Προδημοσίευση από το διήγημα του Fernando Pessoa, Ένα πολύ πρωτότυπο δείπνο, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Αρμάου, που θα κυκλοφορήσει εντός των προσεχών ημερών από τις εκδόσεις Gutenberg.
[...]
Τὸ δεῖπνο κόντευε νὰ τελειώσει. Ἡ συζήτηση εἶχε πλέον ἐνταθεῖ, τόσο ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἀτόμων ποὺ μιλοῦσαν, ὅσο κι ἐξαιτίας τοῦ θορύβου ἀπὸ τὶς ἀνάμικτες, ἀσυντόνιστες καὶ διασταυρούμενς φωνές τους. Ὁ Πρόζιτ ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει σιωπηλός. Ὁ κύριος ὁμιλητής, ὁ καπτεν-Γκρεσάιβ, φθεγγόταν ὅλο λυρισμό. Ἐπέμενε στὸ ἔλλειμμα φαντασίας (ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσε), ποὺ ἀπέβαινε ἀντιπαραγωγικὸ στὴν ἐπινόηση νέων, μοντέρνων πιάτων. Μιλοῦσε μὲ ἔξαψη. Στὴν τέχνη τῆς γαστρονομίας, ἔλεγε, χρειάζονται πάντα νέα πιάτα. Ἡ ἀντιληπτική του δεξιότητα ἦταν μικρή, περιοριζόταν στὴν τέχνη ποὺ γνώριζε. Ἰσχυριζόταν μετ’ ἐμφάσεως, ὠθώντας ἔτσι λανθασμένα κιόλας νὰ ἐννοηθεῖ, πὼς μονάχα στὴ γαστρονομία ἡ πρωτοτυπία ἦταν τόσο ἐξέχουσας σημασίας. Καὶ αὐτὸς ἴσως νὰ ἦταν ἁπλῶς ἕνας διακριτικὸς τρόπος νὰ ὑποστηρίξει πὼς ἡ γαστρονομία εἶναι ἡ μόνη ἐπιστήμη καὶ ἡ μόνη τέχνη.
«Εὐλογημένη τέχνη», ἀναφώνησε ὁ καπετάνιος, «ποὺ ἡ συντήρησή της εἶναι μιὰ διαρκὴς ἐπανάσταση! Γι’ αὐτὴν θὰ μποροῦσα νὰ πῶ», συνέχισε, «ὅ,τι εἶπε ὁ Σοπενχάουερ γιὰ τὸν κόσμο, πὼς διατηρεῖται δηλαδὴ μέσω τῆς καταστροφῆς του.»
«Γιατί, Πρόζιτ», εἶπε ἕνα μέλος ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ τραπεζιοῦ, παρατηρώντας τὴ σιωπὴ τοῦ προέδρου, «Γιατί, Πρόζιτ, δὲν ἔχεις πεῖ ἀκόμα τὴν ἄποψή σου; Πὲς κάτι, ἄνθρωπέ μου. Μήπως εἶναι ἀλλοῦ τὸ μυαλό σου; Εἶσαι μελαγχολικὸς ἢ μήπως ἄρρωστος;»
Ὅλοι κοίταξαν πρὸς τὸ μέρος τοῦ Πρόζιτ. Ὁ Πρόεδρος τοὺς χαμογέλασε μὲ τὸν συνήθη, μοχθηρὸ καὶ μυστηριώδη του τρόπο, οὔτε εὔθυμα οὔτε καὶ σοβαρά. Αὐτὸ τὸ χαμόγελο, ὅμως, εἶχε νόημα: προοιώνιζε μὲ κάποιο τρόπο τὸ παράδοξο ποὺ θὰ ἔκρυβαν τὰ λόγια ποὺ ἐπακολούθησαν.
Ὁ Πρόεδρος ἔσπασε τὴ σιωπὴ ποὺ εἶχε ἀφεθεῖ νὰ ἐπικρατήσει ὡσότου ἀκουστεῖ ἡ ἀδημόνως ἀναμενόμενη ἄποψή του.
«Ἔχω μία πρόταση νὰ κάνω, μία πρόσκληση», εἶπε. «Ἔχω τὴν προσοχή σας; Μπορῶ νὰ μιλήσω;»
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ξεστόμισε, ἡ σιωπὴ φάνηκε νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ βαθαίνει. Ὅλα τὰ βλέμματα συγκεντρώθηκαν πάνω του. Κάθε κίνηση, κάθε χειρονομία ἔμεινε στὴ μέση, καθότι ὅλη ἡ προσοχὴ ἑστιάστηκε πάνω του.
«Κύριοι», ἄρχισε ὁ Χὲρ Πρόζιτ, «σκοπεύω νὰ σᾶς καλέσω σὲ ἕνα δεῖπνο ποὺ ἰσχυρίζομαι ὅτι σὲ παρόμοιό του δὲν ἔχετε παρευρεθεῖ ποτὲ ξανά. Ἡ πρόσκλησή μου εἶναι ταυτόχρονα καὶ πρόκληση. Καὶ θὰ σᾶς ἐξηγήσω ἀμέσως τί ἐννοῶ.»
