
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αφήγημα του Πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο [José Luís Peixoto], «Μου πέθανες» (μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μπήκα στο σπίτι. Μόνο το κρύο τζάκι και τα κλειστά παράθυρα να πλάθουν λεπτές σκιές στο σκοτάδι. Από τη σιωπή, από το μισοσκόταδο, μεγαλώνουν τα φαντάσματα, οι αναμνήσεις; Όχι, σχήματα που αρνούνται να γίνουν αναμνήσεις ή ίσως ένα μείγμα από σάρκα, φως και σκιά. Και σε είδα, σε σκέφτηκα, σε φαντάστηκα στο τραπέζι, καθισμένο στη θέση σου. Καθισμένο ακόμα στη θέση σου κι εμένα, τη μητέρα και την αδερφή μου καθισμένους γύρω σου. Όπως ακριβώς ήμασταν. Βρισκόμασταν εκεί πολύ καιρό, ξεχασμένοι, εγκαταλελειμμένοι, από εκείνη τη μέρα που τα γεγονότα σταμάτησαν την απλή, εύκολη ευτυχία μας. Βρισκόμασταν εκεί, σαν σε μια χαρούμενη στιγμή, σαν να είχαμε μόλις δειπνήσει ή σαν να περιμέναμε το δείπνο ή το καλύτερο συμπόσιο. Ευτυχισμένοι. Κανείς δεν μου είχε πει τίποτα, όμως εγώ, κοιτάζοντας, τα ήξερα όλα, σαν να ήταν προφανές, σαν να μην ήταν δυνατόν τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Εσύ σίγουρα είχες γυρίσει από τη δουλειά, ήταν μια καλή μέρα και ήσουν χαρούμενος για αυτό και οι άνθρωποι πλήρωναν κι αυτό ήταν καλό. Η αδερφή μου πήγαινε στο σχολείο, οι βαθμοί της ήταν υψηλοί, ήταν ακόμα έξυπνη και χαμογελούσε για αυτό. Εγώ ήμουν στο πρώτο έτος σπουδών ενός προγράμματος εξ αποστάσεως, αλλά δεν με ενδιέφεραν οι βαθμοί, είχα παίξει μπάλα και είχα κερδίσει, αλλά κι αν είχα χάσει θα ήταν το ίδιο. Η μητέρα, αληθινή μητέρα όλων μας, μας κοιτούσε και χαμογελούσε. Ευτυχισμένοι. Μακριά από τη δυνατή βροχή του μαύρου εκείνου χειμώνα, μακριά από το παγωμένο σώμα σου. Μπλάβο στο τρεμάμενο φως των κεριών, καθαρό, πλυμένο με νερό, ντυμένο με το κοστούμι που φορούσες στον γάμο της αδερφής μου: το παγωμένο σώμα σου. Και το παρεκκλήσι του Σάο Πέντρο γεμάτο από κόσμο που με αγκαλιάζει, γεμάτο από κόσμο που με λέει καημένο και μου δίνει τα συλλυπητήριά του και λέει ότι λυπάται πολύ.
Νύχτωνε σιγά σιγά και τέτοια ώρα, αυτή την εποχή του χρόνου, ξετύλιγες το λάστιχο προσεκτικά και, ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες, πότιζες τα δέντρα και τα λουλούδια στην αυλή· κι όλα αυτά μου τα μάθαινες, όλα μου τα εξηγούσες. Έλα εδώ να δεις, αγόρι μου. Και μου έδειχνες. Πατέρα. Έχεις αφήσει τον εαυτό σου στα πάντα.
