
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Γερτρούδη» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Ίμτχορ ήταν χήρος, ζούσε σε ένα από τα παλιά, απλά αλλά επιβλητικά αστικά σπίτια, ένα από τα λίγα που διατηρούσαν ακέραιο τον μεγάλο τους κήπο μέσα στην πόλη που διαρκώς απλωνόταν. Δεν είδα πολλά από τον κήπο, αφού όταν έφτασα είχε σκοτεινιάσει∙ μόνο μια μικρή αλέα με ψηλά πλατάνια που στους κορμούς τους έλαμπαν ανοιχτόχρωμα σχήματα από το φως των φαναριών, και ανάμεσά τους μερικά γλυπτά που φάνταζαν σκούρα από την πολυκαιρία. Πίσω από τα μεγάλα δέντρα βρισκόταν το παλιό σπίτι, διακριτικό, πλατύ και χαμηλό, του οποίου οι τοίχοι από την είσοδο και μετά, στους διάδρομους, στις σκάλες και στα δωμάτια, ήταν γεμάτοι με πίνακες τοποθετημένους κοντά τον έναν στον άλλο, πάμπολλα οικογενειακά πορτρέτα, σκούρα τοπία, παλιομοδίτικες απεικονίσεις πόλεων και ζώων. Έφτασα την ίδια ώρα με πολλούς άλλους καλεσμένους, μας υποδέχτηκε μια οικονόμος και μας οδήγησε στο εσωτερικό του σπιτιού.
Η συντροφιά δεν ήταν καθόλου μεγάλη, μολαταύτα ο χώρος φάνταζε μικρός ώσπου άνοιξαν οι πόρτες για την αίθουσα της μουσικής. Ήταν ευρύχωρη, όλα έμοιαζαν καινούρια, το πιάνο, τα ερμάρια με τις παρτιτούρες, οι λάμπες, τα καθίσματα∙ μόνο οι πίνακες ήταν και εδώ πολύ παλιοί.
Οι δύο μουσικοί που θα με συνόδευαν ήταν ήδη εκεί. Στήσαμε τα αναλόγιά μας, τακτοποιήσαμε το φως και ξεκινήσαμε να κουρδίζουμε. Και τότε, από μια πόρτα στο βάθος της μισοφωτισμένης σάλας, μπήκε μια λευκοντυμένη κοπέλα. Οι άλλοι δύο μουσικοί τη χαιρέτησαν με σεβασμό και κατάλαβα ότι μάλλον ήταν η κόρη του κυρίου Ίμτχορ. Το βλέμμα της στάθηκε για μια στιγμή επάνω μου ερωτηματικά και αμέσως, πριν προλάβω να συστηθώ, άπλωσε το χέρι της προς το μέρος μου και είπε: «Σας γνωρίζω ήδη, είστε ο κύριος Κουν. Καλώς ορίσατε!».
Η όμορφη κοπέλα με είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα και η φωνή της ακουγόταν τώρα τόσο καθαρή και ωραία, που της έσφιξα εγκάρδια το χέρι κι έμεινα να την κοιτάζω πανευτυχής στα μάτια, που με καλωσόριζαν θερμά και φιλικά.
«Ανυπομονώ ν’ ακούσω το τρίο σας», είπε χαμογελώντας σαν να με είχε φανταστεί όπως ακριβώς ήμουν και τώρα ήταν ικανοποιημένη.
«Κι εγώ», της απάντησα, χωρίς να ξέρω τι λέω. Την κοίταξα ξανά κι εκείνη έκανε ένα νεύμα. Μετά προχώρησε, την παρακολουθούσα με το βλέμμα καθώς έβγαινε από την αίθουσα. Επέστρεψε σύντομα κρατώντας από το μπράτσο τον πατέρα της και ακολουθούμενη από όλη τη συντροφιά. Εμείς οι τρεις καθόμασταν ήδη μπροστά στα αναλόγια και ήμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Ο κόσμος τακτοποιήθηκε στις θέσεις, κάποιοι γνωστοί με χαιρέτησαν μ’ ένα νεύμα, ο οικοδεσπότης μού έδωσε το χέρι του και, όταν όλοι κάθισαν, τα ηλεκτρικά φώτα έσβησαν κι έμειναν αναμμένα μόνο τα ψηλά κεριά που φώτιζαν τις παρτιτούρες μας.
Είχα σχεδόν ξεχάσει τη μουσική μου. Στο ημίφως έψαχνα στο πίσω μέρος της αίθουσας τη δεσποινίδα Γερτρούδη, που καθόταν γερμένη σε μια βιβλιοθήκη. Τα σκουρόξανθα μαλλιά της φαίνονταν σχεδόν μαύρα στο μισοσκόταδο και δεν έβλεπα τα μάτια της. Έδωσα τον ρυθμό και μ’ ένα νεύμα μου αρχίσαμε να παίζουμε το αντάντε.
