Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα Τα φλογοβόλα (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης) της Rachel Kushner, που κυκλοφορεί την 1η Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
2. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Έκανα πιο κει να μη βαράει ο ήλιος, ξέλυσα το λουράκι στο πιγούνι μου. Ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι στο κλειδοκόκαλο, να στάζει στην πλάτη, να περνάει από το νάιλον εσώρουχό μου, να κατηφορίζει στα πόδια μου κάτω από τη δερμάτινη στολή. Έβγαλα το κράνος και το βαρύ δερμάτινο τζάκετ, τα απίθωσα στο έδαφος και κατέβασα το φερμουάρ στα ανοίγματα του δερμάτινου παντελονιού.
Στάθηκα και κοίταξα κάμποση ώρα τα σύννεφα στο ταξίδεμά τους, αφράτες πουπουλένιες μάζες με ψαλιδισμένο το κάτω μέρος τους, λες και είχε λιώσει σ’ ένα καυτό ταψί.
Υπήρχαν πράγματα που δε γινόταν να παραβλέψω, όπως η σκιά των σύννεφων στη δημοσιά όταν τα έκανε ο άνεμος να τρέχουν με εκατό μίλια την ώρα. Δε βιαζόμουν, διόλου δε με πίεζε ο χρόνος. Η ταχύτητα δεν πρέπει να είναι ζήτημα χρόνου. Εκείνη τη μέρα, καθώς έτρεχα με μια Moto Valera στα ανατολικά του Ρίνο, το ζήτημα ήταν ότι ήθελα να μετακινούμαι στην πολιτεία σύμφωνα με τον χάρτη της Νεβάδα που είχα κολλήσει στο ρεζερβουάρ μου. Μέσα από τη γνώριμη τροχιά στα ανατολικά του Ρίνο, τα μπορντέλα και τα νεκροταφεία αυτοκινήτων, το μεγάλο, όλο καπνούς θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο και το κουβάρι από κουλούρες και σύρματα και περιφράξεις, ένα περιστασιακό φορτηγό τρένο και οι μαίανδροι του ποταμού Τρακί, που ήταν ρηχός το καλοκαίρι, σαν να λέμε οι σιδηροτροχιές και το ποτάμι σε συνόδευαν στον δρόμο προς το Φέρνλι, όπου κι οι δυο τραβούσαν βόρεια.
Από κει και πέρα, η γη έχανε το χρώμα της και τα όποια ειδοποιά γνωρίσματά της, ήταν χώμα με αλιφασκιές και η αδιατάρακτη μονοτονία της δημοσιάς. Επιτάχυνα. Όσο πιο γρήγορα πήγαινα, τόσο πιο πολύ αισθανόμουν ένα με τον χάρτη. Μου έλεγε ο χάρτης ότι πενήντα έξι μίλια μετά το Φέρνλι θα έφτανα στο Λάβλοκ, και τωόντι πενήντα έξι μίλια μετά το Φέρνλι έφτασα στο Λάβλοκ. Πήγαινα από το ένα σημείο του χάρτη σε ένα άλλο σημείο του χάρτη. Γουινεμάκα. Βαλμί. Κάρλιν. Έλκο. Είχα την έντονη αίσθηση ότι ήμουν σε αποστολή, ακόμα και τώρα που στεκόμουν κάτω από τη μουσαμαδένια τέντα σ’ ένα πρατήριο για φορτηγατζήδες κι ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό μου, κι ένα απρόσωπο αεράκι, καυτό και ξηρό, στέγνωνε την υγρασία στο λεπτό φανελάκι μου. Πέντε λεπτά, έταξα στον εαυτό μου. Πέντε λεπτά. Αν έμενα περισσότερο, το μέρος που απεικόνιζε ο χάρτης μπορούσε να σφετεριστεί διπλανές εκτάσεις.
