Προδημοσίευση από το ποιητικό έργο του Λέοναρντ Κοέν Το βιβλίο του ελέους (1984), που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Περισπωμένη περίπου στα μέσα του μήνα.
1
Σταμάτησα ν' ἀκούσω, ἀλλὰ δὲν ἦρθε. Ξανάρχισα μὲ μιὰ αἴσθηση ἀπώλειας. Καθὼς ἡ αἴσθηση αὐτὴ βάθαινε, τὸν ἄκουσα πάλι. Σταμάτησα νὰ σταματάω, καὶ σταμάτησα νὰ ἀρχίζω, καὶ ἀφέθηκα νὰ μὲ συντρίψει ἡ ἄγνοια. Ἦταν κι αὐτὴ μιὰ στρατηγική, ἀλλὰ δὲν δούλεψε καθόλου. Πολὺς χρόνος, χρόνια χάθηκαν σ'αὐτὸ τὸν ἐλάσσονα τρόπο. Τώρα παζαρεύω. Δίνω κουμπιὰ γιὰ τὴν ἀγάπη του. Ἐκλιπαρῶ γιὰ ἔλεος. Σιγὰ σιγὰ ὑποχωρεῖ. Πηγαίνει διστακτικὰ πρὸς τὸ θρόνο του. Ἀπρόθυμα οἱ ἄγγελοι δίνουν ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ τὴν ἄδεια νὰ τραγουδήσει. Μὲ μιὰ μετάβαση τόσο διακριτικὴ ποὺ περνάει ἀπαρατήρητη, τὸ δικαστήριο παίρνει θέση πάνω σὲ ἀκτίνες χρυσῆς συμμετρίας, καὶ γι'ἄλλη μιὰ φορὰ νά με πάλι τραγουδιστὴς στὶς κάτω χορωδίες, γεννημένος πρὶν ἀπὸ πενήντα χρόνια γιὰ νὰ ὑψώσω τὴ φωνή μου ὣς ἐδῶ, καὶ ὄχι πιὸ πάνω.
2
Ἀφήνοντας τὸ βασιλιά, ἄρχισα τὶς πρόβες, τί θὰ ἔλεγα στὸν κόσμο: πρόβες μακρές, ὅλο ἐπαναλήψεις, φανταστικὰ χειροκροτήματα, ταπεινώσεις, διατάγματα ἐκδίκησης. Πρηζόμουν ἔτσι ποὺ συνομωτοῦσα μὲ τὴ φιλοδοξία μου, πάλευα, διεσταλλόμουν, καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα γέννησα ἕναν πίθηκο. Μετὰ ἀπὸ κάποιες μικρὲς ἀναπόφευκτες παρεξηγήσεις, ὁ πίθηκος μοῦ ἐπιτέθηκε. Κουτσαίνοντας, σκοντάφτοντας, ἔτρεξα πίσω στὶς ἀπαστράπτουσες αὐλὲς τοῦ βασιλιᾶ. «Ποῦ εἶναι ὁ πίθηκός σου;» ρώτησε ὁ βασιλιάς. «Φέρε μου τὸν πίθηκό σου.» Τὸ ἔργο ἀργεῖ. Ὁ πίθηκος γέρασε. Πίσω ἀπὸ τὰ κάγκελά του κάνει τὸ γελωτοποιό, μιμούμενος τὰ χέρια μας στὸ ὄνειρο. Ἀντιμέτωπος μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἐπείγοντος ποὺ τοῦ μεταφέρω μὲ κάθε ἐπισημότητα, ἀνοιγοκλείνει τὰ μάτια. Ποιός βασιλιάς; θέλει νὰ ξέρει. Ποιά αὐλή; Ποιά λεωφόρος;
3
Ἄκουσα τὴν ψυχή μου νὰ τραγουδάει πίσω ἀπὸ ἕνα φύλλο, ἔκοψα τὸ φύλλο, ἀλλὰ τότε τὴν ἄκουσα νὰ τραγουδάει πίσω ἀπὸ ἕνα πέπλο. Ἔσκισα τὸ πέπλο, ἀλλὰ τότε τὴν ἄκουσα νὰ τραγουδάει πίσω ἀπὸ ἕνα τοῖχο. Γκρέμισα τὸν τοῖχο, καὶ ἄκουσα τὴν ψυχή μου νὰ τραγουδάει ἐναντίον μου. Ξανάχτισα τὸν τοῖχο, ἐπιδιόρθωσα τὴν κουρτίνα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ ἀποκαταστήσω τὸ φύλλο. Τὸ κράτησα στὸ χέρι μου κι ἄκουσα τὴν ψυχή μου νὰ τραγουδάει μὲ δύναμη ἐναντίον μου. Αὐτὸ σημαίνει νὰ μελετᾶ κανεὶς χωρὶς ἕνα φίλο.
