Προδημοσίευση από τη νουβέλα Η χοντρομπαλού του Guy de Maupassant, σε μετάφραση Αμαλίας Τσακνιά και με επίμετρο της Λίζυς Τσιριμώκου, που κυκλοφορεί στις 15 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ἡ ἅμαξα προχωροῦσε τόσο ἀργά, ποὺ ὣς τὶς δέκα τὸ πρωὶ εἶχαν διανύσει μόλις τέσσερις λεῦγες. Τρεῖς φορὲς ἀναγκάστηκαν οἱ ἄντρες νὰ κατέβουν καὶ νὰ ἀνηφορίσουν στὶς πλαγιὲς μὲ τὰ πόδια. Ἄρχισαν ν’ ἀνησυχοῦν, γιατὶ ἐπρόκειτο νὰ φᾶνε γιὰ μεσημέρι στὴν Τότ, καὶ τώρα ἀμφιβάλλανε ἂν θὰ φτάνανε ἐκεῖ πρὶν νυχτώσει. Ὅλοι εἶχαν τὰ μάτια τους ἀνοιχτὰ μήπως διακρίνουν καμιὰ ταβέρνα πάνω στὸ δρόμο, ὅταν ἡ ἅμαξα βούλιαξε σὲ μιὰ στοίβα χιονιοῦ καὶ χρειάστηκαν δυὸ ὧρες νὰ τὴν ξεκολλήσουν.
Ἡ ὄρεξη ἄνοιγε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ σκότιζε τὸ μυαλό, ἀλλὰ δὲν φαινότανε πουθενὰ οὔτε μαγέρικο οὔτε κρασοπουλειό, γιατὶ ὁ ἐρχομὸς τῶν Πρώσων ἀπ’ τὴ μιά, κι ἀπ’ τὴν ἄλλη τὸ πέρασμα τοῦ πεινασμένου γαλλικοῦ στρατοῦ εἶχαν τρομοκρατήσει ὅλους τοὺς ἐπαγγελματίες.
Οἱ κύριοι τρέξανε στὰ διάφορα ἀγροκτήματα ποὺ ὑπῆρχαν πέρα ἀπὸ τὸ δρόμο ἀλλὰ δὲν βρῆκαν οὔτε ψωμί, γιατὶ ὁ καχύποπτος χωρικὸς ἔκρυβε τ’ ἀποθέματά του ἀπὸ τὸ φόβο του μὴν τὸν λεηλατήσουν οἱ φαντάροι, ποὺ δὲν εἶχαν νὰ βάλουν μπουκιὰ στὸ στόμα τους κι ἅρπαζαν μὲ τὸ ζόρι ὅ,τι βρίσκανε.
Κατὰ τὴ μία ἡ ὥρα, ὁ Λουαζὸ δήλωσε πὼς ἔνιωθε ἕνα ἀπαίσιο κενὸ στὸ στομάχι του. Ὅλοι ὑποφέρανε σὰν κι αὐτὸν πρὸ πολλοῦ, καὶ μὲ τὴν πείνα ποὺ θέριευε εἶχε πάψει κάθε κουβέντα.
Πότε πότε κάποιος χασμουριότανε. Ἀμέσως σχεδὸν ἀκολουθοῦσε ἄλλος, κι ὁ καθένας μὲ τὴ σειρά του, ἀνάλογα μὲ τὸ χαρακτήρα του, τὴν ἀγωγὴ καὶ τὴν κοινωνική του θέση, ἄνοιγε τὸ στόμα του θορυβωδῶς ἢ κοσμίως, φέρνοντας βιαστικὰ τὸ χέρι του μπροστὰ στὴν τρύπα ποὺ ἔχασκε κι ἀπ’ ὅπου ἔβγαινε ἀχνός.
Πότε πότε κάποιος χασμουριότανε. Ἀμέσως σχεδὸν ἀκολουθοῦσε ἄλλος, κι ὁ καθένας μὲ τὴ σειρά του, ἀνάλογα μὲ τὸ χαρακτήρα του, τὴν ἀγωγὴ καὶ τὴν κοινωνική του θέση, ἄνοιγε τὸ στόμα του θορυβωδῶς ἢ κοσμίως, φέρνοντας βιαστικὰ τὸ χέρι του μπροστὰ στὴν τρύπα ποὺ ἔχασκε κι ἀπ’ ὅπου ἔβγαινε ἀχνός.
Ἡ Χοντρομπαλοὺ ἔσκυψε πολλὲς φορὲς σὰν νὰ ἔψαχνε κάτι κάτω ἀπ’ τὶς φοῦστες της. Δίσταζε γιὰ ἕνα λεπτό, κοίταζε τοὺς διπλανούς της, κι ὕστερα καθότανε πάλι στητή. Τὰ πρόσωπα ὅλων ἦταν χλομὰ καὶ τραβηγμένα. Ὁ Λουαζὸ δήλωσε πὼς θὰ πλήρωνε χίλια φράγκα γιὰ ἕνα χοιρομέρι. Ἡ γυναίκα του ἔκανε μιὰ κίνηση σὰν νά ’θελε νὰ διαμαρτυρηθεῖ κι ὕστερα ἡσύχασε. Στενοχωριότανε πολὺ ὅταν ἄκουγε γιὰ σπατάλες καὶ δὲν καταλάβαινε οὔτε τὰ σχετικὰ ἀστεῖα. «Τὸ θέμα εἶναι πὼς δὲν αἰσθάνομαι καλά», εἶπε ὁ κόμης. «Πῶς δὲν σκέφτηκα νὰ πάρω κάτι μαζί μου;» Κι ὅλοι τά ’βαζαν μὲ τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὸν ἴδιο λόγο.
Ὡστόσο ὁ Κορνιντὲ εἶχε ἕνα φλασκὶ μὲ ρούμι. Πρόσφερε κι ἀρνήθηκαν ψυχρά. Μόνο ὁ Λουαζὸ ἤπιε δυὸ σταγόνες, κι ὅταν ἐπέστρεψε τὸ φλασκί, εὐχαρίστησε καὶ εἶπε: «Κι αὐτὸ κάτι εἶναι, ζεσταίνει καὶ ξεγελάει τὴν πείνα». Τὸ οἰνόπνευμα τοῦ ἔφτιαξε τὸ κέφι καὶ πρότεινε νὰ κάνουν ὅ,τι λέει τὸ τραγούδι μὲ τὸ μικρὸ καράβι: νὰ φᾶνε τὸν πιὸ παχὺ ἀπὸ τοὺς ταξιδιῶτες. Αὐτὸς ὁ ὑπαινιγμὸς γιὰ τὴ Χοντρομπαλοὺ σοκάρισε τοὺς καλοαναθρεμμένους ἀνθρώπους. Κανένας δὲν ἀπάντησε. Ὁ Κορνιντὲ μόνο χαμογέλασε.
Οἱ δύο μοναχὲς εἶχαν πάψει νὰ ξεκουκίζουν τὰ κομποσκοίνια τους καὶ κάθονταν ἀκίνητες μὲ τὰ χέρια χωμένα στὰ φαρδιὰ μανίκια τους, κρατώντας πεισματικὰ τὰ μάτια χαμηλωμένα, ὑποκύπτοντας στὸ μαρτύριο ποὺ τοὺς εἶχε στείλει ὁ οὐρανός.
Τελικὰ στὶς τρεῖς ἡ ὥρα, σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ βρίσκονταν στὴ μέση ἑνὸς ἀτέλειωτου κάμπου ὅπου δὲν ἔβλεπες μήτε ἕνα χωριουδάκι, ἡ Χοντρομπαλοὺ ἔσκυψε ἀποφασιστικὰ καὶ τράβηξε ἔξω ἀπὸ τὸν πάγκο ἕνα μεγάλο καλάθι σκεπασμένο μὲ ἄσπρη πετσέτα.
Ἔβγαλε πρῶτα ἕνα πιατάκι ἀπὸ πορσελάνη, ἕνα κομψὸ ἀσημένιο κύπελλο κι ὕστερα μιὰ τεράστια γαβάθα, ὅπου δυὸ ὁλόκληρα κοτόπουλα, κομμένα σὲ μερίδες, εἴχανε μελώσει μέσα στὸ ζελέ τους. Ἀκόμα, ξεχώριζε κανεὶς μὲς στὸ καλάθι πολλὰ ὡραῖα πράγματα, τυλιγμένα προσεχτικά, διάφορα πατέ, φροῦτα, λιχουδιές, προμήθειες γιὰ ταξίδι τριῶν ἡμερῶν, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἔχει ἀνάγκη τὴν κουζίνα τῶν πανδοχείων. Ἀνάμεσα στὰ πακέτα μὲ τὰ τρόφιμα ξεπρόβαλλαν καὶ οἱ λαιμοὶ τεσσάρων μπουκαλιῶν. Πῆρε μιὰ φτερούγα κοτόπουλου, καὶ μὲ λεπτότητα ἄρχισε νὰ τὴ μασουλάει μαζὶ μ’ ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ φουσκωτὰ ψωμάκια ποὺ στὴ Νορμανδία τὰ εἶχαν βαφτίσει «ἀντιβασιλέα».
Ὅλα τὰ βλέμματα καρφώθηκαν πάνω της. Ὕστερα ἡ μυρωδιὰ ἁπλώθηκε παντοῦ, τὰ ρουθούνια ἀνοιγόκλειναν καὶ γεμίσανε σάλιο τὰ στόματα, ἐνῶ τὰ σαγόνια σφίγγονταν ὀδυνηρὰ κάτω ἀπ’ τὰ αὐτιά. Ἡ περιφρόνηση τῶν κυριῶν γιὰ τὸ κορίτσι ἦταν τώρα τόσο ἄγρια, ποὺ εὐχαρίστως θὰ τὴ σκότωναν ἢ θὰ τὴν πέταγαν ἀπ’ τὸ παράθυρο τῆς ἅμαξας, μὲς στὸ χιόνι, αὐτήν, τὸ κύπελλό της, τὸ καλάθι της καὶ ὅλες τὶς προμήθειές της μαζί.
Μὰ ὁ Λουαζὸ καταβρόχθιζε μὲ τὰ μάτια τὴ γαβάθα μὲ τὰ κοτόπουλα καὶ εἶπε: «Ἂς εἶναι, ἡ κυρία στάθηκε πιὸ προνοητικὴ ἀπὸ μᾶς. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ὅλα τὰ σκέφτονται». Σήκωσε τὸ κεφάλι της πρὸς αὐτόν: «Θὰ θέλατε λίγο, κύριε; Εἶναι δύσκολο νὰ μένει κανεὶς νηστικὸς ἀπ’ τὸ πρωί». Ἐκεῖνος ὑποκλίθηκε: «Μά τὴν πίστη μου, δὲν θ’ ἀρνηθῶ, εἰλικρινὰ δὲν ἀντέχω ἄλλο. Ὁ πόλεμος εἶναι πόλεμος, καλὰ δὲν λέω, κυρία;». Καὶ ρίχνοντας τριγύρω ἕνα βλέμμα, πρόσθεσε: «Εἶναι παρήγορο κάτι τέτοιες στιγμὲς νὰ βρίσκεις ἀνθρώπους ποὺ σὲ ὑποχρεώνουν». Εἶχε μιὰ ἐφημερίδα καὶ τὴν ἅπλωσε γιὰ νὰ μὴ λερώσει τὸ παντελόνι του, καὶ μὲ τὴ μύτη ἑνὸς σουγιᾶ ποὺ κουβαλοῦσε πάντα στὴν τσέπη του τσίμπησε ἕνα μπούτι κουκουλωμένο μὲ τὸ ζελέ του, τὸ κομμάτιασε μὲ τὰ δόντια του κι ὕστερα τὸ μάσησε μὲ τόσο φανερὴ εὐχαρίστηση, ποὺ μέσα στὸ ἁμάξι ἀκούστηκε ἕνας γενικὸς ἀναστεναγμὸς δυσαρέσκειας.