Ένα γαλαζοπούλι πήγε και κάθισε στο κλαρί μιας αγριοκερασιάς κάτω από τα ψηλά πόδια της πινακίδας. Το πουλί γοργοβάδισε στο μπόσικο κλαρί του, τα φτερά του να είναι τόσο ομοιόμορφα γαλάζια λες και τα είχαν βάψει με σπρέι σε κάποιο εργοστάσιο.
Μια διαφημιστική πινακίδα στη δημοσιά έλεγε ΜΠΙΡΑ SCHAEFER. ΠΟΤΕ ΔΕ ΜΕΝΕΙΣ ΣΤΗ ΜΙΑ. Ένα γαλαζοπούλι πήγε και κάθισε στο κλαρί μιας αγριοκερασιάς κάτω από τα ψηλά πόδια της πινακίδας. Το πουλί γοργοβάδισε στο μπόσικο κλαρί του, τα φτερά του να είναι τόσο ομοιόμορφα γαλάζια λες και τα είχαν βάψει με σπρέι σε κάποιο εργοστάσιο. Μου ήρθε στο μυαλό η Πατ Νίξον, τα βαθύχρωμα γυαλιστερά της μάτια και οι τελετουργικές περιβολές της, που ήταν άκαμπτες από το κολλάρισμα στο καθαριστήριο και από τα διακοσμητικά επιθέματα. Τα μαλλιά της βαμμένα στο χρώμα του ουίσκι και λακαρισμένα τόσο που να σχηματίζουν ένα ασάλευτο κύμα. Το πουλί άφησε ένα σύντομο σφύριγμα, έναν μοναχικό μεσημεριανό ήχο που χάθηκε στην απέραντη απλωσιά με τους αρδευτικούς τροχούς πλάι στη δημοσιά. Η Πατ Νίξον ήταν από τη Νεβάδα, όπως κι εγώ και το μικρό τυπικό πουλί της πολιτείας μας, τόσο στιλπνά γαλάζιο στο φως της μέρας. Η Πατ ήταν μια μπεκρού σκληραγωγημένη θαμώνας των ινστιτούτων αισθητικής που έφτασε να γίνει Πρώτη Κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Τώρα θα έχουμε κατά πάσα πιθανότητα τη Ρόζαλιν Κάρτερ, με την κρυστάλλινη φωνή και το μεγάλο ντόμπρο πρόσωπο, που λάμπει από χριστιανική αγάπη και ευσπλαχνία. Εμένα η Πατ με συγκινούσε. Οι άνθρωποι που είναι πιο δύσκολο να τους αγαπήσεις εγείρουν μια πρόκληση, και η πρόκληση κάνει πιο εύκολο το να τους αγαπήσεις. Ωθείσαι να τους αγαπήσεις. Οι άνθρωποι που θέλουν εύκολα να τους αγαπάς δε θέλουν στ’ αλήθεια αγάπη.
Πλήρωσα τη βενζίνη υπό τους ήχους αντρών που βρίσκονταν σ’ έναν θολωτό χώρο και έπαιζαν ένα βίντεο γκέιμ που λεγόταν Οδηγός της Νύχτας. Κάθονταν σε χαμηλά πιλοτήρια καμωμένα από απαστράπτον φάιμπεργκλας και οδηγούσαν με σπασμωδικές κινήσεις και τινάγματα, με άσπρους από την ένταση τους κόμπους στα δάχτυλά τους, παλεύοντας να αποφύγουν τα προστατευτικά κολονάκια με τους ανακλαστήρες στα πλαϊνά του δρόμου, τα πιλοτήρια να καμπανίζουν και να κλυδωνίζονται καθώς ο εκάστοτε οδηγός έβαζε τα δυνατά του να τη γλιτώσει από την καταστροφή, βλαστημώντας και κοπανώντας αγριεμένος το τιμόνι με την παλάμη του όταν το πιλοτήριο συγκρουόταν και καιγόταν. Έτσι ήταν τώρα σε κάμποσα πρατήρια όπου ξαπόσταιναν οι φορτηγατζήδες. Έτσι ξεκουράζονταν οι άντρες απ’ την οδήγηση. Το είπα στον Ρόνι Φοντέν όταν βρεθήκαμε. Νόμιζα ότι θα τον διασκέδαζε πολύ, αλλά ο Ρόνι δε γέλασε καθόλου. Είπε μονάχα «Αχ ναι. Κατάλαβα. Αυτό είναι το ζήτημα με την ελευθερία». «Ποιο;» είπα. Κι αυτός είπε «Ότι κανένας δεν τη θέλει».
