
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης), το οποίο κυκλοφορεί στις 7 Μαΐου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στην πραγματικότητα ο Νάρκισσος ήξερε καλά τι τον τραβούσε στον φίλο του, δεν ήταν τυφλός ούτε στο άνθισμα της ομορφιάς ούτε στη φυσική ακτινοβολία της ζωντάνιας και της νιότης του Χρυσόστομου. Δεν ήταν καθόλου ο δάσκαλος που θα τάιζε μια φλογερή νεανική ψυχή με ελληνικά μόνο, που θ' απαντούσε σε μια αθώα αγάπη με τη λογική. Αντίθετα, αγαπούσε κι αυτός πολύ το ξανθό αγόρι, και στα μάτια του η αγάπη αυτή ήταν κίνδυνος· διότι δεν θεωρούσε την αγάπη κατάσταση φυσική, κάτι κανονικό και συνηθισμένο – τη θεωρούσε θαύμα. Και δεν είχε το δικαίωμα ν' αγαπήσει, να χαρεί κοιτάζοντας αυτά τα όμορφα μάτια, αυτή την ανθισμένη ξανθιά ομορφιά, όχι, δεν είχε το δικαίωμα να επιτρέψει σ' αυτή την αγάπη ν' αγγίξει έστω και για μια στιγμή τις αισθήσεις του. Γιατί αν ο Χρυσόστομος ένιωθε προορισμένος για τη μοναστική κι ασκητική ζωή, για έναν ισόβιο αγώνα αγιοσύνης – ο Νάρκισσος ήταν στ' αλήθεια προορισμένος γι' αυτή τη ζωή. Γι' αυτόν επιτρεπόταν μόνο ένα είδος αγάπης, το ανώτερο απ' όλα. Έπειτα ο Νάρκισσος δεν πίστευε πως ο Χρυσόστομος ήταν προορισμένος για την άσκηση. Ο ίδιος είχε το χάρισμα της διαίσθησης, μπορούσε καλύτερα απ' τον καθέναν να διαβάζει τους άλλους σαν ανοιχτά βιβλία. Κι εδώ, που αγαπούσε, διάβαζε πιο καθαρά ακόμα. Έβλεπε τη φύση του Χρυσόστομου, και, παρότι αντίθετη στη δική του, την κατανοούσε βαθιά· διότι ήταν το άλλο, το χαμένο μισό της δικής του. Την έβλεπε θωρακισμένη κάτω από ένα τσόφλι σκληρό, ένα τσόφλι φτιαγμένο από φαντασίες, λάθη ανατροφής και πατρικά λόγια, και μάντευε από καιρό ολόκληρο το διόλου περίπλοκο μυστήριο αυτής της νεαρής ζωής. Και ήξερε ποιο ήταν το καθήκον του: να φανερώσει αυτό το μυστήριο στον Χρυσόστομο, να τον λυτρώσει από το σκληρό κι ασήκωτο τσόφλι που τον κρατούσε φυλακισμένο, να του ξαναδώσει την αληθινή του φύση. Θα ήταν δύσκολο· και το πιο δύσκολο θα 'ταν σίγουρα πως μάλλον στην προσπάθεια πάνω θα έχανε τον φίλο του.
Χασομερούσε, λοιπόν. Πλησίαζε τον στόχο του με απερίγραπτη βραδυπορία. Πέρασαν μήνες πριν καταφέρουν να πλησιάσουν στα σοβαρά ο ένας τον άλλο, πριν δοκιμάσουν στ' αλήθεια να συζητήσουν βαθιά και ειλικρινά μεταξύ τους. Παρά τη φιλία τους, η απόσταση ανάμεσά τους ήταν μεγάλη, το τόξο που τους χώριζε πολύ ανοιχτό. Έτσι περπατούσαν δίπλα δίπλα, ένας τυφλός κι ένας που έβλεπε· κι ο τυφλός δεν ήξερε ότι ήταν τυφλός· μα αυτή του η άγνοια ήταν παρηγοριά μόνο για τον ίδιο.
