
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Μόνικα Γουντ [Monica Wood] «Πώς να διαβάσεις ένα βιβλίο» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη), το οποίο κυκλοφορεί στις 19 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κάθομαι σε μια από τις δύο καρέκλες στο κουζινάκι, που φαίνεται μικρό τώρα.
Με την καλή έννοια. Η Χάριετ καταλαμβάνει χώρο. Βρίσκει τσάι – τζίντζερ με ροδάκινο, που πίναμε με τη Βίκι το βράδυ στο δωμάτιό μας όταν πηγαίναμε γυμνάσιο για να νιώθουμε μεγάλες. Δεν έχω βραστήρα, αλλά βρίσκει ένα κατσαρολάκι και χρησιμοποιεί αυτό. Όλος αυτός ο αναβρασμός στην κουζίνα μου –και δεν υπάρχει άλλη λέξη: αναβρασμός– φέρνει μια νηνεμία.
«Είχες την πιο όμορφη φωνή στη Λέσχη Ανάγνωσης, Βάιολετ», λέει καθώς ανοίγει ένα ντουλάπι. «Τόση ομορφιά. Όχι μόνο στη φωνή σου αλλά και στις απόψεις σου. Μια κρυστάλλινη χροιά που ήταν ευχάριστη στο αυτί». Δεν σταματάει καθώς μιλάει, διαλέγει δύο κούπες, κρατάει, κατά κάποιον τρόπο, την απόστασή της ενώ προσφέρει παρηγοριά. Ίσως οι κανόνες για τους εθελοντές να ισχύουν και στο Έξω. «Για την ακρίβεια, Βάιολετ», λέει, «ακόμα και το λεξικό να έπαιρνες και να το διάβαζες κάτω από ένα δέντρο, μέχρι και τα πουλιά θα σταματούσαν το κελάηδημά τους για να ακούσουν».
Δεν μπορώ να κρατηθώ, βάζω τα κλάματα χωρίς να το καταλάβω. Το πρώτο βράδυ στη φυλακή οι περισσότερες κλαίνε όλη νύχτα. Μερικές φορές και δύο νύχτες. Σπάνια τρεις. Μετά τίποτα. Εγώ δεν έκλαψα καθόλου, ούτε την πρώτη νύχτα ούτε καμία, επειδή η μάνα μου έκλαιγε αρκετά και για τις δυο μας. Ίσως τα δάκρυα να κρύβονται μες στο σώμα μέχρι μια τέτοια στιγμή που μπορούν να αναβλύσουν ελεύθερα. Όταν είσαι ασφαλής.
Υποθέτω ότι είμαι ασφαλής.
Όσο το νερό βράζει, η Χάριετ περιεργάζεται το διαμέρισμά μου, που δεν έχει χαλιά, κουρτίνες, αφίσες, ούτε βιβλία. «Θα πρέπει να σου βρούμε κάτι να διαβάσεις». Εμένα η δική της φωνή μου φαίνεται όμορφη, κρυστάλλινη και δεν ξέρω κι εγώ τι.
«Τα βιβλία δεν θα λύσουν τα προβλήματά μου, Χάριετ».
«Όχι, αλλά τα βάζουν στη σωστή τους διάσταση. Τους επιτρέπουν να αναπνεύσουν».
«Δεν μπορώ να ξαναπάω στο βιβλιοπωλείο».
«Φυσικά μπορείς, και θα πας». Βάζει το νερό. «Αλλά όχι σήμερα». Η μυρωδιά του τζίντζερ μού θυμίζει τη Βίκι.
«Τα βιβλία δεν θα λύσουν τα προβλήματά μου, Χάριετ».
«Όχι, αλλά τα βάζουν στη σωστή τους διάσταση. Τους επιτρέπουν να αναπνεύσουν».
«Δεν μπορώ να ξαναπάω στο βιβλιοπωλείο».
«Φυσικά μπορείς, και θα πας».
Τη μαμά. Το σπίτι μας στη Στίκνεϊ Στριτ. «Επίσης», συνεχίζει η Χάριετ, «θα βγάλεις κάρτα στη βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη του Πόρτλαντ είναι καταπληκτική, και είσαι μόνο έξι τετράγωνα από το κεντρικό κτίριο».
Πίνω μια γουλιά. «Σε ευχαριστώ που με βοηθάς, Χάριετ».
«Κι εγώ στην ηλικία σου δεν είχα μητέρα, Βάιολετ».
Αυτό το λέει για να νιώσω καλύτερα, αλλά δεν νιώθω.
Φαντάζομαι τη Χάριετ μικρή και μόνη.
«Η μητέρα μου αρρώστησε», μου λέει. «Η αδερφή μου σπούδαζε στο πανεπιστήμιο και ο πατέρας μου είχε τις υποχρεώσεις της φάρμας του, έτσι έπεσε σ’ εμένα ο κλήρος να τη φροντίσω. Και τον πατέρα μου, στο τέλος».