Της έδινα τη μουσική μου και την ανάσα μου, τις σκέψεις και τον χτύπο της καρδιάς μου, όπως αφήνεται ένας περιπατητής την αυγή στο απαλό γαλάζιο και στη διαυγή λάμψη των λιβαδιών, χωρίς να του το ζητά κανείς και χωρίς να χάνει τον εαυτό του. Μαζί με την αίσθηση της ευχαρίστησης και τον ολοένα πιο ορμητικό χείμαρρο της μουσικής με ανύψωνε μια ανέλπιστη ευτυχία, ώστε ξαφνικά ήξερα τι σημαίνει έρωτας. Δεν ήταν άγνωστο συναίσθημα, ήταν η διασαφήνιση και η επιβεβαίωση παμπάλαιων προαισθήσεων, η επιστροφή σε μια παλιά πατρίδα.
Όσο παίζαμε ένιωθα πάλι άνετα και οικεία, αισθανόμουν μέσα μου τη μουσική, λικνιζόμουν παρασυρμένος από τον ρυθμό, αιωρούμουν ελεύθερος στη συνήχηση των τόνων, σαν να τους επινοούσα πρώτη φορά εκείνη τη στιγμή. Οι σκέψεις μου για τη μουσική και οι σκέψεις μου για τη Γερτρούδη Ίμτχορ κυλούσαν μαζί, ήρεμες και διαυγείς∙ κινούσα το δοξάρι μου κι έδινα με τα μάτια οδηγίες, η μουσική ακουγόταν ωραία και σταθερά και με παρέσερνε, άνοιγε έναν χρυσαφένιο δρόμο προς τη Γερτρούδη, την οποία δεν έβλεπα πια, μα ούτε και το επιθυμούσα. Της έδινα τη μουσική μου και την ανάσα μου, τις σκέψεις και τον χτύπο της καρδιάς μου, όπως αφήνεται ένας περιπατητής την αυγή στο απαλό γαλάζιο και στη διαυγή λάμψη των λιβαδιών, χωρίς να του το ζητά κανείς και χωρίς να χάνει τον εαυτό του. Μαζί με την αίσθηση της ευχαρίστησης και τον ολοένα πιο ορμητικό χείμαρρο της μουσικής με ανύψωνε μια ανέλπιστη ευτυχία, ώστε ξαφνικά ήξερα τι σημαίνει έρωτας. Δεν ήταν άγνωστο συναίσθημα, ήταν η διασαφήνιση και η επιβεβαίωση παμπάλαιων προαισθήσεων, η επιστροφή σε μια παλιά πατρίδα.
Το πρώτο μέρος τελείωσε και δεν επέτρεψα παρά μόνο διάλειμμα ενός λεπτού. Ενώ ακούγονταν οι χαμηλοί μπερδεμένοι ήχοι από το κούρδισμα των οργάνων, πάνω από τα ανυπόμονα και τεταμένα πρόσωπα κατάφερα για μια στιγμή να δω το σκουρόξανθο κεφάλι, το απαλό φωτεινό μέτωπο και το σοβαρό κόκκινο στόμα∙ μετά χτύπησα απαλά το αναλόγιό μου και ξεκινήσαμε το δεύτερο μέρος, που είναι και το πιο ωραίο. Οι μουσικοί ζεστάθηκαν, ο πόθος που ανάβλυζε από το κομμάτι άνοιξε ανήσυχες φτερούγες, πετάρισε τριγύρω ανικανοποίητος, αναζήτησε και χάθηκε μέσα στο παράπονο και στην ταραχή. Το τσέλο έπιασε βαθιά και με ζέση τη μελωδία, τη σήκωσε δυνατά και επιτακτικά, την άφησε να καταλαγιάσει σε νέους πιο σκοτεινούς τόνους και να διαλυθεί με απόγνωση στην οργή των μπάσων.
Τούτο το δεύτερο μέρος αποτελούσε την εξομολόγησή μου, την ομολογία της λαχτάρας μου και της ανικανοποίητης ύπαρξής μου. Το τρίτο ήταν η λύτρωση και η εκπλήρωση. Από εκείνη τη βραδιά και μετά όμως ήξερα ότι δεν ήταν τίποτα και το έπαιξα απρόσεκτα, σαν κάτι που είχα αφήσει πίσω μου. Διότι πίστευα πως τώρα γνώριζα ακριβώς πώς ηχεί η απελευθέρωση, γνώριζα πώς έπρεπε να ξεπροβάλλουν η λαμπρότητα και η ειρήνη μέσα από τους θυελλώδεις ήχους, το φως μέσα από τη βαριά συννεφιά. Όλα αυτά δεν υπήρχαν στο τρίτο μέρος, το οποίο δεν ήταν παρά μια ανακουφιστική διάλυση της εντεινόμενης παραφωνίας, μια προσπάθεια εξαγνισμού και κλιμάκωσης της βασικής μελωδίας. Στο τρίτο μέρος δεν υπήρχε ούτε μία νότα, ούτε μία αχτίδα από αυτά που τώρα έλαμπαν και τραγουδούσαν μέσα μου, και μου προξενούσε κατάπληξη που κανείς δεν το είχε προσέξει.
