα, θα τους χαλούσα τη βολή. Τώρα, βλέπεις, δεν θα τους ερχόμουν πακέτο με το επίδομα της Πρόνοιας, χώρια που είμαι πια μεγάλος για να με δείρουν.
Τώρα το στόμα μου πονάει απ’ το κάψιμο και δεν έχω κέφι ούτε να μεθύσω. Τριγυρνάω, βλέπω τους περαστικούς και σκέφτομαι ότι ακόμα και οι πουτάνες, τυλιγμένες στις λαμέ καμπαρντίνες τους, έχουν κάπου να πάνε. Έτσι και αρχίσω να ζηλεύω αυτές τις σάπιες, πάει να πει πως είμαι για λύπηση.
Πετάω τη γόπα στο χαντάκι, κολυμπάει στο νερό και χάνεται στον υπόνομο. Μάλλον θα φτάσει στον Μισισιπή νωρίτερα απ’ το «Ντέλμαρ». Εννιά μήνες βολοδέρνω σ’ αυτές τις πόλεις κι έχω σαλέψει. Με το να πηγαινοέρχομαι στην κουβέρτα και να δένω την άγκυρα μες στις φουσκονεριές, βούλιαξα κι εγώ μαζί μ’ όλα τα σκουπίδια. Τώρα το στόμα μου πονάει απ’ το κάψιμο και δεν έχω κέφι ούτε να μεθύσω. Τριγυρνάω, βλέπω τους περαστικούς και σκέφτομαι ότι ακόμα και οι πουτάνες, τυλιγμένες στις λαμέ καμπαρντίνες τους, έχουν κάπου να πάνε. Έτσι και αρχίσω να ζηλεύω αυτές τις σάπιες, πάει να πει πως είμαι για λύπηση.
Συνεχίζω τον δρόμο μου και βλέπω έναν σουρωμένο αλήτη να στρίβει σ’ ένα στενό ανάμεσα σε δυο κτίρια. Το στομάχι του είναι σκέτο πλυντήριο και όπου να ’ναι βγαίνει η μπουγάδα. Κοντοστέκομαι και τον χαζεύω που τρεκλίζει. Παλεύει να στρώσει εφημερίδες για να κοιμηθεί, αλλά ο αέρας τις ανακατεύει. Έχει πλάκα ο βρομιάρης, έτσι όπως τρέχει πέρα δώθε να πιάσει τα χαρτιά του, έτοιμος να ταβλιαστεί. Είναι τύφλα και τα άσυλα δεν τον δέχονται, οπότε απόψε αναγκαστικά κυνηγάει εφημερίδες. Πολύ σύντομα όλ’ αυτό το πηγαινέλα θα του φέρει αναγούλα, κι έτσι περιμένω χαμογελαστός να απολαύσω το θέαμα. Όμως το χαμόγελό μου σβήνει μόλις τη βλέπω σε μια πόρτα.
Είναι πολύ μικρή –δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρονών–, αλλά με κοιτάζει λες και διαβάζει τις σκέψεις μου, λες και καταλαβαίνει γιατί χαζεύω τον βρομόγερο. Με καρφώνει σαν να της έβρισα, ξέρω γω, τη μάνα και τον πατέρα. Την παρακολουθώ με την άκρη των ματιών μου στραμμένος όπως είμαι προς τον μεθυσμένο και τα μάτια μου πονούν. Όμως δεν παύω να την κοιτάζω. Καταλαβαίνω με την πρώτη ότι δεν είναι πουτάνα. Θυμίζει κορίτσι που μεγάλωσε σε σπίτι κανονικό – φοράει τζιν, ένα αδιάβροχο με τα όλα του, στα μαλλιά φουλάρι. Και είναι πολύ νέα γι’ αυτή την πόλη – οι Αρχές δεν επιτρέπουν τέτοια φιντανάκια εδώ γύρω. Μάλλον το ’χει σκάσει απ’ τους γονείς της. Με τέτοιες περιπτώσεις δεν βγάζεις εύκολα άκρη. Την προσπερνάω αδιάφορα και χώνομαι σε μια καφετέρια.
Ο Πρίγκηπας Αλβέρτος κάθεται στο μπαρ και παραμιλάει χαϊδεύοντας με τα ζαρωμένα του δάχτυλα τα μαλλιά και τα γένια του. Η επιδερμίδα του είναι χλομή, γιατί σ’ ένα μπάρκο με το «Κρέιμερ» το μυαλό του κάηκε αφού τον διαπέρασε ρεύμα 40 βολτ. Λένε ότι ήταν καλός ηλεκτρολόγος. Τώρα έχει καταντήσει παράσιτο που ζει απ’ τα επιδόματα, κυκλοφορεί μες στην μπίχλα και βρομάει όπως όλοι οι μπεκρούλιακες.