Μεσολάβησε μιὰ σύντομη παύση. Κανεὶς δὲν κουνιόταν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πρόζιτ, ὁ ὁποῖος στράγγισε ἕνα ποτήρι κρασί.
«Κύριοι», ἐπανέλαβε μὲ ἕναν τρόπο εὔγλωττα εὐθύ, «ἡ πρόκλησή μου, ἀπευθυνόμενη πρὸς ὁποιονδήποτε, εἶναι ἡ ἑξῆς: Σὲ δέκα μέρες ἀπὸ τώρα, θὰ παραθέσω ἕνα δεῖπνο νέου τύπου, ἕνα πολὺ πρωτότυπο δεῖπνο. Καὶ εἶστε ὅλοι καλεσμένοι.»
Μουρμουρητὰ γιὰ ἐξηγήσεις, ἐρωτήματα ξεπήδησαν ἀπὸ ὅλες τὶς γωνίες τοῦ τραπεζιοῦ. Πρὸς τί μία τέτοια πρόσκληση; Τί ἐννοοῦσε; Τί εἶχε νὰ προτείνει; Γιατί ὅλη αὐτὴ ἡ ἀσάφεια στὶς ἐκφράσεις; Καί, τέλος πάντων, τί λογῆς πρόκληση ἀκριβῶς ἦταν αὐτὴ ποὺ μόλις εἶχε ἀναφέρει;
«Στὸ σπίτι μου», εἶπε ὁ Πρόζιτ, «στὴν πλατεία.»
«Καλῶς.»
«Δὲν σκοπεύεις νὰ μεταφέρεις στὸ σπίτι σου τὶς συναντήσεις τῆς κοινότητας;» ρώτησε ἕνα μέλος.
«Ὄχι, εἶναι μόνο γιὰ τὴν συγκεκριμένη περίσταση.»
«Καὶ θὰ εἶναι κάτι πραγματικὰ τόσο πρωτότυπο, Πρόζιτ;» ρώτησε πεισματικὰ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δύσπιστα μέλη.
«Πολὺ πρωτότυπο. Μιὰ ἀπόλυτη καινοτομία.»
«Μπράβο!»
«Ἡ πρωτοτυπία αὐτοῦ του δείπνου ἔχει νὰ κάνει», συνέχισε ὁ Πρόεδρος, σὰ νὰ ἐξέφραζε μιὰ δεύτερη σκέψη, «ὄχι τόσο μὲ τὴν ἐντύπωση ἢ αὐτὸ ποὺ φαίνεται, ὅσο μὲ τὸ νόημα, τὸ περιεχόμενό του. Προκαλῶ ὁποιονδήποτε ἐδῶ μέσα (καί, θά ’λεγα, τὸν ὁποιονδήποτε ὁπουδήποτε, ὅσον ἀφορᾶ στὸ προκείμενο) νὰ δηλώσει, ὅταν πιὰ θά ’χει αὐτὸ τελειώσει, σὲ τί συνίστατο ἡ πρωτοτυπία του. Κανείς, σᾶς διαβεβαιώνω, δὲν θὰ τὸ μαντέψει. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόκλησή μου. Ἴσως νὰ σκεφτήκατε πὼς ἐννοοῦσα ὅτι κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παραθέσει ἕνα πιὸ πρωτότυπο συμπόσιο. Ὄχι, ὅμως, δὲν εἶναι αὐτό· εἶναι ὅπως σᾶς τὸ εἶπα. Ὅπως βλέπετε, εἶναι πολὺ πιὸ πρωτότυπο. Εἶναι πρωτότυπο πέραν πάσης προσδοκίας σας.»
«Μποροῦμε νὰ μάθουμε», ρώτησε ἕνα ἄλλο μέλος, «τὸ κίνητρο γι’ αὐτὴ τὴν πρόσκληση;»
«Μὲ προέτρεψε σ’ αὐτὴ τὴν κίνηση», ἐξήγησε ὁ Πρόζιτ, καὶ τὸ πρόσωπό του πῆρε μιὰν ἔκφραση σαρκαστικὴ στὴν ἀποφασιστικότητά του, «μιὰ συζήτηση ποὺ ἔκανα πρὶν ἀπὸ τὸ τωρινὸ δεῖπνο. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐδῶ παρόντες φίλους μου θ’ ἄκουσαν τὴ φιλονικία. Αὐτοὶ εἶναι σὲ θέση νὰ ἐνημερώσουν ὅσους ἐνδιαφέρονται νὰ μάθουν. Λοιπόν, ἀποδέχεστε τὴν πρόκληση;»
«Φυσικά! Βεβαίως!» ἀκούστηκαν φωνὲς ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ τραπεζιοῦ.
