Επιμ. Λεωνίδας Καλούσης
Προδημοσίευση από το αστυνομικό μυθιστόρημα Ο άνθρωπος της λίμνης του Ισλανδού Arnaldur Indridason που κυκλοφορεί τη Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
1
Στεκόταν ακίνητη πολλή ώρα και κοιτούσε τα οστά σαν να μην ήταν δυνατό να βρίσκονται εκεί. Όπως άλλωστε και η ίδια. Στην αρχή σκέφτηκε ότι θα ήταν άλλο ένα πρόβατο που είχε πνιγεί στη λίμνη. Όταν πλησίασε όμως, είδε ένα κρανίο μισοθαμμένο στον πυθμένα και το σχήμα ενός ανθρώπινου σκελετού. Κάτω από τα πλευρά που ξεπρόβαλλαν από την άμμο, φαινόταν το περίγραμμα της λεκάνης και των μηριαίων οστών. Ο σκελετός ήταν γυρισμένος στο αριστερό του πλευρό, έτσι που εκείνη έβλεπε το δεξί τμήμα του κρανίου, τις άδειες κόγχες των ματιών και τρία δόντια στην άνω γνάθο. Ένα από αυτά είχε ένα μεγάλο ασημένιο σφράγισμα. Στο ίδιο το κρανίο υπήρχε μια μεγάλη τρύπα, στο μέγεθος σπιρτόκουτου περίπου, η οποία, σκέφτηκε αμέσως, θα μπορούσε να έχει προκληθεί από σφυρί. Έσκυψε και κοίταξε το κρανίο. Ελαφρώς διστακτικά, εξερεύνησε την τρύπα με το δάχτυλό της. Το κρανίο ήταν γεμάτο άμμο.
Απ' το μυαλό της πέρασε ξανά η σκέψη του σφυριού και αναρίγησε στην ιδέα κάποιου που δέχεται χτύπημα στο κεφάλι με ένα τέτοιο εργαλείο. Όμως η τρύπα ήταν πολύ μεγάλη για να έχει προκληθεί από σφυρί. Αποφάσισε να μην ξαναγγίξει τον σκελετό. Έβγαλε το κινητό της και κάλεσε την Άμεση Δράση.
Αναρωτήθηκε τι θα έλεγε. Από μια άποψη, όλο αυτό ήταν τελείως εξωπραγματικό. Ένας σκελετός στη λίμνη, τόσο μακριά από την ακτή, θαμμένος στον αμμουδερό πυθμένα της... Επιπλέον, δεν ήταν και στα καλύτερά της. Μπροστά απ' τα μάτια της περνούσαν νοερά σφυριά και σπιρτόκουτα. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Οι σκέψεις της ήταν σκόρπιες και δυσκολευόταν να τις βάλει σε τάξη.
Μάλλον επειδή δεν είχε συνέλθει ακόμη από το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας. Είχε σχεδιάσει να περάσει τη μέρα στο σπίτι, αλλά μετά είχε αλλάξει γνώμη και είχε πάει στη λίμνη. Είχε πείσει τον εαυτό της ότι έπρεπε να ελέγξει τα όργανα. Ήταν επιστήμονας. Πάντα ήθελε να γίνει επιστήμονας και ήξερε ότι έπρεπε να παρακολουθεί προσεκτικά τις μετρήσεις. Όμως είχε έναν τρομερό πονοκέφαλο και οι σκέψεις της δεν πατούσαν στη λογική. Το προηγούμενο βράδυ, η Εθνική Υπηρεσία Ενέργειας είχε διοργανώσει την ετήσια χοροεσπερίδα της κι εκείνη, όπως το συνήθιζε μερικές φορές, είχε πιει πολύ.
