Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα Η πείνα (μτφρ. Δ. Παπαγρηγοράκης) του Knut Hamsun, που κυκλοφορεί στις 19 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[...]
Ήταν τότε που βολόδερνα πεινασμένος στη Χριστιανία, αυτή τη θαυμαστή πόλη που δεν εγκαταλείπεις χωρίς να έχει αφήσει τα σημάδια της πάνω σου.
Ξάγρυπνος στη σοφίτα μου, ακούω κάποιο ρολόι κάτω να χτυπάει έξι φορές∙ είχε ήδη φωτίσει η ημέρα και ο κόσμος είχε αρχίσει να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά. Κοντά στην πόρτα, εκεί όπου ο τοίχος του δωματίου μου ήταν ταπετσαρισμένος με παλιά φύλλα της Morgenbladet, ξεχώριζα καθαρά μια εγκύκλιο του υπεύθυνου της Υπηρεσίας Φάρων και αριστερά της, μια φανταχτερή διαφήμιση για λαχταριστό φρεσκοψημένο ψωμί, από τον φούρναρη Φάμπιαν Ούλσεν.
Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, άρχισα να αναρωτιέμαι, από συνήθεια και μόνο, αν υπήρχε κάτι να προσμένω από εκείνη τη μέρα. Περνούσα κάπως δύσκολα τελευταία∙ το ένα μετά το άλλο τα πράγματά μου είχαν μεταφερθεί στον «θείο», ήμουν εκνευρισμένος και ευέξαπτος, μάλιστα καμιά δυο φορές είχα μείνει στο κρεβάτι όλη ημέρα λόγω της ζαλάδας που με ταλαιπωρούσε. Μια στο τόσο, όταν η τύχη ήταν με το μέρος μου, κατάφερνα να βγάλω πέντε κορόνες από κάποια εφημερίδα για μια ιστορία σε συνέχειες.
Καθώς η ημέρα φώτιζε, βάλθηκα να διαβάζω τις αγγελίες στην εφημερίδα πλάι στην πόρτα. Μάλιστα κατάφερα να διακρίνω τα ισχνά, κακοφτιαγμένα γράμματα: «Σάβανα – δεσποινίς Άντερσεν – δεξιά της κυρίας εισόδου». Απασχολήθηκα έτσι κάμποση ώρα, ώσπου άκουσα το ρολόι κάτω να χτυπάει οκτώ, σηκώθηκα και ντύθηκα.
Αυτό το άδειο δωμάτιο, όπου το πάτωμα έτριζε και υποχωρούσε σε κάθε βήμα μου, ήταν σαν απαίσιο, σαραβαλιασμένο φέρετρο∙ ούτε κανονική κλειδαριά στην πόρτα ούτε σόμπα πουθενά. Τη νύχτα ξάπλωνα να κοιμηθώ πάνω στις κάλτσες μου, προκειμένου να έχουν στεγνώσει ελαφρώς μέχρι το πρωί.
Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Εκεί που στεκόμουν έβλεπα ένα σκοινί για το άπλωμα της μπουγάδας και μια αλάνα. Στο βάθος, το καμίνι που είχε απομείνει από ένα καμένο σιδηρουργείο και μερικοί εργάτες που καθάριζαν. Ακούμπησα τους αγκώνες μου στο περβάζι του παραθύρου και κοίταξα ψηλά. Προμηνυόταν μια λαμπρή ημέρα. Είχε μπει το φθινόπωρο, αυτή η όμορφη, δροσερή εποχή του χρόνου, όταν όλα αλλάζουν χρώμα και σιγά σιγά χάνονται. Οι δρόμοι, ήδη γεμάτοι κίνηση και θόρυβο, με προκαλούσαν να βγω έξω. Αυτό το άδειο δωμάτιο, όπου το πάτωμα έτριζε και υποχωρούσε σε κάθε βήμα μου, ήταν σαν απαίσιο, σαραβαλιασμένο φέρετρο∙ ούτε κανονική κλειδαριά στην πόρτα ούτε σόμπα πουθενά. Τη νύχτα ξάπλωνα να κοιμηθώ πάνω στις κάλτσες μου, προκειμένου να έχουν στεγνώσει ελαφρώς μέχρι το πρωί. Το μόνο που κάπως με ευχαριστούσε ήταν μια μικρή, κόκκινη, κουνιστή πολυθρόνα, όπου καθόμουν το βράδυ, μισοκοιμόμουν και στοχαζόμουν κάθε λογής πράγματα. Όταν φυσούσε δυνατός αέρας και οι πόρτες κάτω ήταν ανοιχτές, διάφοροι αλλόκοτοι ήχοι και σφυρίγματα ανέβαιναν μέσα από τις χαραμάδες του πατώματος και των τοίχων, ενώ η Morgenbladet στον τοίχο κοντά στην πόρτα είχε σκισίματα μεγάλα σαν παλάμη.