Το πρώτο μεγάλο βήμα ο Νάρκισσος το κατάφερε ψάχνοντας την αιτία που είχε σπρώξει το παιδί να τον πλησιάσει εκείνη την ώρα της αδυναμίας του. Το ψάξιμο αποδείχτηκε πιο εύκολο απ' όσο περίμενε. Ο Χρυσόστομος ένιωθε από καιρό την ανάγκη να εξομολογηθεί τα συμβάντα εκείνης της νύχτας· αλλά ο μόνος που θα μπορούσε να εμπιστευτεί ήταν ο ηγούμενος, κι ο ηγούμενος δεν ήταν ο εξομολόγος του. Όταν, λοιπόν, ο Νάρκισσος του θύμισε κάποια στιγμή που του φάνηκε κατάλληλη την αρχή της φιλίας τους και τον ρώτησε διακριτικά τον λόγο που είχε τόσο στενοχωρηθεί, το παιδί απάντησε χωρίς περιστροφές: «Είναι κρίμα που δεν είσαι ακόμα ιερέας. Αν είχες χειροτονηθεί, θα μπορούσες ν' ακούσεις την εξομολόγησή μου. Γιατί στ' αλήθεια θα 'θελα πολύ να εξομολογηθώ, το επιτίμιο θα με λύτρωνε από μεγάλο πόνο. Αλλά δεν μπορώ να τα πω στον εξομολόγο μου».
Με προσοχή, με πονηριά, συνέχισε ο Νάρκισσος να σκάβει – τώρα που είχε βρεθεί το άνοιγμα. «Θυμάσαι», δοκίμασε να πει, «εκείνο το πρωί που έδειχνες πολύ άρρωστος; Δεν μπορεί να το 'χεις ξεχάσει, αφού εκείνη τη μέρα γίναμε φίλοι. Εγώ τη θυμάμαι συνέχεια. Εσύ ίσως δεν το πρόσεξες, αλλά εκείνη την ημέρα ήμουν χάλια».
«Χάλια εσύ;!» απόρησε ο Χρυσόστομος. «Χάλια ήμουν εγώ! Εγώ στεκόμουνα και ξεροκατάπινα, και δεν μπορούσα να βγάλω λέξη από το στόμα μου, και στο τέλος άρχισα να κλαίω σαν μωρό! Ω, ακόμα σήμερα ντρέπομαι για κείνη την ώρα. Είχα πιστέψει πως δεν θα μπορούσα ποτέ πια να σε κοιτάξω στα μάτια. Επειδή με είχες δει έτσι αξιοθρήνητο και άθλιο!»
Με μεγάλη προσοχή έσπρωξε την κουβέντα ο Νάρκισσος.
«Καταλαβαίνω», είπε. «Δεν σου ήταν ευχάριστο. Ένα παιδί σταθερό και θαρραλέο σαν εσένα, να κλαίει μπροστά σ' έναν ξένο, μπροστά σ' έναν δάσκαλο… όχι, στ' αλήθεια δεν σου πήγαινε. Τότε πάντως εγώ σε πέρασα γι' άρρωστο. Γιατί ο πυρετός θ' ανάγκαζε και τον Αριστοτέλη τον ίδιο να φερθεί αλλόκοτα, να κάνει και να πει πράγματα παράξενα. Μα εσύ δεν ήσουν άρρωστος! Δεν είχες πυρετό! Γι' αυτό ντρέπεσαι. Για τον πυρετό του δεν ντρέπεται κανείς, έτσι δεν είναι; Εσύ ντρεπόσουν επειδή σε είχε καταβάλει κάτι άλλο, επειδή κάτι άλλο σε είχε νικήσει. Λοιπόν; Είχε συμβεί τίποτα ασυνήθιστο εκείνη τη μέρα;»
Ο Χρυσόστομος κόμπιασε για μια στιγμή, ύστερα είπε αργά: «Ναι, κάτι είχε συμβεί. Κάτι ασυνήθιστο. Ας πούμε πως είσαι ο εξομολόγος μου· έτσι κι αλλιώς θα πρέπει κάποια στιγμή να το πω».
Και με το κεφάλι σκυφτό διηγήθηκε στον φίλο του την ιστορία εκείνης της νύχτας.
Χαμογελαστός του απάντησε ο Νάρκισσος. «Ναι, η "βόλτα στο χωριό" πράγματι απαγορεύεται. Αλλά πολλά απαγορευμένα κάνει ο άνθρωπος κι ύστερα γελάει ή τα εξομολογείται, και ξεμπερδεύει και δεν τον νοιάζουν πια. Γιατί να μην κάνεις κι εσύ την αταξία σου, σαν όλα τα παιδιά; Τόσο κακό είναι;»
Αδίστακτα, με θυμό, ξέσπασε ο Χρυσόστομος: «Μιλάς στ' αλήθεια σαν δάσκαλος! Αφού ξέρεις καλά ποιο είναι το θέμα! Και φυσικά δεν μου φαίνεται αμαρτία μεγάλη το να παραβεί κανείς τον κανονισμό του σχολείου ή να συμμετάσχει σε μια σκανταλιά μαθητική, αν κι αυτά ακόμα δεν επιτρέπονται για όποιον προετοιμάζεται για τη ζωή στο μοναστήρι».