Πατέρα. Η απώλειά σου. Και ξανάζησα την άταφη σιωπή των νεκρών φιλιών σου. Και οι σκιές μας, σαν να περίμεναν απλώς αυτές τις σκέψεις για να χαθούν, ανακατεύτηκαν με το μαύρο. Η σκόνη από όλες εκείνες τις ώρες που δεν υπήρχε κόσμος για να τις ζήσει σκέπασε τα έπιπλα και τον κλειστό χώρο ανάμεσά τους. Οι τοίχοι χώρισαν ξανά τον μόνιμο νυχτερινό χειμώνα μες στο σπίτι και τον εναλλασσόμενο κύκλο των ημερών και του κόσμου, ξένο για εμάς, πέρα από εμάς. Μαζί μου το σπίτι ήταν πιο άδειο. Το κρύο έμπαινε κι εδραιωνόταν μέσα μου. Οι διάφορες σκιές της δικής μου σκιάς, ακίνητες, περνούσαν από σώμα σε σώμα, γιατί όλα εκείνα τα σώματα, όλα δικά μου, ήταν το ίδιο μαύρα και παγωμένα. Και άνοιξα το παράθυρο. Πολύ μακριά από το πένθος, από τα συναισθήματά μου, από την ύπαρξή μου, την ίδια μου την ύπαρξη, το ηλιοβασίλεμα που εκτείνεται στη σύντομη αγέλαστη αυγή του κλειστού μας σπιτιού, πατέρα. Και σκέφτηκα, δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να πεθαίνουν όπως οι μέρες; Έτσι, με τα πουλιά να τραγουδούν χωρίς να φοβούνται και τη γυάλινη υγρή διαύγεια στα πάντα και την απαλή φρεσκάδα, με το ελαφρύ αεράκι να αναδεύει τα φυλλαράκια των δέντρων, με τον κόσμο να είναι ακίνητος ή να κινείται ήρεμα και τη σιωπή να μεγαλώνει φυσικά, τη σιωπή που περιμέναμε, επιτέλους δίκαιη, επιτέλους άξια. Πατέρα. Το απόγευμα διαλύεται πάνω στη γη, πάνω στο σπίτι μας. Ο ουρανός ξετυλίγει μια ήσυχη ανάσα στα πρόσωπα. Το φεγγάρι ανάβει. Ημιδιάφανο, φέρνει έναν ζεστό ύπνο στα βλέμματα. Νυχτώνει σιγά σιγά. Είπα πως δεν θα ξεχάσω ποτέ και θυμάμαι. Νύχτωνε σιγά σιγά και τέτοια ώρα, αυτή την εποχή του χρόνου, ξετύλιγες το λάστιχο προσεκτικά και, ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες, πότιζες τα δέντρα και τα λουλούδια στην αυλή· κι όλα αυτά μου τα μάθαινες, όλα μου τα εξηγούσες. Έλα εδώ να δεις, αγόρι μου. Και μου έδειχνες. Πατέρα. Έχεις αφήσει τον εαυτό σου στα πάντα. Οι κινήσεις σου, οι χειρονομίες σου, τοποθετημένες πάνω στην αδιάφορη θλίψη αυτού του κόσμου. Κι όλα αυτά είναι τώρα λίγα για να σε χωρέσουν. Τώρα είσαι το ποτάμι και οι όχθες και η πηγή· είσαι η μέρα και το βράδυ μες στη μέρα και ο ήλιος μες στο βράδυ· είσαι ολόκληρος ο κόσμος, γιατί είσαι το δέρμα του. Πατέρα. Ποτέ δεν γέρασες κι εγώ ήθελα να σε δω γέρο, γεροντάκι εδώ στην αυλή μας, να ποτίζεις τα δέντρα, να ποτίζεις τα λουλούδια. Μου λείπουν τόσο πολύ τα λόγια σου. Να βρεις τον δρόμο σου, αγόρι μου. Ναι. Τον βρίσκω τον δρόμο μου, πατέρα. Και είμαι εδώ. Υπάρχω. Το σούρουπο, μέσα σε κύματα φωτός, απλώνεται στη γη που σε υποδέχτηκε και σε φυλάει. Κλάμα, βροχή, λάμψη, λευκότητα πάνω μου. Και ακούω τον απόηχο της φωνής σου, της φωνής σου που δεν θα μπορέσω να ακούσω ποτέ ξανά. Η φωνή σου σιωπηλή για πάντα. Και σαν να αποκοιμιέσαι, σε βλέπω να κλείνεις τα βλέφαρα πάνω από τα μάτια που δεν θα ανοίξεις ποτέ ξανά. Τα μάτια σου που θα μείνουν κλειστά για πάντα. Και ξαφνικά, σταματάς να αναπνέεις. Για πάντα. Ποτέ ξανά. Πατέρα. Ό,τι επέζησε μετά από σένα μου επιτίθεται. Πατέρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο συγγραφέας και ποιητής Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο γεννήθηκε το 1974 στην Πορτογαλία. Έχει σπουδάσει Σύγχρονες Γλώσσες και Λογοτεχνία στο Νέο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας και έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιητικές συλλογές, παιδικά βιβλία και δοκίμια. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. Έχει λάβει πολλές διακρίσεις και έχει κερδίσει σημαντικά βραβεία, μεταξύ άλλων το Βραβείο Ζοζέ Σαραμάγκου 2001, το Βραβείο Libro d’Europa 2010 και το Βραβείο Prémio Oceanos 2016, ενώ έχει προταθεί για το Βραβείο Portugal Telecom, το Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο του Δουβλίνου IMPAC και το Βραβείο Femina. Το Μου πέθανες έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε 17 χώρες και είναι το έκτο βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά.