Προδημοσίευση από το αφήγημα του Κριστιάν Μπομπέν, Ο Σχοινοβάτης, σε μετάφραση Φοίβου Ι. Πιομπίνου - Béatrice Connolly, που θα κυκλοφορήσει εντός των προσεχών ημερών από τις εκδόσεις Κίχλη.
[...]
«Τίποτα ἀκόμη ἀπὸ δουλειὰ λοιπόν;» – ἦταν ἡ ἐρώτηση ποὺ μοῦ ἔκανε ὁ καινούργιος φίλος μου κάθε φορὰ ποὺ συναντιόμασταν. «Ὄχι ἀκόμη ἢ μᾶλλον ποτὲ πιὰ» –ἦταν ἡ ἀπάντησή μου. Ὕστερα ξαναπιάναμε τὴ συζήτηση ἐκεῖ ὅπου τὴν εἴχαμε ἀφήσει τὴν προηγούμενη μέρα. Δύο θέματα ἐπανέρχονταν κάθε τόσο: ἡ ποίηση καὶ τὸ τσίρκο. Δύο τρόποι νὰ μιλᾶς μὲ οἰκειότητα στ' ἄστρα, εἶπε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ κεφάλι ἀλόγου.
Πρὶν ἐγκατασταθῶ σ' αὐτὸ τὸ λιβάδι, δούλευα σ' ἕνα τσίρκο. Ἔκανα ἕνα ἀκροβατικὸ νούμερο μαζὶ μὲ μιὰ φίλη μου, μιὰ γυναίκα μὲ κεφάλι φοράδας. Κάθε βράδυ, κάναμε ἕνα πηγαινέλα σ' ἕνα συρματόσκοινο ἑφτὰ μέτρα πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Ἡ φίλη μου ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ μία ἄκρη, κι ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἔπρεπε νὰ συναντιόμαστε στὴ μέση, νὰ φιλιόμαστε κι ἔπειτα νὰ ἐπιστρέφουμε στὴν κούρνια μας, περπατώντας πάνω στὰ χέρια αὐτὴ τὴ φορά. Δέκα χρόνια χωρὶς οὔτε μία φορὰ νὰ πέσουμε. Ἔπειτα κάτι συνέβη. Κάτι τὸ ἀσήμαντο στὴν ἀρχή. Ἡ φίλη μου παραπονέθηκε ὅτι τῆς πονοῦσε ἡ πλάτη. Σκέφτηκε νὰ ἐπισκεφθεῖ ἕναν γιατρό, ἀλλὰ ὅλα ἔγιναν ταχύτατα. Ἐμφανίστηκαν δύο καρούμπαλα ποὺ μέσα σὲ μιὰ νύχτα ἔγιναν δυὸ φτεροῦγες. Οἱ θεατὲς ἐκτίμησαν ἐκεῖνο ποὺ θεώρησαν σκηνοθετικὸ εὕρημα. Ἰδιαίτερα χάρηκαν τὰ παιδιά. Γι' αὐτὰ τίποτα τὸ ἀδύνατον. Ἕνα σῶμα νεαρῆς γυναίκας, ἕνα κεφάλι φοράδας, δυὸ μπλὲ φτεροῦγες ἀνάμεσα στοὺς ὤμους, τίποτα δὲν τὰ ξαφνιάζει. Ὑπῆρχε μιὰ τρύπα στὴν τέντα· τὴν προηγούμενη μέρα, μιὰ θύελλα ταλαιπώρησε τὸ πανί. Τὸ χαλάζι τὸ ἔσκισε. Ἀπὸ τὴν τρύπα περνοῦσε λίγος ἀέρας. Τίποτα τὸ ἐνοχλητικό, ἡ παράσταση δὲν ματαιώθηκε. Ἀρχίσαμε τὸ νούμερό μας. Ἀφοῦ διασχίσαμε, ἐκείνη κι ἐγώ, τὸ μισὸ σκοινί, φιληθήκαμε ἴσως λίγο πιὸ ἔντονα ἀπ' ὅ,τι συνήθως· ὕστερα ἡ φίλη μου τίναξε τὶς φτεροῦγες της καί, σ' ἕνα δευτερόλεπτο, πέταξε μέσ' ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς τέντας. Τὰ χειροκροτήματα κράτησαν μία ὥρα. Δὲν τὴν ξανάδα ποτέ.
Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς συζήτησης, ὁ φίλος μου μὲ τὸ κεφάλι ἀλόγου κοίταξε πάνω ἀπὸ τὸν ἀριστερό μου ὦμο, σὰν κάτι τὸ συναρπαστικὸ νὰ συνέβαινε ξαφνικὰ στὸν οὐρανό. Στράφηκα νὰ δῶ. Δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Ἐκεῖνος ἐπωφελήθηκε γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἕνα λεπτὸ στὸ βάθος τοῦ λιβαδιοῦ. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ φράχτη, εἶδα ἀπὸ ἕναν ὠκεανὸ καὶ στὰ δυό του μάτια. Καμώθηκα πὼς δὲν πρόσεξα τίποτα.