Ἡ Χοντρομπαλού, μὲ γλυκιὰ καὶ ταπεινὴ φωνή, πρότεινε στὶς δύο καλόγριες νὰ μοιραστοῦν τὸ κολατσιό της. Ἐκεῖνες δεχτήκανε ἀμέσως καὶ δίχως νὰ σηκώσουν τὰ μάτια βάλθηκαν νὰ τρῶνε γρήγορα γρήγορα ἀφοῦ ψέλλισαν κάμποσες εὐχαριστίες. Μήτε ὁ Κορνιντὲ ἀρνήθηκε τὴν προσφορὰ τῆς διπλανῆς του, κι ἔτσι, μαζὶ μὲ τὶς μοναχές, ἔφτιαξε ἕνα εἶδος τραπεζιοῦ, ἁπλώνοντας ἐφημερίδες πάνω στὰ γόνατα.
Τὰ στόματα ἀνοιγόκλειναν ἀδιάκοπα, κατάπιναν, μάσαγαν, καταβρόχθιζαν θηριωδῶς. Στὴ γωνιά του ὁ Λουαζὸ τοῦ ἔδινε καὶ καταλάβαινε, ποὺ λένε, καὶ χαμηλόφωνα προσπαθοῦσε νὰ πείσει τὴ γυναίκα του νὰ τὸν μιμηθεῖ. Ἐκείνη ἀντιστάθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα, ὕστερα ὅμως ἀπὸ μιὰ δυνατὴ σύσπαση στὰ ἔντερα ὑποχώρησε. Τότε ὁ ἄντρας της, γλυκαίνοντας τὰ λόγια του, ρώτησε τὴ «γοητευτικὴ σύντροφό τους» ἂν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ προσφέρει ἕνα κομματάκι καὶ στὴν κυρία Λουαζό. Ἡ κοπέλα ἀπάντησε μ’ ἕνα ἀξιαγάπητο χαμόγελο: «Μὰ ἀσφαλῶς, κύριε», καὶ ἅπλωσε τὴ γαβάθα.
Δημιουργήθηκε κάποια ἀμηχανία σὰν ἀνοίχτηκε ἡ πρώτη μπουκάλα τοῦ μπορντώ. Ὑπῆρχε μονάχα ἕνα κύπελλο. Ἤπιαν ὅλοι ἀφοῦ τὸ σκούπισαν. Μόνο ὁ Κορνιντέ, ἀσφαλῶς ἀπὸ εὐγένεια, ἀκούμπησε τὰ χείλια του στὸ σημεῖο ποὺ ἦταν ὑγρὸ ἀκόμα ἀπὸ τὰ χείλια τῆς διπλανῆς του.
Ἡ ὄμορφη κυρία συνῆλθε, ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ δήλωσε μὲ φωνὴ ἑτοιμοθάνατης πὼς αἰσθάνεται πολὺ καλύτερα. Μὰ γιὰ νὰ μὴν ξανασυμβεῖ αὐτό, ἡ καλόγρια τὴν ἀνάγκασε νὰ πιεῖ ἕνα ὁλόκληρο ποτήρι μπορντὼ καὶ πρόσθεσε: «Ἡ πείνα εἶναι καὶ τίποτε ἄλλο».