Το τρίο μου τελείωσε. Έκανα ένα νεύμα στους άλλους δύο μουσικούς και άφησα το βιολί μου. Τα φώτα άναψαν πάλι, ο κόσμος άρχισε να κινείται, κάποιοι με πλησίασαν με τις συνηθισμένες φιλοφρονήσεις, με επαίνους και κριτικές για να επιδείξουν τις υποτιθέμενες μουσικές τους γνώσεις. Κανένας δεν μου επισήμανε τη βασική έλλειψη του έργου. Ο κόσμος σκόρπισε στα διάφορα δωμάτια, υπήρχε τσάι, κρασί και βουτήματα, ενώ στο δωμάτιο των κυρίων μπορούσες να καπνίσεις. Πέρασε μία ώρα και κατόπιν άλλη μία. Τότε έγινε αυτό στο οποίο είχα σχεδόν πια πάψει να ελπίζω. Η Γερτρούδη με πλησίασε και μου άπλωσε το χέρι της.
«Σας άρεσε;» τη ρώτησα.
«Ναι, ήταν ωραίο», είπε κατανεύοντας. Διέκρινα όμως ότι σκεφτόταν και κάτι άλλο. Γι’ αυτό της είπα: «Εννοείτε ότι σας άρεσε το δεύτερο μέρος. Το υπόλοιπο δεν λέει τίποτα». Με κοίταξε στα μάτια με περιέργεια, με μια καλοσυνάτη εξυπνάδα, σαν ώριμη γυναίκα, και είπε πολύ ευγενικά:
«Το ξέρετε λοιπόν και ο ίδιος. Το πρώτο μέρος είναι όντως καλή μουσική. Το δεύτερο μεγαλώνει και απλώνει, και έτσι απαιτεί πάρα πολλά από το τρίτο μέρος. Αρκούσε κανείς να σας παρατηρήσει ενώ παίζατε, να έβλεπε πού συμμετείχατε με την ψυχή σας και πού όχι».
Μου άρεσε που άκουσα ότι τα φωτεινά, καλοσυνάτα μάτια της με είχαν παρακολουθήσει χωρίς να το ξέρω. Και ήδη από εκείνο το πρώτο βράδυ της γνωριμίας μας σκέφτηκα πόσο μεγάλη ευλογία θα ήταν να περάσει κανείς όλη του τη ζωή ενώ τον κοιτάζουν αυτά τα όμορφα, έντιμα μάτια, και ότι σε αυτή την περίπτωση θα ήταν αδύνατον να κάνει ή να σκεφτεί ποτέ κάποιος κάτι κακό. Και από εκείνη τη βραδιά ήξερα ότι η λαχτάρα μου για ένωση και τρυφερή αρμονία κάπου θα έβρισκε αναπαμό και ότι στη Γη ζούσε ένας άνθρωπος στο βλέμμα και στη φωνή του οποίου αποκρίνονται καθαρά και εσωτερικά κάθε παλμός και κάθε ανάσα μου.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Στα απομνημονεύματά του ο διάσημος συνθέτης Κουν αφηγείται τον άτυχο έρωτά του για την όμορφη, γλυκιά Γερτρούδη. Ο Κουν την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, αλλά εκείνη θα αγαπήσει και θα παντρευτεί τον καλό του φίλο Χάινριχ, έναν γοητευτικό, παρορμητικό τραγουδιστή της όπερας. Εντελώς αταίριαστοι, η Γερτρούδη και ο Χάινριχ θα δυστυχήσουν μέσα σ’ έναν καταστροφικό γάμο. Ωστόσο, ο πόνος του έρωτα γίνεται η έμπνευση για μια όπερα που θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη επιτυχία του Κουν.
Ο νομπελίστας Χέρμαν Έσσε μιλά για τον έρωτα, τη φιλία, την έμπνευση και τη νιτσεϊκή θεωρία για τη γένεση της τέχνης σε ένα μυθιστόρημα πλημμυρισμένο μουσική.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Χέρμαν Έσσε γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1877 στην Καλβ της Βιρτεμβέργης. Ο πατέρας του ήταν ιεραπόστολος και ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του γνωστός ινδολόγος. Ξεκίνησε να εργάζεται ως βιβλιοπώλης, δημοσιεύοντας παράλληλα τα πρώτα του ποιήματα και πεζά και αρθρογραφώντας σε εφημερίδες. Το 1904 το μυθιστόρημα Πέτερ Κάμεντσιντ του χάρισε την αναγνώριση και την ευκαιρία να ζήσει στο εξής αποκλειστικά από τη συγγραφή. Υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους και πλέον αναγνωρισμένους Γερμανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε 70 γλώσσες. Στα γνωστότερα μυθιστορήματά του συγκαταλέγονται τα Σιντάρτα, Ο Λύκος της Στέπας, Ντέμιαν και Νάρκισσος και Χρυσόστομος. Το 1946 ο Έσσε τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ελβετία, όπου και πέθανε, στις 9 Αυγούστου του 1962, στο σπίτι του στη Μοντανιόλα.