
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Βραζιλιάνας Μοργκάνα Κρέτζμαν [Morgana Kretzmann] «Στη σκόνη» (μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κωστας Αγοραστός
Ρόδια και Τσιγάρα
Η μητέρα της μητέρας της ήταν ένας πικραμένος άνθρωπος που ήξερε να φτιάχνει τηγανητά γλυκά όπως κανένας άλλος. Είχε γκρίζα μαλλιά και μεγάλα στήθη. Της άρεσε να φοράει φορέματα με λουλουδάκια σε απαλά χρώματα. Φορούσε πάντα μπεζ εσώρουχο που είχε μια μικρή δαντέλα στο σημείο που φαινόταν όταν ανέβαινε τις σκάλες ή καθόταν. Μιλούσε δυνατά ακόμα κι όταν ήθελε να ψιθυρίσει.
Τη γριά την ενοχλούσαν τα πάντα· την ενοχλούσε η κόρη της, την ενοχλούσε ο άντρας της κόρης της, μα πιο πολύ την ενοχλούσε η κόρη της κόρης της, που πάντα της φαινόταν ιδιόρρυθμη, ένα κορίτσι που επρόκειτο να συναντήσει κάτι τρομερό, κάτι εγκόσμιο, πέφτοντας με ταχύτητα στον εκφυλισμό.
Η γιαγιά της είχε μια όμορφη ροδιά, που βρισκόταν μακριά από το σπίτι. Ήταν μία και μοναδική ροδιά, περιτριγυρισμένη από πορτοκαλιές. Και ήταν εκεί, δίπλα στο δέντρο που ανθίζει την άνοιξη και επιδεικνύει το πλούσιο κόκκινο χρώμα του, όπου ξεκίνησαν όλα, όπου η τραγωδία πήρε την πρώτη της ανάσα.
Εκείνη η κυρία δεν καταλάβαινε ότι η εγγονή της ήταν μόλις εννέα ετών κι ότι ήταν ένα μοναχικό κοριτσάκι που δεν είχε φίλους στο σχολείο, ούτε κάποιο παιδάκι που να τη συμπαθεί στη γειτονιά, που τα ξαδέλφια της την περιφρονούσαν και το Σαββατοκύριακο στα τραπέζια την άφηναν μόνη με την τηλεόραση. Δεν καταλάβαινε ότι ήταν ένα ντροπαλό παιδί, γεμάτο φόβο. Επέμενε ότι το κοριτσάκι ήταν κακό και διεστραμμένο.
Μια μέρα, η γριά βρήκε την εγγονή της να καπνίζει ένα μακρύ τσιγάρο Shelton κάτω από τη ροδιά. Το κοριτσάκι φορούσε ψηλοτάκουνα παπούτσια, πέντε ή έξι νούμερα μεγαλύτερα, κρατούσε μια μεγάλη γαλάζια τσάντα κάτω από τη μασχάλη και φορούσε πορτοκαλί κραγιόν. Όταν την ανακάλυψε, ήταν λες και ένα μαύρο σύννεφο έπεσε στο κεφάλι της, θυμόταν μόνο τις λέξεις «ανήθικη», «ζώο», «δαίμονα», ενώ την τραβούσε βίαια από τα μαλλιά. Έπειτα από πολύ κλάμα, μια διεστραμμένη συνενοχή: «αυτό θα είναι το μυστικό μας, αν ακολουθήσεις τους κανόνες, αν κάνεις ό,τι σου ζητήσω, κανείς δεν θα μάθει ποτέ τίποτα».
Όταν την ανακάλυψε, ήταν λες και ένα μαύρο σύννεφο έπεσε στο κεφάλι της, θυμόταν μόνο τις λέξεις «ανήθικη», «ζώο», «δαίμονα», ενώ την τραβούσε βίαια από τα μαλλιά. Έπειτα από πολύ κλάμα, μια διεστραμμένη συνενοχή: «αυτό θα είναι το μυστικό μας, αν ακολουθήσεις τους κανόνες, αν κάνεις ό,τι σου ζητήσω, κανείς δεν θα μάθει ποτέ τίποτα».