Μασουλάω το ντόνατ μου, κατεβάζω μια γουλιά καφέ και κοιτάζω απ’ το παράθυρο τον δρόμο. Η κίνηση πυκνώνει, ο κόσμος ετοιμάζεται για το ρεβεγιόν. Η κοπέλα περνάει μπροστά απ’ τη βιτρίνα και μου ρίχνει ένα βλέμμα σαν να ξέρει πότε θα αναποδογυρίσει η μαούνα και θα με φάνε τα ψάρια. Ανατριχιάζω και παρατάω τον καφέ. Αποφασίζω να πάρω ουίσκι και να πάω να ξαπλώσω. Βγαίνω και τη βλέπω από μακριά να το κόβει προς τα παρακατιανά μπαρ της Πρώτης Λεωφόρου. Η βροχή ουρλιάζει, ξεσπάει στα πεζοδρόμια. Ακολουθώ τη μικρή μέχρι που τρυπώνει σε μια πόρτα. Ο σκούφος μου είναι μούσκεμα, τα μάγουλα και ο λαιμός μου στάζουν, αλλά πάω και στέκομαι μπροστά της.
«Εγώ ξέρω καλύτερα». Δεν είμαι πρωτάρης, δεν την πατάω. Σιγά μην αφήσω τον νταβατζή της να μου ξαφρίσει τις τσέπες. Αλλά κάτι δεν μου κολλάει: Ποιος νταβατζής δουλεύει χωρίς δωμάτιο; Αν το κορίτσι γυρίζει στην πιάτσα μόνο του, δεν θα αντέξει ούτε δυο μέρες με τους νταβατζήδες απ’ τη μια και τους μπάτσους απ’ την άλλη.
Προχωράμε και βρίσκουμε ένα πολιτειακό κατάστημα[1]. Μ’ αρέσει που έχω συντροφιά, αλλά η μικρή περπατάει αγέλαστη λες και το μόνο που τη νοιάζει είναι η επαγγελματική συναλλαγή. Παίρνω ένα μισόλιτρο «Τζακ Ντάνιελς» και πετάω ένα αστειάκι: «Με τον Τζακ είμαστε παλιόφιλοι». Κάνει πως δεν ακούει.
Με το που μπαίνουμε στο χολ του ξενοδοχείου, δυο γέροι διακόπτουν την κουβέντα τους και μας κοιτάζουν. Θα τη βλέπουν και θα καυλώνουν, σκέφτομαι. Με ζηλεύουν. Μ’ αρέσει που μας έχουν προσέξει αυτά τα ζώα. Ξεκλειδώνω την πόρτα με το πάσο μου ελπίζοντας ότι θα με δει η τραβεστί, αλλά ποιος ξέρει πού θα έχει χωθεί και θα τον παίρνει. Μπαίνουμε, φέρνω μια πετσέτα να σκουπιστούμε κι ετοιμάζω καφέ για το ουίσκι.
Φέρνει το χέρι της γύρω απ’ τον λαιμό μου, μπας και με καταφέρει να της χαμογελάσω, μπας και αρχίσω να φτιάχνομαι. «Εσύ γιατί δεν παρατάς το πεζοδρόμιο;» λέω. «Γιατί θες να γίνεις πουτάνα; Αφού δεν το ’χεις μέσα σου. Μπορείς και καλύτερα».
«Σ’ ευχαριστώ».
Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή της αν της δινόταν η ευκαιρία να ξεφύγει. Αλλά αυτό αποκλείεται. Σε τέτοια μέρη δεν γλιτώνει κανένας. Θα μπορούσα να της μιλήσω για τους ανάδοχους γονείς μου ή για τις κυρίες στα γραφεία της Πρόνοιας, πώς με κοίταζαν όταν με φόρτωναν στο λεωφορείο για την επόμενη πόλη, για το επόμενο σπίτι. Αλλά δεν θα με καταλάβαινε. Σβήνω το φως, γδυνόμαστε και πέφτουμε στο κρεβάτι.