Πήγα και έψαξα σε έναν σωρό από ανακατεμένα πράγματα στη γωνία δίπλα στο κρεβάτι μήπως βρω κάτι για πρωινό, όμως δεν υπήρχε τίποτα και ξαναγύρισα στο παράθυρο.
Ένας Θεός ξέρει, σκέφτηκα, αν έχει νόημα να ψάχνω για δουλειά πια! Οι αρνήσεις, οι μασημένες υποσχέσεις και τα ξερά όχι, οι ελπίδες που τράφηκαν μόνο για να διαψευστούν, οι νέες προσπάθειες που πάντα κατέληγαν στο μηδέν… όλα αυτά είχαν εξαντλήσει το κουράγιο μου. Είχα επιδιώξει μια θέση εισπράκτορα, αλλά είχα φτάσει πολύ αργά∙ επιπλέον, δεν είχα να καταβάλω τις πενήντα κορόνες για εγγύηση. Πάντα παρουσιαζόταν κάποιο εμπόδιο. Είχα κάνει αίτηση ακόμα και για το Πυροσβεστικό Σώμα. Καθόμασταν μισή εκατοστή άντρες στον προθάλαμο και κορδωνόμασταν για να δώσουμε την εντύπωση πως ήμασταν δυνατοί και ατρόμητοι. Ένας αξιωματικός περνούσε και εξέταζε τους υποψηφίους, ψαχούλευε τα μπράτσα τους και έκανε καμιά δυο ερωτήσεις. Εμένα με προσπέρασε κουνώντας απλώς το κεφάλι του και λέγοντας πως ήμουν ακατάλληλος λόγω των γυαλιών που φορούσα. Παρουσιάστηκα ξανά χωρίς γυαλιά και στάθηκα στη σειρά, με φρύδια σμιχτά και ματιά κοφτερή σαν μαχαίρι, όμως εκείνος με προσπέρασε ξανά χαμογελώντας – φαίνεται πως με είχε αναγνωρίσει. Το χειρότερο ήταν πως τα ρούχα μου ήταν σε τόσο ελεεινή κατάσταση, που δεν μπορούσα πλέον να παρουσιαστώ για να διεκδικήσω κάποια θέση σαν αξιοπρεπής άνθρωπος.
Σε τι φοβερό κατήφορο κατρακυλούσα σταθερά και ασταμάτητα! Στο τέλος έμεινα κατά παράξενο τρόπο απογυμνωμένος από τα πάντα, δεν είχα καν μια χτένα ή ένα βιβλίο να διαβάζω, όταν η κατάσταση γινόταν αβάσταχτη. Ολόκληρο το καλοκαίρι περιπλανιόμουν στα νεκροταφεία ή στον βασιλικό κήπο, όπου καθόμουν και έγραφα άρθρα για τις εφημερίδες, στήλη τη στήλη, επί παντός επιστητού – παράξενες ιδέες και εμπνεύσεις, φαντασιοκοπίες του ταραγμένου μου μυαλού. Μέσα στην απόγνωσή μου, επέλεγα συχνά τα πιο αλλόκοτα θέματα, που μου κόστιζαν πολύωρες προσπάθειες και απορρίπτονταν συστηματικά. Μόλις τελείωνα ένα κομμάτι, άρχιζα αμέσως ένα καινούργιο και δεν με αποθάρρυνε εύκολα η άρνηση των εκδοτών∙ έλεγα διαρκώς μέσα μου πως κάποτε θα πετύχαινα. Και πραγματικά, όταν είχα την τύχη με το μέρος μου και κατάφερνα να γράψω κάτι καλό, συνέβαινε να πάρω πέντε ολόκληρες κορόνες για δουλειά μισής ημέρας.