Σκέφτηκε τον άντρα που ήταν στο σπίτι της, ξαπλωμένος στο κρεβάτι της, και κατάλαβε ότι εξαιτίας του είχε φύγει και είχε τραβηχτεί ως τη λίμνη. Δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί όταν θα ξυπνούσε και ήλπιζε πως, μέχρι την ώρα που θα επέστρεφε, αυτός θα είχε φύγει. Είχε έρθει στο διαμέρισμά της μετά τον χορό. Δεν ήταν και καμιά συναρπαστική περίπτωση· όπως και όλοι οι άντρες που είχε γνωρίσει μετά το διαζύγιό της. Της μιλούσε σχεδόν αποκλειστικά για τη συλλογή του από σιντί και συνέχισε ακάθεκτος για πολλή ώρα αφότου εκείνη έπαψε να προσποιείται ότι τον άκουγε με ενδιαφέρον. Έπειτα αυτή αποκοιμήθηκε σε μια πολυθρόνα στο καθιστικό. Όταν ξύπνησε, είδε ότι εκείνος την είχε βάλει στο κρεβάτι και κοιμόταν δίπλα της με το στόμα ανοιχτό, φορώντας ένα μικροσκοπικό σώβρακο και μαύρες κάλτσες.
«Άμεση Δράση» είπε μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Γεια σας. Ήθελα να αναφέρω ότι βρήκα κάποια οστά» δήλωσε. «Κι ένα κρανίο με μια τρύπα».
Μόρφασε. Καταραμένο μεθύσι! Ποιος λέει τέτοια πράγματα; Ακούς εκεί ένα κρανίο με μια τρύπα! Θυμήθηκε ένα παιδικό τραγουδάκι που μιλούσε για ένα διφραγκάκι με μια τρύπα στη μέση. Ή μήπως ήταν ταλιράκι;
«Το όνομά σας, παρακαλώ» είπε ουδέτερα η φωνή από την Άμεση Δράση.
Εκείνη προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της και δήλωσε το όνομά της.
«Πού βρίσκεται;»
«Στη λίμνη Κλέιβαρβατν. Στη βόρεια πλευρά».
«Πιάστηκαν στα δίχτυα σας;»
«Όχι. Είναι θαμμένα στον πυθμένα της λίμνης».
«Είστε δύτρια;»
«Όχι, ξεπροβάλλουν από τον πυθμένα. Τα πλευρά και το κρανίο».
«Βρίσκονται στον πυθμένα της λίμνης;»
«Ναι».
«Και πώς τα βλέπετε;»
«Τα κοιτάζω αυτή τη στιγμή που μιλάμε».
«Τα βγάλατε στη στεριά;»
«Όχι, δεν τα άγγιξα» είπε ενστικτωδώς ψέματα.
Η φωνή στη γραμμή έκανε μια παύση.
«Τι αηδίες είναι αυτές;» είπε τελικά η φωνή θυμωμένα. «Φάρσα μού κάνετε; Ξέρετε τι σας περιμένει αν αποδειχτεί ότι σπαταλάτε τον χρόνο μου;»
«Δεν είναι φάρσα. Τα κοιτάζω αυτή τη στιγμή που μιλάμε».
«Περπατάτε πάνω στο νερό, δηλαδή;»
«Η λίμνη έχει εξαφανιστεί» απάντησε. «Δεν υπάρχει πια νερό. Μόνο ο πυθμένας. Εκεί όπου βρίσκεται ο σκελετός».
«Τι εννοείτε "η λίμνη έχει εξαφανιστεί";»
«Δεν έχει εξαφανιστεί τελείως, αλλά έχει αποστραγγιστεί στο σημείο όπου στέκομαι. Είμαι υδρολόγος και δουλεύω για την Υπηρεσία Ενέργειας. Κατέγραφα τη στάθμη του νερού όταν ανακάλυψα τον σκελετό. Υπάρχει μια τρύπα στο κρανίο και τα περισσότερα οστά είναι θαμμένα στην άμμο του πυθμένα. Στην αρχή μού φάνηκε ότι ήταν πρόβατο».
«Πρόβατο;»
«Τις προάλλες βρήκαμε ένα που είχε πνιγεί πριν από χρόνια. Όταν η λίμνη ήταν μεγαλύτερη».
Κι άλλη παύση.
«Περιμένετε εκεί» είπε απρόθυμα η φωνή. «Θα στείλω ένα περιπολικό».
Έμεινε για λίγο ακίνητη δίπλα στον σκελετό, έπειτα περπάτησε ως την όχθη και μέτρησε την απόσταση. Ήταν σίγουρη πως, όταν έκανε μετρήσεις στο ίδιο σημείο, πριν από ένα δεκαπενθήμερο, τα οστά δεν είχαν αποκαλυφθεί ακόμη. Αλλιώς θα τα είχε δει. Από τότε, η στάθμη του νερού είχε πέσει πάνω από ένα μέτρο.
