Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Colm Tóibín, Η διαθήκη της Μαρίας, σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου, που θα κυκλοφορήσει εντός των προσεχών ημερών από τις εκδόσεις Ίκαρος.
[...]
Όταν έρχονται οι δυο επισκέπτες μου, μου μετακινούν τα πράγματα, λες και το σπίτι είναι δικό τους, λες και η αναδιευθέτηση των επίπλων σε τούτο το δωμάτιο θα τους δώσει εξουσία εδώ μέσα που δεν μπορεί να τους τη δώσει τίποτε άλλο. Και όταν τους λέω να τα βάλουν στη θέση τους –να ξαναβάλουν το τραπέζι μπροστά στον τοίχο, να σηκώσουν τις κανάτες με το νερό από το πάτωμα και να τις ακουμπήσουν στο ράφι όπου τις ακουμπάω συνήθως–, κοιτάζονται μεταξύ τους και μετά κοιτούν εμένα με σημασία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν πρόκειται να κάνουν τίποτε απ’ αυτά που τους λέω, ότι θα ασκήσουν την εξουσία τους ακόμη και στα πιο ασήμαντα, ότι δεν σηκώνουν κουβέντα από κανέναν. Τους ανταποδίδω το βλέμμα με την ελπίδα ότι θα διακρίνουν την περιφρόνησή μου ή έστω μια κάποια αντανάκλαση της ηλιθιότητάς τους, παρότι δεν αισθάνομαι περιφρόνηση, νιώθω σχεδόν χαρούμενη και το διασκεδάζω, γιατί μοιάζουν τόσο με αγοράκια που ψάχνουν στα τυφλά να βρουν έναν τρόπο να δείξουν ποιος είναι ο μεγαλύτερος, ποιος έχει το πάνω χέρι. Δεν με απασχολεί η διευθέτηση των επίπλων, και κάθε μέρα να τους αλλάζουν θέση δεν με ενοχλεί, οπότε τις περισσότερες φορές γυρίζω άρον άρον στις δουλειές μου, σαν να έχω αποδεχτεί πειθήνια την ήττα μου. Και περιμένω.
Υπάρχει μια καρέκλα σ’ αυτό το δωμάτιο όπου δεν έχει καθίσει ποτέ κανείς. Μπορεί στο παρελθόν τούτη την καρέκλα να την χρησιμοποιούσαν κάπου αλλού κάθε μέρα, όμως από τούτο το κατώφλι πέρασε σε μια εποχή που ένιωθα απεγνωσμένα την ανάγκη να θυμάμαι τα χρόνια που γνώριζα την αγάπη. Έτσι αποφάσισα ότι δεν θα την χρησιμοποιούσε κανείς. Ανήκει στη μνήμη, ανήκει σ’ έναν άνθρωπο που δεν θα γυρίσει, που το σώμα του είναι πια χώμα αλλά που κάποτε διαφέντευε το σύμπαν. Δεν θα γυρίσει. Έχω φυλαγμένη την καρέκλα στο δωμάτιο επειδή δεν θα γυρίσει. Δεν χρειάζεται να του έχω φυλαγμένο φαγητό ή νερό ή μια θέση στο κρεβάτι μου ή τα όποια νέα μπόρεσα να μάθω από δω κι από κει που ίσως τον ενδιέφεραν. Κρατάω την καρέκλα αδειανή. Όχι πως κάνω τίποτα σπουδαίο, καμιά φορά την κοιτάζω καθώς περνάω, κι αυτό είναι όλο κι όλο που μπορώ να κάνω, ίσως είναι αρκετό, ίσως έρθει η μέρα που δεν θα έχω πια ανάγκη τόσο κοντά μου κάτι που να μου τον θυμίζει. Ίσως καθώς οδεύω προς τις τελευταίες μέρες μου, η ανάμνησή του θα αποσυρθεί πιο βαθιά μέσα στην καρδιά μου και δεν θα χρειάζομαι πια να με βοηθάει κανένα αντικείμενο σε τούτο το δωμάτιο.
Από τον τραχύ τους τρόπο, από τις κινήσεις τους που είναι λες και κάνουν εισβολή στο χώρο, ήξερα ότι κάποιος από τους δυο θα διάλεγε τη συγκεκριμένη καρέκλα, δήθεν τυχαία, οπότε θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο να του φέρεις αντίρρηση. Εγώ όμως το περίμενα.
«Μην καθίσεις σ’ αυτή την καρέκλα», του είπα, όταν είχε σπρώξει το τραπέζι στο πλάι και είχε τραβήξει έξω την καρέκλα, που την είχα στριμώξει προσεκτικά κόντρα στον τοίχο, να μη μου τη βεβηλώσουν οι επισκέπτες μου. «Πάρε τη διπλανή, αυτήν όχι».