«Για στάσου!» τον έκοψε ο Νάρκισσος. «Δεν ξέρεις, φίλε μου, ότι πολλοί θεοσεβούμενοι πατέρες χρειάστηκε να κάνουν αυτές ακριβώς τις αταξίες πριν φορέσουν το ράσο; Δεν ξέρεις ότι ένας από τους συντομότερους δρόμους για την αγιοσύνη περνάει από την αμαρτωλή ζωή;»
«Δεν ξέρεις, φίλε μου, ότι πολλοί θεοσεβούμενοι πατέρες χρειάστηκε να κάνουν αυτές ακριβώς τις αταξίες πριν φορέσουν το ράσο; Δεν ξέρεις ότι ένας από τους συντομότερους δρόμους για την αγιοσύνη περνάει από την αμαρτωλή ζωή;»
«Αχ, σώπα!» αποκρίθηκε ο Χρυσόστομος. «Άλλο ήθελα να πω: ότι δεν ήταν αυτή η μικρή αταξία που έχω βάρος στη συνείδησή μου. Κάτι άλλο ήταν. Το κορίτσι ήταν. Ένιωσα κάτι που δεν μπορώ να σου το περιγράψω! Ένιωσα πως αν υποχωρούσα σ' αυτόν τον πειρασμό, αν άπλωνα το χέρι μου κι απλά άγγιζα το κορίτσι, δεν θα μπορούσα με τίποτα να γυρίσω πίσω, η αμαρτία θα με κατάπινε ολόκληρο, μια μπουκιά θα μ' έκανε η άβυσσος της κόλασης, και δεν θα ξανάβγαινα ποτέ από κει μέσα. Κι όλα τα ωραία όνειρα, η αρετή μου όλη, η αγάπη μου για τον Θεό και για το καλό, όλα θα τελείωναν».
Ο Νάρκισσος κούνησε σκεφτικός το κεφάλι.
«Η αγάπη για τον Θεό», είπε αργά, διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του, «δεν είναι πάντα το ίδιο με την αγάπη για το καλό. Μακάρι να 'ταν τόσο απλά τα πράγματα! Αυτό που είναι καλό το ξέρουμε. Είναι γραμμένο στις εντολές. Αλλά ο Θεός, ξέρεις, δεν βρίσκεται μόνο μέσα στις εντολές. Οι εντολές δεν περιέχουν παρά ένα απειροελάχιστο κομμάτι Του. Μπορεί κάποιος να ζει τηρώντας όλες τις εντολές, και όμως να βρίσκεται πολύ μακριά από τον Θεό».
«Μα δεν με καταλαβαίνεις;» παραπονέθηκε ο Χρυσόστομος.
«Φυσικά και σε καταλαβαίνω. Νιώθεις πως στη γυναίκα, στο φύλο, βρίσκεται η ουσία η ίδια αυτού που ονομάζεις "κόσμο" και "αμαρτία". Καμία από τις άλλες αμαρτίες δεν φοβάσαι, πιστεύεις πως είσαι ανίκανος γι' αυτές – ή κι αν ακόμα έκανες το λάθος να διαπράξεις κάποια απ' αυτές, σίγουρα δεν θα σ' έπνιγε, δεν θα σε κατάπινε, θα μπορούσες να την εξομολογηθείς, να επανορθώσεις. Μία μόνο, αυτή η αμαρτία, είναι για σένα ασυγχώρητη!»
«Ναι, ακριβώς έτσι νιώθω».
«Βλέπεις, λοιπόν; Σε καταλαβαίνω. Και δεν έχεις τελείως άδικο, η ιστορία της Εύας και του Φιδιού δεν είναι παραμύθι, κρύβει αλήθεια μεγάλη μέσα της. Μα ούτε δίκιο έχεις, καλέ μου φίλε. Θα είχες δίκιο αν ήσουν ο ηγούμενος Δανιήλ ή ο Άγιος Χρυσόστομος, απ' τον οποίο έχεις πάρει το όνομά σου, αν ήσουν επίσκοπος ή ιερέας, ή έστω ένας απλός μοναχός. Δεν είσαι όμως. Είσαι μαθητής. Κι όσο κι αν έχεις την επιθυμία να μείνεις για πάντα στο μοναστήρι, όσο κι αν την επιθυμία την έχει για σένα και ο πατέρας σου, δεν έχεις δώσει ακόμα όρκους, δεν έχεις καν φορέσει το ράσο. Αν λοιπόν σε ξελογιάσει σήμερα ή αύριο ένα όμορφο κορίτσι, κι αν υποκύψεις στον πειρασμό, δεν θα έχεις πατήσει κανέναν όρκο».