Ἀφότου πέταξε μακριὰ ἡ φίλη μου, ἤμουν ἀνίκανος νὰ σταθῶ στὸ σκοινί. Χάνοντάς την, εἶχα χάσει τὴν ἐλαφράδα μου. Ἦταν, βλέπετε, παιχνιδάκι γιὰ μένα νὰ περπατάω ἑφτὰ μέτρα πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀφοῦ τό 'κανα γιὰ νὰ τὴ συναντήσω. Γιὰ τὴ χαρὰ νὰ τὴν πλησιάσω, θὰ ἔκανα καὶ θαύματα. Ἀνέβηκα πολλὲς φορὲς ξανὰ στὸ σκοινί, ἀλλὰ στὰ τρία βήματα ἔπεφτα. Ὁ διευθυντὴς τοῦ τσίρκου μοῦ πρότεινε νὰ μετατρέψω τὸ νούμερό μου ἀλλάζοντας κοστούμι. Ντυθεῖτε κλόουν, μοῦ εἶπε. Ἔτσι τὰ πεσίματά σας δὲν θὰ φαίνονται πιὰ σὰν ἀδεξιότητες ἀλλὰ σὰν μέρος τοῦ νούμερου. Δὲν εἶχε ἄδικο, γιὰ νὰ μὴν πῶ μάλιστα ὅτι εἶχε ἀπόλυτα δίκιο· οἱ ἀληθινοὶ καλλιτέχνες ἀντλοῦν τὴ δύναμή τους ἀπ' αὐτὸ ποὺ τοὺς καταβάλλει. Ἕνα ἐμπόδιο τῆς ζωῆς τὸ μετατρέπουν σὲ χάρη. Ἔκανα προσπάθειες. Ἀλλὰ τὰ πεσίματά μου παραῆταν ἀληθινά. Ἔβγαινα ἀπὸ τὴ σκηνὴ ὅλο μελανιές, καὶ δὲν ἔκανα κανέναν νὰ γελάσει. Ἀναγκάστηκα νὰ ἐγκαταλείψω τὸ τσίρκο καὶ νὰ πιάσω ἄλλη δουλειά.
Ἄσκησα ὅλα περίπου τὰ ἐπαγγέλματα ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ φυράματός μου. Τὸ πιὸ εὐχάριστο ὑπῆρξε ὁμολογουμένως τοῦ καθαριστῆ σ' ἕνα μικρὸ σχολεῖο. Στὸ διάλειμμα τὰ παιδιὰ σκαρφάλωναν στοὺς ὤμους μου. Κάναμε πολλὲς φορὲς τὸ γύρο τῆς αὐλῆς καλπάζοντας.
Ἦρθε ὅμως ἡ κούραση καὶ μαζὶ μ' αὐτὴ μιὰ τιποτένια σύνταξη. Βρῆκα αὐτὸ τὸ λιβάδι καὶ δὲν ξαναφεύγω πιὰ ἀπὸ δῶ. Στὴν ἀρχὴ διάβαζα νύχτα μέρα. Μοῦ πέρασε ὅμως. Δὲν θά 'θελα νὰ εἶμαι πολὺ ἄδικος μὲ τὰ βιβλία. Τοὺς χρωστάω ὡραῖες στιγμές. Μὴν ξεχνᾶμε, ἀπὸ τὰ δέντρα προέρχονται καὶ καμιὰ φορὰ τὸ θυμοῦνται αὐτό· μερικὲς φράσεις κάποιων βιβλίων θροΐζουν σὰν τὰ φύλλα τῆς ἀκακίας. Ἀλλὰ περιμένω πολὺ περισσότερα. Μὴ μὲ ρωτᾶτε τί περιμένω ἔτσι. Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς ἀπαντήσω. Ἕνα εἶναι βέβαιο, πὼς ὅλη ἡ γραπτὴ σοφία τοῦ κόσμου δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα γιὰ μένα· περιμένω κάτι πιὸ μεγάλο ἀπ' ὅ,τι μπορεῖ νὰ γραφτεῖ. Ὅμως βλέπω πῶς συννεφιάζει. Καλύτερα νὰ ἐπιστρέψετε στὸ σπίτι σας. Τὰ μῆλα ποὺ μοῦ φέρατε σήμερα ἦταν ὑπέροχα. Στὴν ἀγορὰ τὰ ψωνίζετε;
[...]