Ὁ πρόεδρος κατένευσε, χαμογέλασε· ἀντλώντας ἱκανοποίηση ἀπὸ κάποια ἐσωτερικὴ ἑστία ἐνατένισης ποὺ ἔδειχνε νὰ τὸν διασκεδάζει, ξαναβυθίστηκε στὴ σιωπή.
Ἀφοῦ ὁ Χὲρ Πρόζιτ εἶχε ἀνακοινώσει τὴν ἐκπληκτική του πρόκληση καὶ πρόσκληση, μεμονωμένες κουβέντες ἄνοιξαν ἀνάμεσα στὰ μέλη σχετικὰ μὲ τὰ ἀληθινὰ γι’ αὐτὴν κίνητρα. Κάποιοι ἦταν τῆς γνώμης πὼς ἐπρόκειτο γιὰ ἄλλο ἕνα ἀπὸ τὰ ἀστεῖα τοῦ Προέδρου, ἄλλοι πὼς ὁ Πρόζιτ ἤθελε νὰ κάνει μιὰν ἀκόμη ἐπίδειξη τῶν ἱκανοτήτων του περὶ τὰ γαστρονομικά, κίνηση λογικὰ ἀχρείαστη ἀπὸ τὴ μιά, ἐφόσον (καθὼς ἔλεγαν) κανεὶς δὲν τὶς εἶχε ἀμφισβητήσει, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, προσφιλὴ στὸν καθέναν πρὸς ἱκανοποίηση τῆς ματαιοδοξίας του γιὰ τὴν τέχνη του. Ἄλλοι πάλι ἦταν βέβαιοι πὼς ἡ πρόσκληση εἶχε γίνει ἀκριβῶς ἐξαιτίας κάποιων νεαρῶν, προερχόμενων ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Φρανκφούρτης, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ στὸν Πρόεδρο εἶχε ἀναπτυχθεῖ μιὰ ἀντιπαλότητα γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς γαστρονομίας. Ἀποδείχτηκε τελικά, ὅπως θὰ δοῦν ὅσοι διαβάζουν τὸ παρὸν κείμενο, πὼς ὁ σκοπὸς τῆς πρόκλησης εἶχε νὰ κάνει ἀκριβῶς μὲ αὐτὴ τὴν τρίτη ὑπόθεση. Ὁ ἄμεσος σκοπός, ἐννοῶ, καθότι, ὄντας ἀνθρώπινο πλάσμα κι ὁ Πρόεδρος, καὶ μάλιστα ἕνα πολὺ πρωτότυπο πλάσμα, ἡ πρόσκλησή του ἔφερε, ψυχολογικῶς πως, ἴχνη καὶ τῶν τριῶν προθέσεων ποὺ τοῦ εἶχαν καταλογίσει.
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ἔγινε ἀμέσως πιστευτὸ πὼς ἡ διαφωνία ἦταν τὸ ἀληθινὸ κίνητρο ποὺ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Πρόζιτ (ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε ὑποστηρίξει) ἦταν ἐπειδὴ ἡ πρόκληση εἶχε διατυπωθεῖ μὲ τόσο ἀσαφή, τόσο μυστηριώδη τρόπο, ὥστε δὲν φάνταζε καὶ τόσο πιθανὸ νὰ εἶναι ἁπλῶς ἀπάντηση σὲ μιὰ πρόκληση, μιὰν ἐκδικητικὴ πράξη, καὶ τίποτ’ ἄλλο. Ὅπως καὶ νά ’χει, τελικά, δὲν μποροῦσαν παρὰ νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν ἐξήγησή του.
Ἡ συζήτηση τὴν ὁποία εἶχε μνημονεύσει ὁ πρόεδρος εἶχε λάβει χώρα (ἔλεγαν αὐτοὶ ποὺ γνώριζαν) ἀνάμεσα στὸν ἴδιον καὶ σὲ πέντε νεαροὺς ἄνδρες ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Φρανκφούρτης. Δὲν ἐπρόκειτο γιὰ κάποια ξεχωριστὰ ἄτομα, πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς ἦταν γαστρονόμοι – πράγμα ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι, ἐξάλλου, καὶ ἡ μοναδικὴ ἰδιότητά τους ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ. Ἡ συζήτηση μαζί τους εἶχε διαρκέσει ἐπὶ μακρόν. Ὁ ἰσχυρισμός τους ἦταν, ἐξ ὅσων θυμόμασταν, πὼς κάποιο πιάτο ποὺ ἕνας τους εἶχε ἐπινοήσει, ἢ κάποιο δεῖπνο ποὺ εἶχαν παραθέσει, ἀποτελοῦσε γαστρονομικὸ ἐπίτευγμα ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ προέδρου. Πάνω σ’ αὐτὸ εἶχε ξεσπάσει ὁ διαπληκτισμός· γύρω ἀπ’ αὐτὸ τὸ κέντρο ἡ ἀράχνη τοῦ ἀνταγωνισμοῦ εἶχε ὑφάνει μὲ πανουργία τὸν ἱστό της.
[...]