Αυτό το αίνιγμα βασάνιζε τους επιστήμονες της Υπηρεσίας Ενέργειας από τότε που παρατήρησαν ότι η στάθμη του νερού στη λίμνη Κλέιβαρβατν έπεφτε ραγδαία. Η υπηρεσία είχε στήσει το πρώτο της αυτόματο σύστημα παρακολούθησης της στάθμης επιφάνειας το 1964 και μία από τις δουλειές των υδρολόγων ήταν να ελέγχουν τις μετρήσεις. Το καλοκαίρι του 2000 τους φάνηκε ότι το σύστημα είχε χαλάσει. Η λίμνη έχανε καθημερινά απίστευτη ποσότητα νερού, διπλάσια από τη φυσιολογική.
Περπάτησε πάλι μέχρι τον σκελετό. Ένιωθε έντονη επιθυμία να τον παρατηρήσει καλύτερα, να τον ξεθάψει και να αφαιρέσει την άμμο, αλλά φαντάστηκε ότι η αστυνομία δεν θα χαιρόταν πολύ με αυτό. Αναρωτήθηκε αν ο σκελετός ανήκε σε άντρα ή γυναίκα και θυμήθηκε αμυδρά ότι είχε διαβάσει κάπου, πιθανώς σε κάποιο αστυνομικό μυθιστόρημα, ότι οι σκελετοί τους ήταν σχεδόν πανομοιότυποι· μόνο οι λεκάνες διέφεραν. Μετά θυμήθηκε ότι κάποιος της είχε πει να μην πιστεύει τίποτα απ' αυτά που διάβαζε στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Αφού ο σκελετός ήταν θαμμένος στην άμμο, δεν μπορούσε να δει τη λεκάνη· και να μπορούσε να τη δει όμως, δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά.
Καθώς το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει από το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας, αναγκάστηκε να καθίσει στην άμμο, δίπλα στα οστά. Ήταν Κυριακή πρωί και πότε πότε περνούσε κανένα αυτοκίνητο δίπλα από τη λίμνη. Φαντάστηκε ότι επρόκειτο για οικογένειες που πήγαιναν την κυριακάτικη βόλτα τους στο Χέρντισαρβικ και στο Σέλβογουρ. Αυτή ήταν μια δημοφιλής και γραφική διαδρομή που διέσχιζε το πεδίο λάβας και τους λόφους και, αφού περνούσε από τη λίμνη, κατηφόριζε προς τη θάλασσα. Σκέφτηκε τις οικογένειες στα αυτοκίνητα. Ο δικός της άντρας την είχε αφήσει όταν οι γιατροί απέκλεισαν κάθε ενδεχόμενο να κάνουν μαζί παιδί. Εκείνος ξαναπαντρεύτηκε πολύ σύντομα μετά το διαζύγιο και είχε πλέον δύο υπέροχα παιδιά. Είχε βρει την ευτυχία.
Το μόνο που είχε βρει εκείνη ήταν έναν άντρα τον οποίο γνώριζε ελάχιστα και που κοιμόταν στο κρεβάτι της με τις κάλτσες. Όσο περνούσαν τα χρόνια, οι καλοί άντρες σπάνιζαν. Οι περισσότεροι ήταν είτε διαζευγμένοι, όπως η ίδια, ή, χειρότερα ακόμα, δεν είχαν κάνει ποτέ τους σχέση.
Κοίταξε θλιμμένα τα οστά που ήταν μισοθαμμένα στην άμμο και της ήρθε να βάλει τα κλάματα.
Περίπου μία ώρα αργότερα είδε ένα περιπολικό να φτάνει από την κατεύθυνση του Χάπναρφγερδουρ. Δεν έμοιαζε να βιάζεται· ακολουθούσε αργά την πορεία του δρόμου πλησιάζοντας προς τη λίμνη. Ήταν Μάιος και ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό ρίχνοντας την αντανάκλασή του στη λεία επιφάνεια του νερού. Η γυναίκα καθόταν στην άμμο και κοίταζε τον δρόμο. Όταν έκανε νόημα στο περιπολικό, αυτό σταμάτησε εκεί κοντά. Δύο αξιωματικοί βγήκαν έξω, κοίταξαν προς το μέρος της και την πλησίασαν.