«Να μη χρησιμοποιήσω καρέκλα;» με ρώτησε σαν να απευθυνόταν σε χαζή. «Σε τι άλλο χρησιμεύουν οι καρέκλες; Να μην κάτσω σε μια καρέκλα;» Ο τόνος του τώρα ήταν μάλλον θρασύς παρά απειλητικός, πάντως το στοιχείο της απειλής υπήρχε.
«Σ’ αυτή την καρέκλα δεν κάθεται κανείς», είπα σιγανά.
«Κανείς;» επανέλαβε.
Χαμήλωσα κι άλλο τη φωνή μου.
«Κανείς», αποκρίθηκα.
Οι δυο επισκέπτες μου αλληλοκοιτάχτηκαν. Περίμενα. Δεν τους γύρισα την πλάτη, προσπάθησα να δείχνω καλοσυνάτη, να δίνω την εντύπωση ότι είναι μάταιο να με προκαλέσουν, ειδικά για κάτι που στα μάτια τους φάνταζε σαν καπρίτσιο, σαν γυναικεία ιδιοτροπία.
«Γιατί όχι;» με ρώτησε γλυκά και συνάμα ελαφρώς σαρκαστικά.
«Γιατί όχι;» με ξαναρώτησε σαν να είχε να κάνει με παιδάκι.
Ανάσαινα με δυσκολία, ακούμπησα τα χέρια μου στη ράχη της πιο κοντινής μου καρέκλας, κι από το πώς έβγαινε η ανάσα μου, από το πόσο επιβραδύνθηκαν ξαφνικά οι παλμοί της καρδιάς μου συνειδητοποίησα ότι λίγος καιρός έμενε ακόμη προτού φύγει όλη η ζωή, η λίγη που είχε απομείνει, από μέσα μου, πώς σβήνει η φλόγα μια μέρα γαλήνια, αβίαστα, με την ελάχιστη υποψία ανέμου, τρεμουλιάζει ξαφνικά και μετά σβήνει, έσβησε, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ αναμμένη.
«Μην καθίσεις εκεί», είπα σιγανά.
«Πρέπει να μου εξηγήσεις το γιατί», μου είπε.
«Η καρέκλα αυτή», του είπα, «προορίζεται για κάποιον που δεν θα γυρίσει».
«Θα γυρίσει», μου είπε.
«Όχι», αποκρίθηκα, «δεν θα γυρίσει».
«Θα γυρίσει ο γιος σου», επέμεινε.
«Η καρέκλα είναι για τον άντρα μου», του είπα με τέτοιο τρόπο σαν να ήταν τώρα εκείνος ο χαζός. Ένιωθα ικανοποίηση για τον προσδιορισμό, λες και από μόνη της η αναφορά «ο άντρας μου» επανέφερε κάτι στο δωμάτιο, ίσως μόνον τη σκιά από κάτι, αρκετό για μένα, ό,τι κι αν ήταν, όχι όμως και γι’ αυτούς. Τότε εκείνος έκανε να καθίσει στην καρέκλα, την έστριψε προς το μέρος του και ήταν έτοιμος να θρονιαστεί με την πλάτη γυρισμένη σ’ εμένα.
Εγώ περίμενα. Βρήκα στα γρήγορα το κοφτερό μαχαίρι, το πήρα στα χέρια μου, χάιδεψα τη λάμα. Δεν τους σημάδεψα, αλλά η κίνησή μου να το πιάσω ήταν τόσο γοργή και αιφνιδιαστική ώστε τους τράβηξε την προσοχή. Τους κοίταξα, μετά έσκυψα και κοίταξα τη λάμα.
«Έχω άλλο ένα κρυμμένο», είπα, «κι αν κανείς σας αγγίξει ξανά τούτη την καρέκλα, και μόνο να τολμήσει να την αγγίξει, θα περιμένω, όπως περιμένω και τώρα, και θα έρθω νύχτα, θα γλιστρήσω αθόρυβα σαν το αεράκι και δεν θα προλάβετε να βγάλετε κιχ. Μη σας περάσει στιγμή από το μυαλό ότι δεν θα το κάνω».
Μετά τους γύρισα την πλάτη σαν να είχα δουλειές να κάνω. Έπλυνα κάτι κανάτες που δεν είχαν ανάγκη από πλύσιμο, ύστερα τους ζήτησα να πάνε να μου φέρουν νερό. Ήξερα ότι τώρα θα το θέλανε να μείνουν οι δυο τους, και με το που βγήκαν έξω, έβαλα πάλι την καρέκλα να ακουμπάει στον τοίχο κι έσπρωξα μπροστά της το τραπέζι. Ήξερα ότι ήταν πια καιρός να ξεχάσω τον άντρα που είχα παντρευτεί, μια που δεν θα αργούσα να τον ανταμώσω. Ίσως ήταν πια καιρός να παραδώσω τούτη την καρέκλα στην ανυπαρξία, αλλά θα το έκανα μια μέρα που δεν θα είχε τόση σημασία. Θα έλυνα τα μάγια με την ησυχία μου.
[...]