Η μητέρα μου δούλευε τις νύχτες, και είχαμε τον Μπόμπι για γονιό. Μετά που τέλειωνε με το φορτηγό, καθόταν ανεξήγητα γυμνός κι έβλεπε τηλεόραση κι έβαζε εμάς να αλλάζουμε κανάλι για να μη σηκώνεται ο ίδιος. Ετοίμαζε για πάρτη του μια γενναία μπριζόλα και έδινε σ’ εμάς έτοιμο φιδέ.
Ο θείος μου ο Μπόμπι, που έβγαζε το ψωμί του μεταφέροντας χώμα, πέρασε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του τινάζοντας το πόδι του για να πατήσει τον συμπλέκτη ενώ ήταν οριζοντιωμένος σ’ ένα νοσοκομείο, και το σώμα του επέμενε να οδηγεί εκείνο το ανατρεπόμενο φορτηγό πατώντας τον συμπλέκτη και αλλάζοντας ταχύτητες καθώς επιτάχυνε προς τον θάνατο πάνω σε ένα τροχήλατο φορείο. «Πέθανε στη δουλειά», είπαν οι δυο του γιοι, ασυγκίνητοι. Ο Μπόμπι ήταν πολύ κακός για να τον αγαπήσουν. Ο Σκοτ και ο Άντι αναγκάζονταν να γρασάρουν το φορτηγό του Μπόμπι κάθε Κυριακή, και τώρα ήταν πεθαμένος και είχαν τις Κυριακές για πάρτη τους, για να γρασάρουν τα δικά τους φορτηγά. Ο Μπόμπι ήταν ο αδελφός της μητέρας μου. Ζούσαμε όλοι μαζί όταν ήμουν μικρή. Η μητέρα μου δούλευε τις νύχτες, και είχαμε τον Μπόμπι για γονιό. Μετά που τέλειωνε με το φορτηγό, καθόταν ανεξήγητα γυμνός κι έβλεπε τηλεόραση κι έβαζε εμάς να αλλάζουμε κανάλι για να μη σηκώνεται ο ίδιος. Ετοίμαζε για πάρτη του μια γενναία μπριζόλα και έδινε σ’ εμάς έτοιμο φιδέ. Μερικές φορές, μας έπαιρνε μαζί του στο καζίνο, μας άφηνε στην αλάνα και παίζαμε με πυραυλάκια. Ή μας έβαζε στο αμάξι και έτρεχε και παίζαμε τον «δειλό» στον Διαπολιτειακό 80, αυτός στο τιμόνι κι εγώ κι ο Σκοτ και ο Άντι στο πίσω κάθισμα να κλείνουμε τα μάτια μας. Κατάγομαι από απερίσκεπτους, αναίσθητους ανθρώπους. Ο Σάντρο το χρησιμοποιούσε εναντίον μου καμιά φορά. Διατεινόταν ότι μπήκα στη ζωή του για να τον βασανίζω, ενώ αλήθευε το ανάποδο. Παρίστανε το θύμα, ενώ το θύμα ήμουν εγώ. Ο Σάντρο είχε όλη την εξουσία. Ήταν μεγαλύτερος, δεκατέσσερα χρόνια, και ήταν φτασμένος καλλιτέχνης, ψηλός και όμορφος με τα ρούχα της δουλειάς και τα άρβυλά του με το ατσάλι μπροστά – τα ίδια ρούχα φόραγαν και ο Μπόμπι και ο Σκοτ και ο Άντι, αλλά στον Σάντρο έδιναν άλλο αέρα: Ήταν ένας τύπος που είχε κληρονομήσει μια περιουσία αλλά μπορούσε να χειριστεί μια χαρά ένα ηλεκτρικό κατσαβίδι, ένα δράπανο, ένας τύπος που δεν τον είχαν ευνουχίσει τα χρήματα, που ντυνόταν σαν χειρώνακτας και καμιά φορά σαν αλήτης αλλά που παρέμενε κομψός και μ’ αυτά τα ρούχα, και ποτέ δεν τον πτοούσε το ερώτημα εάν και κατά πόσον ανήκε σε μια δεδομένη κατάσταση – το ίδιο το ερώτημα είναι απόδειξη ότι δεν ανήκεις.