Έμειναν σιωπηλοί πάνω από τον σκελετό για πολλή ώρα, ώσπου ένας απ' αυτούς σκούντηξε ένα πλευρό με το πόδι του.
«Λες να ψάρευε;» ρώτησε τον συνάδελφό του.
«Σε βάρκα, εννοείς;»
«Ή να πλατσούρισε ως εδώ».
«Έχει μια τρύπα» τους είπε εκείνη κοιτώντας μία τον έναν και μία τον άλλον. «Στο κρανίο».
Ο ένας αξιωματικός έσκυψε πάνω από τον σκελετό.
«Μάλιστα» είπε.
«Μπορεί να έπεσε από τη βάρκα και να έσπασε το κεφάλι του» πιθανολόγησε ο συνάδελφός του.
«Είναι γεμάτο άμμο» είπε ο πρώτος.
«Μήπως να ειδοποιήσουμε το Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών;» πρότεινε ο άλλος.
«Δεν είναι στην Αμερική οι περισσότεροι;» είπε ο συνάδελφός του κοιτάζοντας προς τον ουρανό. «Σε ένα συνέδριο εγκληματολογίας;»
Ο άλλος αξιωματικός έγνεψε καταφατικά. Έμειναν πάλι για λίγο αμίλητοι πάνω από τα οστά, ώσπου ο ένας στράφηκε προς τη γυναίκα.
«Πού έχει πάει όλο το νερό;» τη ρώτησε.
«Υπάρχουν διάφορες θεωρίες» απάντησε εκείνη. «Τι θα κάνετε; Εγώ μπορώ να γυρίσω στο σπίτι μου;»
Αφού αντάλλαξαν ματιές, οι δύο αξιωματικοί σημείωσαν το όνομα της γυναίκας και την ευχαρίστησαν, χωρίς να απολογηθούν που την είχαν και περίμενε. Δεν την πείραξε. Δεν βιαζόταν άλλωστε. Ήταν μια όμορφη μέρα και θα την απολάμβανε ακόμα περισσότερο συντροφιά με το βαρύ κεφάλι της δίπλα στη λίμνη, αν δεν είχε πέσει πάνω στον σκελετό. Αναρωτήθηκε αν ο άντρας με τις μαύρες κάλτσες είχε φύγει από το διαμέρισμά της. Πάντως το ήλπιζε. Λαχταρούσε να νοικιάσει ένα DVD εκείνο το βράδυ και να χουχουλιάσει κάτω από μια κουβέρτα μπροστά στην τηλεόραση.
Κοίταξε τα οστά και την τρύπα στο κρανίο.
Μπορεί να νοίκιαζε καμιά καλή αστυνομική ταινία.
2
Οι αξιωματικοί ενημέρωσαν τον αρχιφύλακα υπηρεσίας στο Χάπναρφγερδουρ για τον σκελετό στη λίμνη· τους πήρε κάμποση ώρα μέχρι να καταφέρουν να του εξηγήσουν πώς ήταν δυνατό να βρίσκεται καταμεσής της λίμνης και ταυτόχρονα σε ξηρό έδαφος. Ο αρχιφύλακας τηλεφώνησε στον υπαστυνόμο, στο γραφείο του Αστυνομικού Διοικητή, και τον ενημέρωσε για το εύρημα, ζητώντας να μάθει αν θα αναλάμβαναν εκείνοι την υπόθεση.
«Αυτό είναι θέμα της επιτροπής ταυτοποίησης» είπε ο υπαστυνόμος. «Νομίζω ότι έχω τον κατάλληλο άνθρωπο γι' αυτή τη δουλειά».
«Ποιον;»
«Τον στείλαμε διακοπές –του χρωστάμε περίπου πέντε χρόνια άδεια, νομίζω–, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα χαρεί αν του δώσουμε κάτι να κάνει. Τον ενδιαφέρουν πολύ οι υποθέσεις αγνοουμένων. Του αρέσει να ξεθάβει διάφορα».
