Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Κλερ Κίγκαν [Claire Keegan] «Ανταρκτική» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 3 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΟΙ ΑΔΕΡΦΕΣ
Είναι έθιμο των Πόρτερ να στέλνουν πάντα μια καρτ ποστάλ για να ανακοινώσουν την άφιξή τους. Η Μπέτυ περιμένει. Κάθε φορά που γαβγίζει ο σκύλος, τρέχει χωρίς δεύτερη σκέψη στο παράθυρο δίπλα στη σκάλα, κοιτάζοντας μέσα από τον καταπράσινο φράχτη φτέρης να δει αν ο ταχυδρόμος ανεβαίνει με το ποδήλατό του τη λεωφόρο. Είναι σχεδόν Ιούνιος. Δεν κάνει πια ψύχρα· τα δαμάσκηνα βαραίνουν τα κλαδιά των δέντρων. Σύντομα θα καταφτάσουν οι Πόρτερ και θα απαιτούν περίεργα φαγητά, καθαρά μαντίλια, θερμοφόρες, πάγο.
Η Λουίζα, η αδερφή της Μπέτυς, έφυγε στην Αγγλία όταν ήταν μικρή και παντρεύτηκε τον Στάνλεϊ Πόρτερ, έναν πωλητή που την ερωτεύτηκε, επειδή, έτσι της είπε, τα μαλλιά της έπεφταν ως τη μέση της. Η Λουίζα είχε πάντα πανέμορφα μαλλιά. Όταν ήταν μικρές, η Μπέτυ της τα χτένιζε κάθε βράδυ, εκατό φορές, και έδενε καλά τη χρυσή πλεξούδα με μια μεταξωτή κορδέλα.
Τα μαλλιά της Μπέτυς είναι, και πάντα ήταν, ένα βαρετό καστανό χρώμα. Τα χέρια της ήταν πάντα το καλύτερο χαρακτηριστικό της, λευκά, τα χέρια μιας κυρίας, που έπαιζαν το εκκλησιαστικό όργανο κάθε Κυριακή. Τώρα, μετά από χρόνια δουλειάς, τα χέρια της έχουν καταστραφεί, το δέρμα στις παλάμες της είναι σκληρό και αντρικό, οι κόμποι των δαχτύλων της πρησμένοι· το δαχτυλίδι της μητέρας της δεν μπορεί να βγει.
Η Μπέτυ ζει στο υποστατικό, στο μεγάλο σπίτι, όπως το λένε. Κάποτε ανήκε σε έναν προτεστάντη σπιτονοικοκύρη, ο οποίος το πούλησε και μετακόμισε αλλού έπειτα από τη διάλυση ενός άκληρου γάμου. Η Επιτροπή Γης, που αγόρασε το κτήμα, γκρέμισε την τριώροφη πλευρά του σπιτιού και πούλησε στον νιόπαντρο πατέρα της Μπέτυς το εναπομείναν διώροφο τμήμα με τα δωμάτια των υπηρετών και τα γύρω τριακόσια στρέμματα, για ένα ασήμαντο ποσό. Το σπίτι φαντάζει πολύ μικρό δίπλα στον κήπο και παραείναι κοντά στην αυλή, όμως οι τοίχοι του που είναι καλυμμένοι με κισσό φαίνονται υπέροχοι όπως και να ’χει. Η αψιδωτή γρανιτένια είσοδος οδηγεί σε μια αυλή με στάβλους, έναν αχυρώνα και μεγάλες αποθήκες, ένα υπόστεγο για τα οχήματα, σκυλόσπιτα κι ένα αγροτόσπιτο. Στην πίσω πλευρά έχει ένα όμορφο περιφραγμένο περιβόλι όπου ο προηγούμενος ιδιοκτήτης άφηνε έναν ταύρο Άνγκους να βοσκάει, για να τρομάζει τα παιδιά, μιας και δεν είχε δικά του. Το μέρος ήταν ξεχασμένο στην ιστορία, στο παρελθόν. Οι άνθρωποι έλεγαν ότι κάποτε ο βουλευτής Παρνέλ είχε βγάλει ένα δόντι στην αίθουσα υποδοχής. Η μεγάλη κουζίνα έχει ένα παράθυρο με κάγκελα, έναν φούρνο γκαζιού και το τραπέζι από ξύλο ελάτης, το οποίο η Μπέτυ τρίβει κάθε Σάββατο. Το λευκό, μαρμάρινο τζάκι στην αίθουσα υποδοχής ταιριάζει με τα μαονένια έπιπλα. Μια ελικοειδής σκάλα ανεβαίνει σε ένα καλοφωτισμένο πλατύσκαλο όπου οι δρύινες πόρτες οδηγούν σε τρία μεγάλα υπνοδωμάτια με θέα στην αυλή, κι ένα μπάνιο, που η Μπέτυ αναγκάστηκε να συνδέσει με το δωμάτιο του πατέρα της όταν εκείνος αρρώστησε.