Ο Σάντρο είχε μια φωτογραφία στο γραφείο του στο λοφτ που τον έδειχνε σ’ έναν καναπέ δίπλα στον Μόρτον Φέλντμαν με τα πατομπούκαλά του, ο Σάντρο άνετος και απόμακρος, με μια ανασηκωμένη, γεμάτη καραμπίνα που η κάννη της ήταν ένα επίμηκες μισό του γράμματος Χ και διέσχιζε διαγώνια τη φωτογραφία. Την έκοβε. Ήταν ασπρόμαυρη φωτογραφία, αλλά διέκρινες ότι τα μάτια του Σάντρο ήταν το αχνό γαλάζιο ενός λύκου, του προσέδιδαν μια παγερή, πανούργα ένταση. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί στο Ράινμπεκ, όπου οι φίλοι του Γκλόρια και Στάνλεϊ Κασλ είχαν ένα σπίτι. Επέτρεπαν στον Σάντρο να πυροβολεί όταν ήταν στο κτήμα τους, να ασκείται στη σκοποβολή με διάφορα πιστόλια και τυφέκια που είχε συλλέξει, ορισμένα από τα οποία είχαν κατασκευαστεί στο εργοστάσιο της οικογένειάς του προτού σταματήσουν να καταπιάνονται με τα όπλα. Στον Σάντρο πιο πολύ απ’ όλα άρεσαν οι κυνηγετικές καραμπίνες και έλεγε ότι, αν ντε και καλά έπρεπε να σκοτώσεις κάποιον, μια καραμπίνα θα έκανε τη δουλειά μια χαρά. Αυτό τον τρόπο είχε για να σου πει λακωνικά και με την ανάλαφρη προφορά του, μια στάλα ιταλική, ότι μπορούσε κάλλιστα να σκοτώσει αν αναγκαζόταν.
Οι γυναίκες τσιμπούσαν. Του την έπεφταν μπροστά μου, η γκαλερίστα του, φέρ’ ειπείν, η Χέλεν Χελενμπέργκερ, μια αυστηρή αλλά πολύ όμορφη Ελληνίδα που ντυνόταν λες και ζούσε αενάως στο 1962, με μαύρο αμάνικο φόρεμα και ανασηκωμένα μαλλιά. Συναντηθήκαμε συμπτωματικά στη Σπρινγκ Στριτ μόλις προτού αναχωρήσω για το Ρίνο, όπου θα πήγαινα να παραλάβω τη Moto Valera που θα είχα στο ταξίδι. Η Χέλεν Χελενμπέργκερ, με το φόρεμά της να της γλείφει το κορμί και με τα ίσια δερμάτινα παπούτσια της, με το τσαντάκι στα χέρια της λες και κρατούσε εργαλειοθήκη, είπε πόσο πολύ επιθυμούσε να έρθει στο στούντιο του Σάντρο. Τι θα έπρεπε να κάνει δηλαδή; Να πέσει γονατιστή και να τον εκλιπαρήσει; Τον είχε πιάσει αγκαζέ και δεν έδειχνε διατεθειμένη να τον αφήσει εάν δεν της έλεγε το ναι. Ο Σάντρο έκανε τις εκθέσεις του στην Γκαλερί Έργουιν Φρέιμ. Η Χέλεν Χελενμπέργκερ ήθελε να τον κλέψει και να τον φέρει στη δική της γκαλερί. Ο Σάντρο επιχείρησε να αλλάξει θέμα συστήνοντάς με όχι σαν κοπέλα του αλλά σαν «νεαρή καλλιτέχνιδα που μόλις τέλειωσε τη σχολή και πήρε το πτυχίο», σαν να έλεγε, δεν μπορείς να έχεις εμένα αλλά να κάτι που μπορείς να τσιμπήσεις αν είναι. Μια προσφορά που η Χέλεν αποποιήθηκε μ’ έναν ελιγμό προκειμένου να τον πιέσει κι άλλο για να εξασφαλίσει την επίσκεψή της στο στούντιό του.