Ο υπαστυνόμος αποχαιρέτησε τον αρχιφύλακα, σήκωσε πάλι το ακουστικό και ζήτησε από κάποιον να επικοινωνήσει με τον Έτλεντουρ Σβέινσον και να τον στείλει στη λίμνη Κλέιβαρβατν μαζί με μια μικρή ομάδα από ερευνητές της αστυνομίας.
Ο Έτλεντουρ διάβαζε απορροφημένος ένα βιβλίο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Είχε κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να κρατήσει τον αδυσώπητο μαγιάτικο ήλιο έξω από το σπίτι. Είχε τραβήξει τις βαριές κουρτίνες στα παράθυρα του καθιστικού και είχε κλείσει την πόρτα της κουζίνας, όπου δεν είχε κουρτίνες. Είχε καταφέρει να κάνει το περιβάλλον του αρκετά σκοτεινό, ώστε να χρειαστεί να ανάψει τη λάμπα δίπλα από την πολυθρόνα του.
Ο Έτλεντουρ την ήξερε καλά την ιστορία. Την είχε ξαναδιαβάσει πολλές φορές. Ήταν η περιγραφή ενός ταξιδιού. Το φθινόπωρο του 1868, μερικοί άνθρωποι είχαν ξεκινήσει μαζί από το Σκάφταρτουνγκα και είχαν ακολουθήσει την ορεινή διαδρομή βόρεια του παγετώνα Μίρνταλσγιεκουτλ για να πάνε να ψαρέψουν σε μια περιοχή στο Γκάρδαρ, στα νοτιοδυτικά της Ισλανδίας. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας δεκαεπτάχρονος νεαρός ονόματι Ντάβιντ. Μολονότι οι άντρες ήταν έμπειροι ταξιδιώτες και γνώριζαν καλά τη διαδρομή, λίγο αφότου ξεκίνησαν ξέσπασε μια επικίνδυνη θύελλα, με αποτέλεσμα να μην επιστρέψουν ποτέ. Αν και διενεργήθηκε εκτενής έρευνα, δεν βρέθηκε κανένα ίχνος τους. Ώσπου, δέκα χρόνια αργότερα, οι σκελετοί τους ανακαλύφθηκαν κατά τύχη δίπλα σε έναν ψηλό αμμόλοφο, νότια του Κάλντακλοφ. Οι άντρες είχαν σκεπαστεί με κουβέρτες και είχαν κουρνιάσει ο ένας δίπλα στον άλλον.
Ο Έτλεντουρ σήκωσε το βλέμμα του στο μισοσκόταδο και φαντάστηκε τον έφηβο της παρέας, φοβισμένο και ανήσυχο. Φαίνεται πως ήξερε τι τον περίμενε πριν ξεκινήσει· οι ντόπιοι αγρότες έλεγαν ότι είχε μοιράσει τα παιδικά του παιχνίδια στους αδελφούς και στις αδελφές του λέγοντάς τους ότι δεν θα επέστρεφε για να τα πάρει πίσω.
Ο Έτλεντουρ άφησε το βιβλίο του, σηκώθηκε βαριά και απάντησε στο τηλέφωνο. Ήταν η Έλινμποργκ.
«Θα έρθεις;» ήταν το πρώτο που του είπε.
«Έχω άλλη επιλογή;» είπε ο Έτλεντουρ.
Εδώ και πολλά χρόνια η Έλινμποργκ ετοίμαζε μια συλλογή με συνταγές, η οποία τώρα θα κυκλοφορούσε ως βιβλίο.
«Ω Θεέ μου, έχω τόσο άγχος. Θα αρέσει στον κόσμο;»
«Εγώ ίσα που ξέρω να ανάβω τον φούρνο μικροκυμάτων» είπε ο Έτλεντουρ. «Οπότε μάλλον δεν είμαι ο πιο...»
«Οι εκδότες ξετρελάθηκαν» τον έκοψε η Έλινμποργκ. «Και οι φωτογραφίες των πιάτων είναι καταπληκτικές. Τις ανέθεσαν σε έναν ειδικό φωτογράφο. Κι έχει κι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για χριστουγεννιάτικες συνταγές...»
«Έλινμποργκ».
«Ναι».
«Με πήρες για κάτι συγκεκριμένο;»
«Για έναν σκελετό στη λίμνη Κλέιβαρβατν» απάντησε η Έλινμποργκ ρίχνοντας τον τόνο της φωνής της καθώς η συζήτηση απομακρύνθηκε από το βιβλίο με τις συνταγές. «Μου είπαν να σε καλέσω. Η λίμνη συρρικνώθηκε ή κάτι τέτοιο και βρήκαν κάτι οστά εκεί σήμερα το πρωί. Θέλουν να πας να ρίξεις μια ματιά».
«Η λίμνη συρρικνώθηκε;»
«Ναι, ούτε εγώ το κατάλαβα καλά αυτό».
Όταν ο Έτλεντουρ και η Έλινμποργκ έφτασαν στη λίμνη, βρήκαν τον Σίγουρδουρ Όλι να στέκεται δίπλα στον σκελετό. Από στιγμή σε στιγμή θα έφτανε και μια ομάδα της Σήμανσης. Οι αξιωματικοί από το Χάπναρφγερδουρ πάλευαν με την κίτρινη πλαστική ταινία της αστυνομίας προκειμένου να αποκλείσουν την περιοχή, αλλά είχαν ανακαλύψει ότι δεν είχαν πουθενά να τη δέσουν. Καθώς παρακολουθούσε τις προσπάθειές τους, ο Σίγουρδουρ Όλι κατάλαβε γιατί όλα αυτά τα ανέκδοτα με τους βλάκες χωριάτες ήταν πάντα τοποθετημένα στο Χάπναρφγερδουρ.
«Δεν είσαι σε άδεια;» ρώτησε ο Σίγουρδουρ Όλι, όταν είδε τον Έτλεντουρ να διασχίζει τη μαύρη άμμο.
«Είμαι» απάντησε ο Έτλεντουρ. «Εσύ πώς είσαι;»
«Same old» απάντησε ο Σίγουρδουρ Όλι και κοίταξε προς τον δρόμο, όπου πάρκαρε εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο τζιπ από έναν τηλεοπτικό σταθμό. «Την έστειλαν στο σπίτι της» είπε νεύοντας προς τους αστυνομικούς από το Χάπναρφγερδουρ. «Τη γυναίκα που βρήκε τα οστά. Έκανε κάτι μετρήσεις εδώ. Μπορούμε να τη ρωτήσουμε αργότερα γιατί έχει αποστραγγιστεί η λίμνη. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τώρα θα ήμασταν βουτηγμένοι στο νερό ως τον λαιμό».
«Καλά είναι ο ώμος σου;»
«Ναι. Πώς είναι η Εύα Λιντ;»
«Δεν το έχει σκάσει ακόμη» αποκρίθηκε ο Έτλεντουρ. «Νομίζω ότι το έχει μετανιώσει, αλλά δεν είμαι και σίγουρος».
Γονάτισε και εξέτασε το εκτεθειμένο τμήμα του σκελετού. Έβαλε το δάχτυλό του στην τρύπα του κρανίου και έτριψε ένα από τα πλευρά.
«Τον χτύπησαν στο κεφάλι» δήλωσε και σηκώθηκε.
«Αυτό είναι προφανές» είπε σαρκαστικά η Έλινμποργκ. «Μένει να αποδειχτεί αν τον ή τη χτύπησαν» πρόσθεσε.
«Μοιάζει σαν να έγινε σε καβγά, έτσι δεν είναι;» είπε ο Σίγουρδουρ Όλι. «Η τρύπα βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον δεξιό κρόταφο. Μπορεί απλώς να έφαγε μια γερή γροθιά».
«Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να ήταν μόνος του σε μια βάρκα, να έπεσε και να χτύπησε στο πλάι» είπε ο Έτλεντουρ κοιτώντας την Έλινμποργκ. «Αυτός ο τόνος σου, Έλινμποργκ... Το ίδιο ύφος χρησιμοποιείς και στο βιβλίο με τις συνταγές;»
«Φυσικά το σπασμένο κομμάτι του οστού θα έχει ξεβραστεί εδώ και πολύ καιρό» είπε εκείνη αγνοώντας την ερώτησή του.