Τίποτα δεν συγκρίνεται με το σκοτάδι. Δεν υπάρχει πρόσωπο ούτε λόγια, μόνο ζεστό δέρμα, κάτι οικείο και απαλό, ένας ωκεανός και βυθίζεσαι. Αλλά όταν μπαίνω μέσα της, καταλαβαίνω τι έχω στα χέρια μου: Ένα άγουρο σώμα που δεν τρέμει από κούραση ή από ηδονή, ένα κοριτσάκι που παριστάνει την πουτάνα. Νιώθω αηδία γι’ αυτό που της κάνω, εξαιτίας της. Τη βιάζω όπως όλοι οι άλλοι. Υποφέρει και το ξέρω, αλλά ποτέ δεν θα της δοθεί ευκαιρία για κάτι καλύτερο. Το κορίτσι σιγοκλαίει, το κορμί μου συσπάται και κυρτώνει. Έπειτα η μικρή κουβαριάζεται στην άκρη. Την ακουμπάω, είναι μουδιασμένη.
«Κάτσε δω ως το τέλος του μήνα», της λέω. «Αν θες, σου πληρώνω εγώ το νοίκι κι εσύ βρίσκεις μια κανονική δουλειά και με ξεπληρώνεις».
Μένει στο κρεβάτι ακίνητη.
Σηκώνομαι, βρίσκω το παντελόνι μου, βγάζω ένα εικοσάρικο και της το δίνω. Δεν κοιτάζει το χαρτονόμισμα, μόνο αρπάζει το πανωφόρι της και βγαίνει τρέχοντας.
Κάθομαι στο κρεβάτι, ανάβω τσιγάρο. Αναρωτιέμαι τι θα απογίνει η μικρή και ανατριχιάζω. Ύστερα σκέφτομαι ότι πέταξα τα λεφτά και τον χρόνο μου. Θυμάμαι την εποχή που τα έριχνα στην Τζέιν, στο λύκειο. Οι γονείς της μας είχαν αφήσει μόνους στο σαλόνι και το κανίς της είχε βαλθεί να τρίβει το καυλί του πάνω μου. Εμείς προσπαθούσαμε να μιλήσουμε κι αυτό γαμούσε το πόδι μου. Μου ’ρχεται να μπω σ’ ένα αμάξι και να γυρίσω να βρω το σκυλί, αλλά ποιο το νόημα; Μια ζωή τα ίδια – πεταμένα λεφτά, πεταμένος χρόνος.
Σβήνω το τσιγάρο, γέρνω στο κεφαλάρι με το φως αναμμένο, και ο νους μου πάει στον Πρίγκηπα Αλβέρτο. Θα έχουν κολλήσει ψίχουλα από ντόνατ στα γένια του, το πουκάμισό του θα είναι λεκιασμένο με καφέ. Κάθε πόλη από δω ως το Δέλτα θα έχει δέκα σαν κι αυτόν, παρόλο που οι πιθανότητες να καταλήξει κανείς έτσι πρέπει να είναι λίγες. Κάποια ασφάλεια σαν να καίγεται μέσα τους και αρπάζουν το λάθος καλώδιο ή κάνουν μια ανόητη κίνηση στους υδατοφράχτες. Αλλά αν δεν γίνει καμιά στραβή, δουλεύουν έναν μήνα και τον επόμενο κάθονται, κι αν σταθούν τυχεροί, μπορεί να τη βγάλουν έτσι ως το τέλος της ζωής τους.
Ντύνομαι και ξαναβγαίνω. Ακόμα βρέχει. Ο φρέσκος πάγος γυαλίζει στο πεζοδρόμιο. Ανάμεσα στα κτίρια, άστεγοι κοιμούνται στους δρόμους μέσα στα σκουπίδια. Τους κοιτάζω και θυμάμαι έναν σχιζοφρενή στην Καλιφόρνια, έναν που καθάριζε μεθύστακες, αλλά μάλλον δεν τριγυρνάει κάποιος τέτοιος εδώ. Οι αλήτες είναι σαν τον Πρίγκηπα Αλβέρτο. Η τύχη τούς γυρίζει την πλάτη και παίρνουν την κάτω βόλτα.
Παρατηρώ τους πελάτες. Έχουν κατέβει εδώ απ’ τα δωμάτιά τους, γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Είναι όλοι άγνωστοι μεταξύ τους. Ένας παίζει μπιλιάρδο, άλλος φλίπερ, κάποιοι πίνουν. Όλη τη χρονιά βράζουν στο ζουμί τους – βάζουν βενζίνη, στρώνουν τραπέζια, γαμούν πουτάνες, ψαρεύουν αδερφές. Ούτε καν το φχαριστιούνται, αλλά ξέρουν ότι και πάλι τυχεροί είναι.