Η Χέλεν Χελενμπέργκερ εκπροσωπούσε τους καλύτερους καλλιτέχνες της Land Art, όλοι τους είχαν τρία τέσσερα χρόνια στη δουλειά και πουλούσαν, και έτσι ένιωσα μεγάλη συστολή με την επιμονή του Σάντρο να μάθει η Χελενμπέργκερ για μένα, για τη δουλειά μου. Δεν ήμουν έτοιμη να δείξω δουλειά στην γκαλερί της Χελενμπέργκερ, και με το να καμώνεται ότι μπορώ, ο Σάντρο με πρόσβαλλε δίχως να έχει αναγκαστικά την πρόθεση. Δεν αποκλείεται να το καταλάβαινε. Να έβρισκε ένα κάποιο διεστραμμένο χιούμορ στο να με προσφέρει στη θέση του.
Έκανε να με αγκαλιάσει αλλά πήγα πιο κει. Ήξερα τι ήμουν τώρα γι’ αυτή την όμορφη γυναίκα που είχε πλαγιάσει με τους μισούς καλλιτέχνες της, όπως έλεγε ο Ρόνι Φοντέν, που ήταν και ο ίδιος καλλιτέχνης της: Δεν ήμουν παρά ένα απειροελάχιστο κώλυμα στην εκστρατεία της να αναλάβει τον Σάντρο.
«Ώστε λοιπόν φεύγεις για τα δυτικά;» με ρώτησε προτού χωριστούμε, και μετά με ρώτησε για το ταξίδι μου μ’ ένα ενδιαφέρον που δεν έμοιαζε αληθινό. Πολύ αργότερα πια, σκέφτηκα ξανά εκείνη τη στιγμή, για δες. Ώστε φεύγεις απ’ την πόλη; Για το Ρίνο, στο Αϊντάχο. Για κάπου πολύ μακριά.
Όταν ετοίμαζα τα πράγματά μου για να φύγω, ο Σάντρο φερόταν λες και δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσω, λες και τον παράταγα στη μοναξιά και στη βαρεμάρα, λες και επρόκειτο για μια ποινή που έμελλε να υπομείνει παραιτημένος. Σήκωσε τα μάτια του με βαρυγκώμια για το ραντεβού που είχε καταφέρει να εκβιάσει η Χέλεν Χελενμπέργκερ.
«Θα με τρώνε εδώ πέρα τα όρνια», είπε, «ενώ εσύ θα διασχίζεις τις αλυκές και θα σαλιαρίζουν μαζί σου οι άγνωστοι ανταγωνιστές μου, θα σε κοιτάνε σαν ξερολούκουμο και θα κάνουν σαν αποσβολωμένοι ηλίθιοι. Διότι αυτό κάνεις», είχε πει, «αναχαιτίζεις τη σκέψη, τη βραχυκυκλώνεις. Με τον νεανικό ηλεκτρισμό σου».
Ποτέ δε μένεις στη μία. Κάθισα στο πρατήριο, αντικριστά σ’ εκείνη την πινακίδα, και σκεφτόμουν αφελώς ότι αρκούσε ο νεανικός ηλεκτρισμός μου.