«Πρέπει να ξεθάψουμε τα οστά» πρότεινε ο Σίγουρδουρ Όλι. «Πότε φτάνει η Σήμανση;»
Ο Έτλεντουρ είδε κι άλλα αυτοκίνητα να σταματούν στην άκρη του δρόμου και υπέθεσε ότι το νέο είχε ήδη φτάσει στα γραφεία σύνταξης των εφημερίδων.
«Δεν θα χρειαστεί να στήσουν σκηνή;» ρώτησε κοιτάζοντας ακόμη τον δρόμο.
«Ναι» απάντησε ο Σίγουρδουρ Όλι. «Λογικά θα φέρουν».
«Εννοείς πως ψάρευε μόνος στη λίμνη;» ρώτησε η Έλινμποργκ.
«Απλά λέω ότι αυτή είναι μόνο μία από τις πιθανότητες» διευκρίνισε ο Έτλεντουρ.
«Αν όμως τον χτύπησε κάποιος;»
«Τότε δεν ήταν ατύχημα» είπε ο Σίγουρδουρ Όλι.
«Δεν ξέρουμε τι συνέβη» είπε ο Έτλεντουρ. «Μπορεί κάποιος να τον χτύπησε. Μπορεί να ψάρευε με κάποιον που έβγαλε ξαφνικά ένα σφυρί. Μπορεί να ήταν μόνο δύο άνθρωποι. Μπορεί να ήταν τρεις, πέντε...»
«Ή...» παρενέβη ο Σίγουρδουρ Όλι «τον χτύπησαν στο κεφάλι στην πόλη και τον έφεραν στη λίμνη για να ξεφορτωθούν το πτώμα».
«Και πώς τον έκαναν να βουλιάξει;» είπε η Έλινμποργκ. «Κάτι χρειάζεσαι για να εμποδίσεις το πτώμα να ανέβει στην επιφάνεια του νερού».
«Είναι ενήλικας;» ρώτησε ο Σίγουρδουρ Όλι.
«Πες τους να μείνουν εκεί που είναι» είπε ο Έτλεντουρ βλέποντας τους ρεπόρτερ να κατηφορίζουν προς τον πυθμένα της λίμνης.
Ένα μικρό αεροσκάφος προσέγγισε τη λίμνη από την πλευρά του Ρέικιαβικ και πέταξε χαμηλά αποπάνω της· μέσα υπήρχε κάποιος που τραβούσε με κάμερα.
Ο Σίγουρδουρ Όλι πλησίασε τους ρεπόρτερ. Ο Έτλεντουρ κατηφόρισε προς τη λίμνη. Τα κυματάκια έγλειφαν νωχελικά την άμμο. Ο Έτλεντουρ κοίταξε τον απογευματινό ήλιο που λαμπύριζε πάνω στην επιφάνεια του νερού και αναρωτήθηκε τι συνέβαινε. Η λίμνη αποστραγγιζόταν εξαιτίας ανθρώπινων ενεργειών ή από φυσικά αίτια; Ήταν λες και η ίδια η λίμνη να ήθελε να ξεθάψει ένα έγκλημα. Άραγε έκρυβε κι άλλες εγκληματικές πράξεις στα σημεία όπου ήταν πιο βαθιά, ήρεμη και σκοτεινή;
Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον δρόμο. Τεχνικοί της Σήμανσης ντυμένοι με λευκές φόρμες περπατούσαν βιαστικά στην άμμο κατευθυνόμενοι προς το μέρος του. Κουβαλούσαν μια σκηνή και τσάντες γεμάτες μυστήρια. Κοίταξε προς τον ουρανό κι ένιωσε τη ζεστασιά του ήλιου στο πρόσωπό του. Μπορεί ο ήλιος να ξέραινε τη λίμνη.
Το πρώτο που ανακάλυψαν οι τεχνικοί της Σήμανσης, όταν άρχισαν να αφαιρούν την άμμο από τον σκελετό με τα μικρά μυστριά τους και τα βουρτσάκια τους με τις λεπτές τρίχες, ήταν ένα σχοινί που είχε γλιστρήσει ανάμεσα στα πλευρά, έπεφτε δίπλα στη σπονδυλική στήλη και, αφού τυλιγόταν κάτω από τον σκελετό, έπειτα χανόταν μες στην άμμο.