«Κανέναν γραπτό όρκο!» ύψωσε ταραγμένος τη φωνή του ο Χρυσόστομος. «Αλλά έναν άγραφο, τον πιο ιερό, αυτόν που έχω πάρει μέσα μου. Δεν καταλαβαίνεις πως ό,τι ισχύει για πολλούς άλλους δεν ισχύει για μένα; Ούτε εσύ έχεις χειροτονηθεί, ούτε εσύ έχεις δώσει τους επίσημους όρκους σου· αλλά δεν θα επέτρεπες ποτέ στον εαυτό σου ν' αγγίξει γυναίκα! Ή πέφτω έξω; Μήπως δεν είναι έτσι; Μήπως δεν είσαι αυτός που νόμιζα; Τον όρκο που ακόμα δεν έχεις δώσει με λόγια, μπροστά στους ανωτέρους σου… δεν τον έχεις δώσει προ πολλού βαθιά μέσα στην καρδιά σου; Δεν νιώθεις την υπόσχεση αυτή να σε δένει για πάντα; Δεν είσαι σαν εμένα;»
«Όχι, Χρυσόστομε, δεν είμαι σαν εσένα. Δεν είμαι όπως πιστεύεις, όπως φαντάζεσαι ότι είμαι. Ναι, έχω δώσει κι εγώ έναν όρκο μέσα μου κι όχι μπροστά σε άλλους. Σ' αυτό έχεις δίκιο. Αλλά σαν εσένα δεν είμαι. Θα σου πω κάτι σήμερα, κάτι που μια μέρα θα το θυμηθείς. Άκουσέ με, λοιπόν: Η φιλία μας δεν έχει άλλο σκοπό κι άλλη σημασία, παρά να σου δείξω πόσο απόλυτα διαφορετικός από μένα είσαι!»
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σ’ ένα μεσαιωνικό μοναστήρι δύο νεαροί άντρες συνδέονται με φιλία παρά τους ολότελα διαφορετικούς χαρακτήρες τους: Ο ένας, ο δάσκαλος, είναι ο μοναχός Νάρκισσος, που τον γεμίζει η απομόνωση και η πνευματική ζωή. Ο άλλος, ο αγαπημένος του μαθητής, ο Χρυσόστομος, που νιώθει φυλακισμένος στο μοναστήρι και φεύγει για να γνωρίσει τον κόσμο και τον έρωτα. Ο Χρυσόστομος θα ζήσει τη ζωή του περιπλανώμενου καλλιτέχνη, θα γνωρίσει απογοητεύσεις και κινδύνους, αλλά και την έκσταση. Όταν ξανασυναντηθούν με τον Νάρκισσο, οι διαφορές τους, διαφορές ανάμεσα στη σάρκα και στο πνεύμα, στην τέχνη και στη διανόηση, στο συναίσθημα και στη λογική, θα είναι ακόμη πιο έντονες. Αλλά η αγάπη που τους ενώνει είναι μεγαλύτερη από οτιδήποτε άλλο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Χέρμαν Έσσε γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1877 στην Καλβ της Βιρτεμβέργης. Ο πατέρας του ήταν ιεραπόστολος και ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του γνωστός ινδολόγος. Ξεκίνησε να εργάζεται ως βιβλιοπώλης, δημοσιεύοντας παράλληλα τα πρώτα του ποιήματα και πεζά και αρθρογραφώντας σε εφημερίδες. Το 1904 το μυθιστόρημα Πέτερ Κάμεντσιντ του χάρισε την αναγνώριση και την ευκαιρία να ζήσει στο εξής αποκλειστικά από τη συγγραφή. Υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους και πλέον αναγνωρισμένους Γερμανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε 70 γλώσσες. Στα γνωστότερα μυθιστορήματά του συγκαταλέγονται τα Σιντάρτα, Ο Λύκος της Στέπας, Ντέμιαν και Νάρκισσος και Χρυσόστομος. Το 1946 ο Έσσε τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ελβετία, όπου και πέθανε, στις 9 Αυγούστου του 1962, στο σπίτι του στη Μοντανιόλα.