Το κοριτσάκι αναγκάστηκε να ακολουθήσει την κατήχηση της γιαγιάς, για να μην υποστεί την ντροπή του να μάθουν τι συνέβη τα ξαδέλφια της, οι συμμαθητές της και οι γείτονες.
Το παιδί υποχρεώθηκε να δεχτεί τη συντροφιά της γιαγιάς στον δρόμο από το σπίτι για το σχολείο και πίσω κάθε Παρασκευή. Επίσης, δεχόταν αιφνιδιαστικές επισκέψεις στα διαλείμματα, όταν ταπεινωνόταν από τη συνεχή κοροϊδία των συμμαθητών της. Επιπλέον, δεχόταν αναγκαστικά όλες τις προσκλήσεις για την παρακολούθηση της Λειτουργίας στην εκκλησία και περνούσε τα απογεύματα του Σαββάτου στο σπίτι της γριάς. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν αρνήθηκε τίποτα, συνέχισε να υπακούει υποταγμένη.
Η γιαγιά ήθελε να αποδείξει ότι δεν έκανε λάθος. Πίστευε πως η εγγονή της ήταν κακή κι ανήθικη. Γι’ αυτόν τον λόγο άφησε ένα πορνογραφικό περιοδικό πάνω στο ράφι εκείνο το Σάββατο, καθώς και ένα μάτσο από χαρτονομίσματα των πενήντα πάνω στην τουαλέτα της και δεν την κάλεσε στη Λειτουργία εκείνο το απόγευμα, λέγοντας πως μπορούσε να μείνει στο σπίτι και να δει τηλεόραση τρώγοντας τηγανητά γλυκά.
Μόνο του στο σπίτι, το παιδί πήγε στο παλιό δωμάτιο της θείας, έβαλε τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, έβαλε ρουζ, σκιά, κραγιόν. Έκανε άνω-κάτω την ντουλάπα για να βρει εκείνη την τσάντα με τα πολύχρωμα πετράδια που της άρεσε τόσο πολύ. Τη βρήκε. Έκλεψε ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα από το συρτάρι του μπουφέ. Πήγε στο σαλόνι, πήρε το περιοδικό και το έβαλε στην τσάντα. Όταν ήταν έτοιμη να βγει, κοίταξε μέσα στο δωμάτιο και, αφού είδε τον σωρό με τα χρήματα, προχώρησε ευθεία και βγήκε από το σπίτι πηγαίνοντας προς τη ροδιά. Κάθισε κάτω από το δέντρο παίρνοντας μια αισθησιακή πόζα, μιμούμενη μία από τις γυναίκες στο περιοδικό, άναψε το τσιγάρο και άρχισε να ξεφυλλίζει το περιοδικό.
Η γιαγιά μπήκε ήσυχα στο σπίτι. Πατώντας στις μύτες των ποδιών, πήγε στο σαλόνι, όπου δεν ήταν κανείς. Το περιοδικό είχε εξαφανιστεί. Πήγε στο υπνοδωμάτιό της, πήρε τα χρήματα και τα μέτρησε. Δεν έλειπε κανένα χαρτονόμισμα. Βγήκε από το σπίτι, προσπαθώντας να μην πατήσει πάνω σε κλαδάκια ή ξερά φύλλα, και πήγε μέχρι τη ροδιά. Εκεί βρήκε την εγγονή της με ένα τσιγάρο στο χέρι, το ανύπαρκτο ακόμα στήθος της στο άλλο και το πορνογραφικό περιοδικό ανοιχτό στο έδαφος μπροστά της. Στη θέση του θυμού, ένα ανεξέλεγκτο γέλιο και μια φράση: «το ήξερα».
Η γιαγιά της δεν ήταν ποτέ μια εύκολη γυναίκα. Ο σύζυγός της ήταν καλός άνθρωπος, όμως έμοιαζε θλιμμένος όταν εκείνη βρισκόταν κοντά. Τα πέντε της παιδιά δεν την άντεχαν, ήταν φανερό. Όμως συνέχιζαν να έρχονται τα Σαββατοκύριακα για επίσκεψη – μια υπόσχεση που είχαν δώσει στον πατέρα τους πριν πεθάνει.