Η Μπέτυ ήθελε κι εκείνη να φύγει στην Αγγλία, έμεινε όμως για να κρατήσει το σπίτι. Η μητέρα τους πέθανε ξαφνικά όταν η Μπέτυ και η Λουίζα ήταν μικρές. Ένα απόγευμα βγήκε για να φέρει ξύλα και επιστρέφοντας από το λιβάδι έπεσε νεκρή στα μισά της διαδρομής.
Η Μπέτυ ήθελε κι εκείνη να φύγει στην Αγγλία, έμεινε όμως για να κρατήσει το σπίτι. Η μητέρα τους πέθανε ξαφνικά όταν η Μπέτυ και η Λουίζα ήταν μικρές. Ένα απόγευμα βγήκε για να φέρει ξύλα και επιστρέφοντας από το λιβάδι έπεσε νεκρή στα μισά της διαδρομής. Η Μπέτυ, εφόσον ήταν η μεγαλύτερη, το θεώρησε απολύτως λογικό να πάρει τη θέση της μητέρας της και να φροντίζει τον πατέρα της, έναν ιδιότροπο άνθρωπο, επιρρεπή σε βίαιες εκρήξεις θυμού. Δεν είχε μια εύκολη ζωή. Είχε κοπάδια αγελάδες να συγκεντρώσει και να εξετάσει, γουρούνια να παχύνει, γαλοπούλες να στείλει με το τρένο στο Δουβλίνο πριν από τα Χριστούγεννα. Περιποιούνταν το λιβάδι το καλοκαίρι και θέριζαν ένα χωράφι βρόμης το φθινόπωρο.
Ο πατέρας της έδινε οδηγίες και έκανε όλο και λιγότερα, πλήρωνε έναν άντρα να έρχεται και να κάνει την πιο σκληρή δουλειά. Γκρίνιαζε για τα έξοδα του κτηνίατρου, έβρισε τον ιερέα που ήρθε να τον διαβάσει όταν αρρώστησε, υποτιμούσε τη μαγειρική της Μπέτυς και ισχυριζόταν ότι τίποτα δεν ήταν όπως θα έπρεπε. Τίποτα δεν ήταν όπως παλιά, αυτό εννοούσε. Μισούσε την αλλαγή. Προς το τέλος, φόραγε το μαύρο παλτό του και περπατούσε στα χωράφια, παρατηρούσε πόσο είχε ψηλώσει το γρασίδι στο λιβάδι, μετρούσε τους κόκκους καλαμποκιού σε κάθε μίσχο, σχολίαζε πόσο αδύνατη ήταν μια αγελάδα ή ότι η πύλη είχε σκουριάσει. Έπειτα έμπαινε στο σπίτι λίγο πριν νυχτώσει και έλεγε « Έχει μείνει ελάχιστος χρόνος. Ελάχιστος».
«Μη γίνεσαι τόσο μακάβριος» απαντούσε συνήθως η Μπέτυ και συνέχιζε ακάθεκτη· τον προηγούμενο όμως χειμώνα ο πατέρας της ξάπλωσε στο κρεβάτι του και για τις επόμενες τρεις μέρες πριν από τον θάνατό του παρέμενε εκεί γρυλίζοντας και δίνοντας κλοτσιές στον αέρα, φωνάζοντας «Ξινόγαλα! Ξινόγαλα!» Όταν πέθανε μια Τρίτη βράδυ, όταν άφησε δηλαδή τον εαυτό του να πεθάνει, η Μπέτυ ένιωσε μάλλον ανακούφιση παρά στεναχώρια.
Η Μπέτυ παρακολουθούσε την πρόοδο της Λουίζας μέσα στα χρόνια· τον γάμο της, στον οποίο δεν παρευρέθη, τη γέννηση των παιδιών της, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, αυτό που ήθελε η Λουίζα. Έστελνε με το ταχυδρομείο κάθε Χριστούγεννα ένα κέικ με φρούτα, σπιτικό φατζ το Πάσχα, θυμόταν τα γενέθλια των παιδιών, έστελνε χαρτονομίσματα που δεν της περίσσευαν χωμένα σε κάρτες γενεθλίων.
Η Μπέτυ ήταν πολύ απασχολημένη για να παντρευτεί. Κάποτε είχε πάει βόλτα με έναν νεαρό προτεστάντη, τον Σύριλ Ντόου, τον οποίο ο πατέρας της δεν ενέκρινε. Όλο αυτό δεν κατέληξε πουθενά. Ο καιρός για γάμους και παιδιά πέρασε. Η Μπέτυ έμαθε να ικανοποιεί τις ανάγκες του πατέρα της στο μεγάλο σπίτι, να κατευνάζει τον θυμό του, να του φτιάχνει δυνατό τσάι, να σιδερώνει τα πουκάμισά του και να γυαλίζει τα καλά του παπούτσια τα σαββατόβραδα.