Ανάμεσα στους καλλιτέχνες της Land Art που εκπροσωπούσε η Χέλεν Χελενμπέργκερ ήταν και ο πιο διάσημος, ο Ρόμπερτ Σμίθσον, που είχε πεθάνει πριν από τρία χρόνια, όταν ήμουν ακόμη φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα στο Ρίνο. Είχα μάθει διάφορα γι’ αυτόν και για την Ελικοειδή Προβλήτα, από μια νεκρολογία σε κάποια εφημερίδα και όχι από τα μαθήματα στη σχολή μου, που ήταν επαρχιώτικη και συντηρητική – η αλήθεια στο προσβλητικό, σνομπ φέρσιμο της Χέλεν ήταν ότι όντως έμαθα πιο πολλά από τον Σάντρο παρά από την Καλών Τεχνών. Στη νεκρολογία είχαν παραθέσει και τα λόγια του αρχιεργάτη που έφτιαξε την Ελικοειδή Προβλήτα και που έλεγε πόσο μπελαλίδικη ήταν η ανέγερση σε τόσο μαλακή λάσπη, και ότι λίγο έλειψε να χάσει κάποιον πανάκριβο εξοπλισμό. Είχε θέσει σε κίνδυνο άντρες και μπουλντόζες, και είχε μετανιώσει που ανέλαβε το έργο, και εμφανίζεται κι ο καλλιτέχνης μες στην έρημο της Γιούτα, Ιούλιο μήνα, έχει 45 βαθμούς Κελσίου και ο τύπος φοράει μαύρο δερμάτινο παντελόνι. Ο Σμίθσον, σύμφωνα με τη νεκρολογία, είχε δηλώσει ότι η μόλυνση και η βιομηχανία μπορεί να είναι όμορφες, και ότι ακριβώς εξαιτίας της νέας σιδηροδρομικής γραμμής και των εκσκαφέων και βυθοκόρων επέλεξε για το έργο του αυτό το μέρος της Μεγάλης Αλμυρής Λίμνης, εκεί όπου είχε τεχνητά διακοπεί ο εφοδιασμός της λίμνης σε φρέσκο νερό και έτσι είχε αυξηθεί η περιεκτικότητα σε αλάτι και δεν ήταν δυνατόν να φυτρώσει οτιδήποτε άλλο εκτός από κόκκινα φύκια. Ήθελα αμέσως να το δω αυτό το πράγμα που δημιούργησε ένας Νεοϋορκέζος καλλιτέχνης με δερμάτινο παντελόνι, ο οποίος περιέγραψε τον κόσμο στα δυτικά με τους σωρούς σκωρίας και παλιοσίδερων, όπως τον ήξερα, και αποφάσισε ότι άξιζε να καταπιαστεί καλλιτεχνικά μαζί του. Πήγα εκεί, διέσχισα τη Νεβάδα και κατηφόρισα ίσαμε τα σύνορα της Γιούτα. Είδα τα νερά που σχημάτιζαν παράξενες στοιβάδες, αφρώδεις και λευκές και ακανόνιστες. Οι λευκές στοιβάδες έμοιαζαν πολύ με χιόνι αλλά κινούνταν σαν σαπουνάδα, παλλόμενες καθώς ήταν και αβαρείς. Ακανθώδη φυτά της ερήμου κατά μήκος της ακτής ήταν καλυμμένα με μια παγωμένη γούνα από κάτασπρο αλάτι. Η προβλήτα ήταν βυθισμένη αλλά τη διέκρινα κάτω από την επιφάνεια των νερών. Ήταν από τον ίδιο βασάλτη με την ακτή της λίμνης, αναδιευθετημένη ώστε να έχει άλλη μορφή. Οι καλύτερες ιδέες είναι συχνά τόσο απλές, ακόμα και προφανείς, μονάχα που δεν τις είχε σκεφτεί κανείς προηγουμένως. Κοίταξα τα νερά και την άλλη, την αλαργινή όχθη της λίμνης, αυτής της αχανούς γαβάθας της καμωμένης από κενότητα, μυτερούς ακανόνιστους βράχους, ήλιο ψηλά στον ουρανό, ακινησία. Και μετακόμιζα, έφευγα, πήγαινα στην πόλη της
Νέας Υόρκης.