Έφυγα από το παράθυρο, πήγα στον λαβομάνο και έριξα λίγο νερό στα γόνατα του παντελονιού μου που είχαν γυαλίσει, για να ζωηρέψει το χρώμα και να δείχνει πιο καινούργιο το παντελόνι. Έπειτα, έβαλα χαρτί και μολύβι στην τσέπη μου, όπως πάντα, και βγήκα έξω. Κατέβηκα τη σκάλα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα για να μην τραβήξω την προσοχή της σπιτονοικοκυράς μου∙ της χρωστούσα το νοίκι κάμποσες ημέρες τώρα αλλά δεν είχα τίποτα, πώς να πλήρωνα;
Η ώρα ήταν εννέα. Τριξίματα από άμαξες και φωνές γέμιζαν τον αέρα, μια τερατώδης πρωινή χορωδία όπου μπερδεύονταν τα βήματα των πεζών με τις στράκες από τα μαστίγια των αμαξάδων. Όλη αυτή η φασαρία και η κίνηση γύρω μού έφτιαξαν τη διάθεση και άρχισα να νιώθω όλο και πιο ευχαριστημένος. Το μόνο που δεν μου περνούσε από το μυαλό ήταν να κάνω μια πρωινή βόλτα στον καθαρό αέρα. Τι χρειαζόταν ο καθαρός αέρας στα πνευμόνια μου; Ήμουν δυνατός σαν γίγαντας και μπορούσα να σταματήσω μια άμαξα μόνο με τα μπράτσα μου. Μια παράξενη διάθεση χαρούμενης ανεμελιάς με είχε κυριέψει. Άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους που συναντούσα και προσπερνούσα, διάβαζα τις αφίσες στους τοίχους, έπιανα τη ματιά κάποιου μέσα σε ένα περαστικό τραμ, ήμουν ανοιχτός στο καθετί – σε όλα τα τυχαία μικροπράγματα που έμπαιναν στον δρόμο μου κι ύστερα χάνονταν.
Να ’χα και τίποτα να φάω μια τέτοια λαμπρή μέρα! Έξω από ένα κρεοπωλείο στεκόταν μια γυναίκα με ένα καλάθι στο χέρι και κοίταζε εξεταστικά τα λουκάνικα για το δείπνο. Όταν πέρασα από δίπλα της, γύρισε και με κοίταξε.
Να ’χα και τίποτα να φάω μια τέτοια λαμπρή μέρα! Το χαρούμενο πρωινό με συνεπήρε, μια ασυγκράτητη αίσθηση ευεξίας με κατέκλυσε και άρχισα να σιγοτραγουδώ από χαρά, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Έξω από ένα κρεοπωλείο στεκόταν μια γυναίκα με ένα καλάθι στο χέρι και κοίταζε εξεταστικά τα λουκάνικα για το δείπνο. Όταν πέρασα από δίπλα της, γύρισε και με κοίταξε. Είχε ένα μοναδικό μπροστινό δόντι στο στόμα της. Έτσι νευρικός και ευαίσθητος που είχα γίνει τις τελευταίες μέρες, το πρόσωπο της γυναίκας μού φάνηκε αποκρουστικό∙ το μακρύ κίτρινο δόντι της έμοιαζε με μικρό δάχτυλο που πρόβαλλε από τη μασέλα της και τα μάτια της ήταν ακόμη γεμάτα λουκάνικα καθώς στράφηκε προς εμένα. Έχασα αμέσως την όρεξή μου και ένιωσα αναγούλα. Φτάνοντας στην αγορά, πλησίασα μια κρήνη και ήπια λίγο νερό. Κοίταξα ψηλά. Το ρολόι στον πυργίσκο της εκκλησίας του Σωτήρος έδειχνε δέκα.
Περπατούσα στους δρόμους δίχως καμία έννοια στο κεφάλι, στεκόμουν σε κάποια γωνία χωρίς λόγο, έστριβα και έπαιρνα κάποια πάροδο χωρίς σκοπό. Πήγαινα με το ρεύμα, περιπλανιόμουν εδώ κι εκεί μέσα στο χαρούμενο πρωινό, αρμένιζα ανέμελος ανάμεσα σε άλλους ανέμελους ανθρώπους. Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και διάφανη, και δεν υπήρχε ούτε μια σκιά στη σκέψη μου.
[...]