Κουνάει το κεφάλι της. «Δεν κατάφερε να διαχειριστεί τη χηρεία».
«Πέθανε κι ο πατέρας σου;»
«Δεν άργησε πολύ. Η αδερφή μου βοηθούσε όποτε μπορούσε, αλλά είχε ήδη βγει στον κόσμο, ζούσε τη ζωή της, και ήταν μεγάλη θυσία να της ζητήσω να γυρίσει».
Η Χάριετ πίνει μια γουλιά τσάι. Η κούπα της γράφει με φούξια γράμματα «Βρες τη Χαρά σου». Η δική μου γράφει «Να είσαι ο εαυτος σου, οι αλλοι ειναι πιασμενοι».
«Επίσης εγώ ανέλαβα την υποχρέωση να ξεφορτωθώ τη φάρμα», συνεχίζει, «και όταν έγινε μια ιστορία με τα όρια του οικοπέδου του γείτονα, μπήκε στη ζωή μου ο Λου Λάρσον σαν διασωστικό πλοίο στην κρύα μαύρη θάλασσα».
«Ουάου».
«Δικηγόρος κληρονομικού δικαίου. Έλυσε όλα μου τα προβλήματα, κι έτσι τον παντρεύτηκα». Χαμογελάει γρήγορα. «Δεν ήμασταν Ρωμαίος και Ιουλιέτα, αλλά τον αγαπούσα όσο χρειαζόταν για να είμαι όσο ευτυχισμένη χρειαζόταν. Έκανα δύο παιδιά, το ένα μετά το άλλο, κι έζησα μια καλή ζωή. Φερόμασταν καλά ο ένας στον άλλο. Ήμασταν αφοσιωμένοι».
«Πέθανε, όμως, Χάριετ. Μας το είπες στη Λέσχη Ανάγνωσης ότι ο Λου πέθανε».
«Ναι, και μετά πήγα στο πανεπιστήμιο, κι έγινα δασκάλα, και αν δεν τα είχα κάνει αυτά, δεν θα καθόμουν εδώ μαζί σου αυτή τη στιγμή». Σηκώνει την κούπα της για να κάνει μια πρόποση. «Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, Βάιολετ».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τρεις αλησµόνητοι χαρακτήρες αναµετρώνται µε τον θάνατο, τη λύτρωση, τη συγχώρεση και τις αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή τους.
Η εικοσιδυάχρονη Βάιολετ Πάουελ αποφυλακίζεται έχοντας εκτίσει ποινή φυλάκισης είκοσι δύο µηνών για οδήγηση υπό την επήρεια µέθης, που προκάλεσε ένα µοιραίο ατύχηµα µε θύµα µια νηπιαγωγό. Η Χάριετ Λάρσον, συνταξιούχος φιλόλογος και υπεύθυνη της λέσχης ανάγνωσης της φυλακής, σύντοµα θα κληθεί να αντιµετωπίσει τη δυσάρεστη προοπτική της άδειας φωλιάς, καθώς θα µείνει µόνη στο σπίτι της. Ο Φρανκ Ντέιγκλ, συνταξιούχος µηχανικός, ακόµα δεν έχει συµφιλιωθεί µε την περίπλοκη φύση του γάµου του µε τη γυναίκα που σκότωσε η Βάιολετ. Όταν οι τρεις τους συναντιούνται τυχαία ένα πρωί σε ένα βιβλιοπωλείο, οι ζωές τους περιπλέκονται µε έναν τρόπο που θα τους επηρεάσει βαθιά.
Ένα µυθιστόρηµα που φωτίζει τη δύναµη της ποίησης και της λογοτεχνίας στη ζωή µας ενώ παράλληλα γεννά την ελπίδα, την αγάπη και τη συγχώρεση που λυτρώνει την καρδιά.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Μόνικα Γουντ [Monica Wood] είναι µυθιστοριογράφος, βιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων. Έχει λάβει το Maine Humanities Council Carlson Prize για τη συνεισφορά της στις ανθρωπιστικές επιστήµες και το Maine Writers and Publishers Alliance Distinguished Achievement Award για τη συνεισφορά της στη λογοτεχνία. Ζει στο Πόρτλαντ του Μέιν, µε τον άντρα της, τον Νταν Άµποτ, και τη γάτα τους, τη Σούζι. Έχει γράψει τέσσερα µυθιστορήµατα, µε πιο πρόσφατο το Ένα αγόρι στο εκατοµµύριο (εκδόσεις Κλειδάριθµος), που κέρδισε το Nauti-lus Award (Gold) το 2017 και το βραβείο πεζογραφίας της New England Society in the City of New York.