Και ήταν ειρωνεία αυτό, μια και ο καλλιτέχνης είχε πάει από τη Νέα Υόρκη στη Δύση για να υλοποιήσει τα ιδιαζόντως δυτικά του όνειρα. Εγώ ήμουν από τη Δύση, από τον κόσμο με τα κράνη εργασίας και τις μπουλντόζες που εξιδανίκευαν ρομαντικά οι καλλιτέχνες της Land Art. Γιατί λοιπόν η Χέλεν Χελενμπέργκερ καμωνόταν ότι συγχέει το Αϊντάχο με τη Νεβάδα; Ήταν ειρωνεία αλλά παρέμενε γεγονός ότι έπρεπε να πας στη Νέα Υόρκη πρώτα αν ήταν να γίνεις καλλιτέχνης της Δύσης. Εάν δηλαδή γινόμουν κάτι τέτοιο. Το δήλωσε κανονικά ο Σάντρο, «Είναι επηρεασμένη από τη Land Art», αλλά αυτό λειτουργούσε και σαν εξήγηση του γεγονότος ότι ήταν με μια γυναίκα τόσο νέα, μια γυναίκα δίχως σημαίνουσα καταγωγή και δίχως επιτεύγματα στον χώρο της τέχνης. Έτσι είπε, έτσι ήταν.
Όταν ήμουν μικρή και έκανα σκι στη Σιέρρα, ένιωθα ότι ζωγράφιζα στου όρους την όψη, χαράσσοντας μεγάλες καμπύλες γραμμές όλο χάρη. Έτσι είχα αρχίσει να ζωγραφίζω, είπα στον Σάντρο, από μικρό κοριτσάκι, πέντε έξι χρονών, με τα χιονοπέδιλά μου. Αργότερα, όταν η ζωγραφική έγινε συνήθεια, τρόπος ζωής, τρόπος καταγραφής του χρόνου, σκεφτόμουν πάντοτε το σκι. Όταν άρχισα το αγωνιστικό σκι, τα σλάλομ και τα γιγαντιαία σλάλομ, ήταν σαν να ιχνηλατούσα και να ξεπατίκωνα γραμμές που είχαν ήδη ζωγραφιστεί, και η πρόκληση για ένα τεχνικό επίτευγμα που επισκίαζε το πρωταρχικό, το να τελειώσεις σημειώνοντας τον μικρότερο δυνατό χρόνο, ήταν το να μείνω ακριβώς πάνω στις γραμμές, να περνάω όσο πιο νωρίς γινόταν από τις «πόρτες», να μην αφήνω κανένα ίχνος, γιατί, όσο πιο πολύ βύθιζες τις μεταλλικές άκρες των σκι, όσο πιο βαθιές χαρακιές έκανες στο χιόνι με το πέρασμά σου, τόσο πιο πολύ χρονοτριβούσες. Πάσχιζες να μην τινάζεται χιόνι πίσω σου. Πάσχιζες να μην αφήνεις ίχνη. Να κάνεις όσο πιο απαλά γίνεται σκι, χωρίς να βυθίζονται τα πέδιλα στο χιόνι. Έπρεπε να αποφεύγω τις αυλακιές γύρω και κάτω από τις «πόρτες», βαθιές χαρακιές όταν το χιόνι ήταν μαλακό, επιλέγοντας να γλιστράω με χάρη, δίχως να κάνω απότομες στροφές και να βυθίζονται τα πέδιλα στο χιόνι καθώς όδευα καρφί προς το τέρμα.
Το να κάνω σκι ήταν σαν να ζωγράφιζα στον χρόνο, είπα στον Σάντρο. Είχα βρει επιτέλους κάποιον να με ακούει και να θέλει να καταλάβει: τα δύο πράγματα που αγαπούσα ήταν η ζωγραφική και η ταχύτητα, και με το σκι τα είχα συνδυάσει αυτά τα δύο. Ήταν ζωγραφική με σκοπό τη νίκη.