Το κορίτσι έφυγε τρέχοντας αφήνοντας πίσω τα παπούτσια με τα τακούνια σφηνωμένα στο χώμα. Μπήκε στο σπίτι και άφησε την τσάντα εκεί που τη βρήκε. Έκρυψε το περιοδικό στο ράφι, ακριβώς πίσω από τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας Μπάρσα. Άλλαξε γνώμη και ξαναπήρε το περιοδικό. Πήγε στο υπνοδωμάτιο της γιαγιάς. Μπήκε μέσα, τράβηξε την πόρτα και κρύφτηκε.
Η γιαγιά της δεν ήταν ποτέ μια εύκολη γυναίκα. Ο σύζυγός της ήταν καλός άνθρωπος, όμως έμοιαζε θλιμμένος όταν εκείνη βρισκόταν κοντά. Τα πέντε της παιδιά δεν την άντεχαν, ήταν φανερό. Όμως συνέχιζαν να έρχονται τα Σαββατοκύριακα για επίσκεψη – μια υπόσχεση που είχαν δώσει στον πατέρα τους πριν πεθάνει. Παρ’ όλα αυτά, όπως όλοι έλεγαν, δεν της άξιζε να πεθάνει με τον τρόπο που πέθανε. Καταπλακωμένη από εκείνη τη γιγάντια ντουλάπα από μασίφ ξύλο. Έλεγαν πως ήταν από βελανιδιά. Έλεγαν επίσης πως μπορεί να πέθανε από ασφυξία, καθώς άργησε πολύ να έρθει βοήθεια, αφού το μοναδικό άτομο που βρισκόταν μαζί της εκείνο το απόγευμα έπαιζε κάτω από τη ροδιά και γύρισε στο σπίτι μόνο όταν άρχισε να νυχτώνει.
Μέχρι σήμερα η εγγονούλα λέει πως δεν άκουσε τον θόρυβο της ντουλάπας που έπεφτε, όμως λέει ότι θυμάται τη γιαγιά της να κρατάει ένα μάτσο με χαρτονομίσματα των πενήντα και να της ζητάει να καθίσει στην αγκαλιά της για να διαβάσουν μαζί ένα περιοδικό που η ίδια δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της. Και έτσι τη βρήκαν, όταν κατάφεραν να απομακρύνουν την ντουλάπα από πάνω της: με το κρανίο τσακισμένο και να κρατάει ένα μάτσο χαρτονομίσματα των πενήντα κι ένα πορνογραφικό περιοδικό.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Σοφία, μια νεαρή ηθοποιός, θα είχε μπροστά της μια λαμπρή καριέρα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, αν δεν ερχόταν αντιμέτωπη με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ύστερα από μια επεισοδιακή σχέση με τον Κάρλος, έναν πασίγνωστο θεατρικό συγγραφέα, και μερικές ακόμα επώδυνες εμπειρίες, φαίνεται να έχει χάσει τον έλεγχο της ζωής της. Η μόνη λύση για εκείνη είναι να εκδικηθεί τους άντρες που την πλήγωσαν. Ξεκινάει, λοιπόν, να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό της. Θα καταφέρει άραγε να βρει τη λύτρωση που τόσο αποζητά;
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Μοργκάνα Κρέτζμαν (Morgana Kretzmann) είναι Βραζιλιάνα συγγραφέας και σεναριογράφος. Γεννήθηκε στο Ρίο Γκράντε ντο Σουλ και σήμερα ζει στο Σάο Πάολο. Είναι απόφοιτος Κινηματογραφικής Σεναριογραφίας από το Παπικό Καθολικό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο και κάτοχος πτυχίου στην Περιβαλλοντική Διαχείριση από το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο της Σάντα Καταρίνα. Είναι συντονίστρια σύνταξης του διαδικτυακού λογοτεχνικού περιοδικού Revistaria. Το μυθιστόρημά της Στη σκόνη αποτελεί το πρώτο μέρος της «Τριλογίας της κόκκινης γης» και έχει κερδίσει το Βραβείο Λογοτεχνίας του Σάο Πάολο 2021 στην κατηγορία Καλύτερο Πρώτο Μυθιστόρημα. Είναι το πρώτο βιβλίο της που κυκλοφορεί στα ελληνικά.