4
Ἀφοῦ ἔψαξα μέσα στὶς λέξεις, καὶ δὲν βρῆκα ἡσυχία, ἦρθα σὲ σένα, σοῦ ζήτησα νὰ φωτίσεις τὴν καρδιά μου. Ἡ προσευχή μου διασπάστηκε, ντρεπόμουν ποὺ γελάστηκα πάλι, κι ὅλος πίκρα, στὸ μέσο μιᾶς ἐκκωφαντικῆς ἥττας, εἶπα νὰ φωτίσω τὴν καρδιὰ μόνος μου. Ἐκεῖ ἦταν ποὺ βρῆκα τὴ θέλησή μου, ἕνα ἀδύναμο πράγμα ποὺ λιμοκτονοῦσε ἀνάμεσα σὲ φτέρες, γυναῖκες καὶ φίδια. Εἶπα στὴ θέλησή μου, «Ἔλα, ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ μᾶς ἀγγίξει ὁ ἄγγελος τοῦ τραγουδιοῦ,» καὶ ξαφνικὰ βρισκόμουν πάλι στὸ κρεβάτι τῆς ἥττας, στὴ μέση τῆς νύχτας, νὰ ἐκλιπαρῶ ἔλεος, νὰ ψάχνω μέσα στὶς λέξεις. Μὲ τὶς δυὸ ἀσπίδες τῆς πίκρας καὶ τῆς ἐλπίδας, σηκώθηκα προσεχτικά, καὶ βγῆκα ἀπὸ τὸ σπίτι νὰ πάω νὰ σώσω τὸ θηλυκὸ ἄγγελο τοῦ τραγουδιοῦ ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου εἶχε μόνη της ἁλυσοδεθεῖ στὴ γύμνια της. Σκέπασα τὴ γύμνια της μὲ τὴ θέλησή μου, καὶ σταθήκαμε στὸ βασίλειο ποὺ λάμπει μπροστά σου, ὅπου ὁ Ἀδὰμ εἶναι μυστηριωδῶς ἐλεύθερος, καὶ ἔψαξα μέσα στὶς λέξεις γιὰ λέξεις ποὺ δὲν θὰ ἔκαμπταν τὴ θέληση ἀπομακρύνοντάς την ἀπό ἐσένα.
5
«Ἄσε με νὰ ἀναπαυθῶ», φώναξε μέσα ἀπὸ τὸν πανικὸ στὴν κορυφὴ τοῦ σωροῦ τῶν ἡμερῶν του. «Ἄσε με νὰ ἀναπαυθῶ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως», ἱκέτευσε ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς ἀδράνειας. «Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς εἶναι βαρὺς στὰ χέρια μου, δὲν μπορῶ νὰ συγκρατήσω ἄλλο τὸ Φαραώ». Ἔπιασε τὸ γιακά του σφιχτὰ στὸ σκοτάδι, τόσο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἀναπνεύσει, καὶ ἄνοιξε θυμωμένος τὸ βιβλίο γιὰ νὰ δώσει στὸ νόμο τὴν πληρωμή του. Ἕνας ἄγγελος, χωρὶς δική του ἐξουσία, εἶπε «Σφράγισες ὅλες τὶς πύλες ἐκτὸς ἀπὸ αὐτήν· γι'αὐτό, θὰ πάρεις λίγο φῶς, σὲ ἀναλογία πρὸς τὸ λίγο κουράγιο σου.» Ἡ ντροπή του σκαρφάλωσε στὸν ἑαυτό της γιὰ νὰ βρεῖ ὕψος ἀπ'ὅπου νὰ χυθεῖ. Ἀκολούθησε ἕνα ἄκουσμα πιὸ γλυκό, μὲ πιὸ ἤρεμη φωνή: «Δὲν ἔχω πίστη στὸν ἄνθρωπο, καὶ ἄγγελο δὲν ἐμπιστεύομαι.» Ἀμέσως ἡ Τορὰ τοῦ τραγούδησε, καὶ ἄγγιξε τὰ μαλλιά του, καὶ γιὰ μιὰ στιγμή, σὰν δῶρο στὴν ὑπηρεσία τῆς πιὸ πανάρχαιας μνήμης του, φόρεσε τὸ χωρὶς βάρος στέμμα, τὸ στέμμα ποὺ ἀφαιρεῖ τὸ βάρος, τὸ φόρεσε μέχρι ποὺ ἡ καρδιά του μπόρεσε νὰ πεῖ, «Πόσο πολύτιμη ἡ κληρονομία!» Τὸ στέμμα ποὺ ξεπηδάει ἀπὸ τὰ γράμματα, ἕνα στέμμα σὰν τὴ δροσιὰ ποὺ ποτίζει τὸ χορτάρι σταγόνες μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι, σὰν τὸ φιλὶ τῆς μητέρας στὸ ξεκίνημα τοῦ πολέμου, τὸ χέρι τοῦ πατέρα ποὺ ἀφήνει τὸ μέτωπο νὰ γυαλίζει, τὸ στέμμα ποὺ δὲν ξεχωρίζει κανέναν ὡς βασιλιὰ πάνω ἀπὸ τοὺς συντρόφους του. «Ὁδήγησέ με βαθιὰ στὸ Σάββατό σου, ἄσε με νὰ καθίσω κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ποὺ ἔχεις στέψει γιὰ πάντα, καὶ ἄσε με νὰ μελετήσω πῶς ἀναπαύονται.»