Το να κάνω σκι ήταν σαν να ζωγράφιζα στον χρόνο, είπα στον Σάντρο. Είχα βρει επιτέλους κάποιον να με ακούει και να θέλει να καταλάβει: τα δύο πράγματα που αγαπούσα ήταν η ζωγραφική και η ταχύτητα, και με το σκι τα είχα συνδυάσει αυτά τα δύο. Ήταν ζωγραφική με σκοπό τη νίκη.
Τον πρώτο χειμώνα που έβγαινα με τον Σάντρο είχαμε πάει να περάσουμε τα Χριστούγεννα στο σπίτι των Κασλ στο Ράινμπεκ. Χιόνιζε πολύ ένα βράδυ, και το πρωί δανείστηκα χιονοπέδιλα και έκανα κρος κάντρι σε μια χιονισμένη λίμνη, σχημάτισα με τα ίχνη μου ένα Χ και το φωτογράφισα. «Ωραίο αυτό», είπε ο Σάντρο, «το Χ σου». Αλλά εγώ δεν έμεινα ικανοποιημένη από κείνα τα ίχνη. Ήταν πολύ έντονη η προσπάθεια, πολύ βαριές σερνάμενες κηλίδες από τα μπατόν κάθε τρία μέτρα. Το κρος κάντρι σκι ήταν σαν τρέξιμο. Ήταν σαν βάδισμα. Στοχαστικό και αεροβικό. Το ίχνος ήταν καλύτερο αν ήταν καθαρό, αν είχε γίνει με υπερφυσική ταχύτητα. Ζήτησα από τους Κασλ να μας δανείσουν το φορτηγάκι τους. Σχηματίσαμε κύκλους στο χιονοσκέπαστο λιβάδι πιο πέρα από τη λίμνη· εγώ στο τιμόνι, να σπινάρω όπως μου είχαν μάθει ο Σκοτ και ο Άντι, και ο Σάντρο να σκάει στα γέλια καθώς γλιστρούσαν τα λάστιχα του φορτηγού. Σχημάτισα πλατιά κυκλικά ίχνη στο λιβάδι και τα φωτογράφισα. Αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με την τέχνη, απλώς το διασκεδάζαμε εκεί πάνω. Για μένα η τέχνη προερχόταν από μια στοχαστική μελαγχολική μοναξιά. Ένιωθα ότι έπρεπε να εμπλέκει ρίσκα, αληθινό, ατόφιο ρίσκο, η τέχνη.
Τα πέντε μου λεπτά στο πρατήριο είχαν σχεδόν περάσει. Έπλεκα πάλι τα μαλλιά μου, που είχαν μπλεχτεί από τον άνεμο και είχαν πατικωθεί εδώ κι εκεί από το μαξιλαράκι στο εσωτερικό του κράνους μου.
Οι φορτηγατζήδες κουβέντιαζαν για τα χρώματα των φορτηγών. Ένα μεγάλο βαθυκόκκινο φορτηγό έλαμπε σαν παγωτό γρανίτα ανάμεσα στις νταλίκες. Ένα ποτήρι κόκα κόλα εκτοξεύτηκε προς τη μάσκα του, ψηφίζοντας έτσι μ’ έναν κρότο και τον σαματά απ’ τα παγάκια. Οι άντρες γέλασαν και άρχισαν να το διαλύουν. Η Νεβάδα ήταν ένας χρωματικός τόνος, ένα φως, μια νέκρα που αποτελούσαν μέρος μου. Όμως τώρα είχα γυρίσει αλλιώς. Είχα φύγει. Και τώρα ήμουν εδώ όχι επειδή είχα ξεμείνει εδώ αλλά επειδή είχα να κάνω κάτι. Είχα έρθει να το κάνω και μετά να επιστρέψω στη Νέα Υόρκη.