Στρίβω στην Πρώτη Λεωφόρο και προσπερνάω αργά τις ταβέρνες που στοιχίζονται δεξιά και αριστερά. Είναι όλες γεμάτες κι εγώ χαζεύω στα παράθυρα τους τυχερούς που γιορτάζουν την αλλαγή του χρόνου. Τότε τη βλέπω, κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στην πίσω πόρτα. Μπαίνω, πιάνω ένα σκαμπό, ζητάω ένα ουίσκι σκέτο. Το σύννεφο του καπνού είναι πυκνό, κι όμως διακρίνω το είδωλό της στον καθρέφτη. Απ’ το μισάνοιχτο στόμα της καταλαβαίνω ότι τα έχει κοπανήσει. Το ποτό δεν θα τη σώσει, αλλά μάλλον δεν το ’χει καταλάβει.
Παρατηρώ τους πελάτες. Έχουν κατέβει εδώ απ’ τα δωμάτιά τους, γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Είναι όλοι άγνωστοι μεταξύ τους. Ένας παίζει μπιλιάρδο, άλλος φλίπερ, κάποιοι πίνουν. Όλη τη χρονιά βράζουν στο ζουμί τους – βάζουν βενζίνη, στρώνουν τραπέζια, γαμούν πουτάνες, ψαρεύουν αδερφές. Ούτε καν το φχαριστιούνται, αλλά ξέρουν ότι και πάλι τυχεροί είναι.
Την ψάχνω στον καθρέφτη. Δεν τη βλέπω. Αν είχε περάσει από μπροστά μου, θα την είχα προσέξει. Σηκώνομαι και βγαίνω απ’ την πίσω πόρτα. Τη βρίσκω στο σοκάκι, μες στη βροχή, λιπόθυμη και ξυλιασμένη με την πλάτη στον τοίχο. Την πιάνω, την τραντάζω, βλέπω ότι έχει κόψει τις φλέβες της βαθιά, και στους δυο καρπούς. Η παγωμένη βροχή έχει σταματήσει την αιμορραγία, και όταν την ταρακουνάω δεν τρέχει πολύ αίμα. Ξαναμπαίνω στο μπαρ.
Περπατάω στη λεωφόρο και σκέφτομαι ότι τα σκατά πάντα βουλιάζουν και ότι όλες αυτές οι πόλεις ρίχνουν τα σκατά τους στο ποτάμι κι εκείνα καταλήγουν στο Δέλτα. Ύστερα φέρνω στον νου μου τη μικρή στο στενό, πνιγμένη στον ίδιο της τον βούρκο, και κουνάω το κεφάλι μου. Τόσο χαμηλά εγώ δεν έπεσα.
Στέκομαι στον σταθμό των λεωφορείων, κοιτάζω τους επιβάτες και αναρωτιέμαι πού να πηγαίνουν. Εγώ όμως ξέρω ότι δεν πρόκειται να γλιτώσουν απ’ τη μοίρα τους ούτε φεύγοντας ούτε μεθοκοπώντας, και ούτε μπορούν να πεθάνουν για να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα. Παντού και πάντα τα ίδια, κοιτάς κάποιον και σου αντιγυρίζει ένα βλέμμα σαν να του έβρισες μάνα και πατέρα. Στρίβω και κατηφορίζω προς την αποβάθρα. Ίσως το «Ντέλμαρ» να έφτασε νωρίτερα.
*
Ο Μπρις Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ (Breece D’J Pancake) γεννήθηκε στο Σάουθ Τσάρλστον της Δυτικής Βιρτζίνια το 1952. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Μάρσαλ και στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και δίδαξε στις Στρατιωτικές Ακαδημίες του Φορτ Γιούνιον και του Στάντον. Αυτοκτόνησε στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια το 1979, σε ηλικία είκοσι επτά ετών. Κατά τη διάρκεια της ζωής του δημοσίευσε έξι διηγήματα. Τα διηγήματα αυτά, μαζί με άλλα έξι που βρέθηκαν στα κατάλοιπά του, αποτέλεσαν τη μοναδική συλλογή του με τίτλο Τα διηγήματα του Μπρις Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ, η οποία εκδόθηκε το 1983.
Τα διηγήματα του Πάνκεϊκ αποτυπώνουν αριστοτεχνικά το αφιλόξενο φυσικό περιβάλλον και τις αντιξοότητες της ζωής στη γενέτειρά του, τη Δυτική Βιρτζίνια. Η αυτοκτονία του ανέκοψε πρόωρα μια συγγραφική πορεία που αναμενόταν λαμπρή. Ωστόσο, και μόνο τα δώδεκα διηγήματα που πρόλαβε να ολοκληρώσει αρκούν ώστε σήμερα να θεωρείται «ένας από τους πέντε καλύτερους διηγηματογράφους των τελευταίων πενήντα ετών» (Guardian).