Στὸ μεταξὺ ὁ κόμης κι ἡ κόμισσα ντὲ Μπρεβίλ, καθὼς κι ὁ κύριος κι ἡ κυρία Καρὲ-Λαμαντὸν ὑπέφεραν τὸ φριχτὸ μαρτύριο τοῦ Ταντάλου, ἔτσι ποὺ βλέπανε τοὺς ἄλλους νὰ τρῶνε καὶ τοὺς ἔπνιγαν οἱ μυρωδιές. Ξαφνικὰ ἡ νεαρὴ γυναίκα τοῦ βιομήχανου ἀναστέναξε κι ὅλοι γύρισαν πρὸς τὸ μέρος της. Ἦταν ἄσπρη ὅπως τὸ χιόνι ἔξω. Τὰ μάτια της κλείσανε, ἔγειρε τὸ μέτωπό της: εἶχε λιγοθυμήσει. Ὁ ἄντρας της, σὰν παλαβός, ζήταγε βοήθεια ἀπ’ ὅλους. Κι ὅλοι τὰ εἴχανε χαμένα, μόνο ἡ ἡλικιωμένη καλόγρια ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι τῆς ἄρρωστης κι ἔσταξε ἀνάμεσα στὰ χείλια της λίγες σταγόνες κρασὶ ἀπὸ τὸ κύπελλο τῆς Χοντρομπαλοῦς. Ἡ ὄμορφη κυρία συνῆλθε, ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ δήλωσε μὲ φωνὴ ἑτοιμοθάνατης πὼς αἰσθάνεται πολὺ καλύτερα. Μὰ γιὰ νὰ μὴν ξανασυμβεῖ αὐτό, ἡ καλόγρια τὴν ἀνάγκασε νὰ πιεῖ ἕνα ὁλόκληρο ποτήρι μπορντὼ καὶ πρόσθεσε: «Ἡ πείνα εἶναι καὶ τίποτε ἄλλο».
Τότε ἡ Χοντρομπαλού, ἀμήχανη καὶ κατακόκκινη, μουρμούρισε κοιτώντας τοὺς τέσσερις ταξιδιῶτες ποὺ εἶχαν μείνει νηστικοί: «Θεέ μου, νὰ τολμήσω νὰ προσφέρω στοὺς κυρίους καὶ στὶς κυρίες...». Σώπασε, ἀπὸ τὸ φόβο μὴν τοὺς προσβάλει. Ὁ Λουαζὸ πῆρε τὸ λόγο: «Μά τὸν Θεό, σὲ τέτοιες περιστάσεις ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδέρφια καὶ πρέπει νὰ βοηθάει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἐμπρός, κυρίες μου, ἀφῆστε τὶς τσιριμόνιες καὶ πάρτε αὐτὸ ποὺ σᾶς δίνουν, τί διάβολο! Μήπως ξέρουμε ἂν θὰ βροῦμε κανένα σπίτι νὰ περάσουμε τὴ νύχτα μας; Ἔτσι ὅπως πᾶμε, δὲν πρόκειται νὰ φτάσουμε στὴν Τὸτ πρὶν ἀπὸ αὔριο τὸ μεσημέρι». Δίσταζαν, δὲν ἔπαιρνε κανένας τὴν εὐθύνη νὰ πεῖ τὸ «ναί». Μὰ ὁ κόμης ξεπέρασε τὴ δυσκολία, γύρισε στὴν κοπέλα, ποὺ καθότανε πτοημένη, καὶ μὲ τὸ ὕφος μεγάλου ἄρχοντα τῆς εἶπε: «Δεχόμεθα, κυρία, καὶ εἴμεθα ὑπόχρεοι».
Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ γίνει τὸ πρῶτο βῆμα. Ἔτσι καὶ διαβήκανε τὸν Ρουβίκωνα, πέσανε μὲ τὰ μοῦτρα στὸ φαΐ. Τὸ καλάθι ἄδειασε. Αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἀπομείνει ἦταν φουαγκρά, πατὲ ἀπὸ κυνήγι, ἀχλάδια, ντόπιο τυρί, ἕνα κομμάτι γλώσσα καπνιστή, πτὶ φοὺρ κι ἕνα βαζάκι γεμάτο ἀγγουράκια καὶ κρεμμυδάκια τουρσί, γιατὶ τῆς Χοντρομπαλοῦς τῆς ἄρεσαν τὰ ξινά, ὅπως σὲ ὅλες τὶς γυναῖκες.