Μετά τον θάνατό του κατάφερνε να τα βγάζει πέρα νοικιάζοντας τη γη τους και ξοδεύοντας προσεκτικά τις οικονομίες που είχε αφήσει ο πατέρας της στην Allied Irish Bank. Ήταν πενήντα χρονών. Το σπίτι ήταν δικό της, όμως μια ρήτρα στη διαθήκη του πατέρα της έδινε το δικαίωμα στη Λουίζα να μείνει σπίτι για όλη της τη ζωή. Ο πατέρας της είχε πάντα αδυναμία στη Λουίζα. Εκείνη του είχε δώσει τη λατρεία που επιζητούσε, ενώ η Μπέτυ απλώς τον τάιζε και τον έντυνε και τον ηρεμούσε.
Όταν ο Ιούνιος πέρασε δίχως λέξη από τους Πόρτερ, η Μπέτυ άρχισε να ανησυχεί. Φαντάζεται το μαρούλι και τα φρέσκα κρεμμυδάκια να σαπίζουν στο περιβόλι, διασκεδάζει στη σκέψη να νοικιάσει ένα σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, να πάει στο Μπαλιμάνι ή στο Καχόρ Πόιντ· όμως βαθιά μέσα της ξέρει ότι δεν πρόκειται να το κάνει. Δεν πάει ποτέ πουθενά. Το μόνο που κάνει είναι να μαγειρεύει και να καθαρίζει και να αρμέγει την αγελάδα που έχει για το σπίτι, να πηγαίνει στη Λειτουργία την Κυριακή. Της αρέσει όμως έτσι, της αρέσει που έχει το σπίτι όλο δικό της, που ξέρει ότι θα βρει τα πράγματα εκεί που τα άφησε.
Ένα αποπνικτικό αίσθημα ελευθερίας τη συνοδεύει όλες τις μέρες από τότε που πέθανε ο πατέρας της. Ξεχορταριάζει την αυλή, φροντίζει τον κήπο, βγαίνει με το κλαδευτήρι τα Σάββατα για να κόψει λουλούδια για την Αγία Τράπεζα. Κάνει όλα όσα δεν προλάβαινε ποτέ πριν: πλέκει, πλένει με λουλάκι τις μεταξωτές κουρτίνες, αντικαθιστά τον γλόμπο στην εικόνα του Χριστού, ξύνει τη μούχλα από την ταΐστρα των αλόγων, και βάφει την αψιδωτή είσοδο. Μπορεί να φτιάξει μαρμελάδα πιο μετά, όταν τα φρούτα θα έχουν ωριμάσει. Μπορεί να μαζέψει τις πατάτες από το χωράφι και να φτιάξει ντομάτες τουρσί από το θερμοκήπιο. Τίποτα μα τίποτα δεν θα πάει χαμένο αν δεν έρθουν οι Πόρτερ. Αρχίζει να συνηθίζει την ιδέα ότι θα περάσει το καλοκαίρι μόνη της, αρχίζει να σιγομουρμουρά έναν σκοπό και να ζυγίζει τα φρουί γλασέ, ώσπου ξαφνικά ο ταχυδρόμος φρενάρει με το ποδήλατο έξω από την πόρτα.
«Έρχονται στις εννιά του μήνα με το βραδινό πλοίο, δεσποινίς Ελίζαμπεθ» λέει. «Θα πάνε ως το Ενισκόρθι με λεωφορείο. Θα χρειαστεί να στείλετε κάποιο αυτοκίνητο να τους μαζέψει». Αφήνει την κάρτα στον μπουφέ και σπρώχνει τον βραστήρα στο ζεστό μάτι για να φτιάξει λίγο τσάι για τον εαυτό του. «Καλή μέρα η σημερινή».
Η Μπέτυ γνέφει. Έχει μόνο τέσσερις μέρες να ετοιμάσει το σπίτι. Θα μπορούσαν να την είχαν ειδοποιήσει νωρίτερα. Είναι περίεργο αυτό, που δεν φέρνουν το δικό τους αυτοκίνητο, το μεγάλο εταιρικό αυτοκίνητο του Στάνλεϊ για το οποίο ήταν πάντα τόσο περήφανος.
Το επόμενο πρωί πετάει τα παλιά γιλέκα του πατέρα της που χρησιμοποιούσε ως ξεσκονόπανα, μεταφέρει τα άδεια μπουκάλια μπίρας ως το δάσος και τα ρίχνει πίσω από τους θάμνους. Βγάζει τα χαλιά και τα τινάζει με περισσότερη θέρμη απ’ ό,τι χρειάζεται, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Κρύβει τα παλιά κατωσέντονα στο βάθος της ντουλάπας, γυρνάει από την άλλη τα στρώματα και στρώνει τα καλά σεντόνια. Φυλάει πάντα ένα καλό σετ σε περίπτωση που αρρωστήσει, γιατί δεν θα ήθελε καθόλου να πει ο γιατρός ή ο παπάς ότι τα σεντόνια της ήταν βρόμικα. Βγάζει όλα τα ραγισμένα και φθαρμένα πιάτα από τον μπουφέ και διακοσμεί τα ράφια με το καλό σετ που έχει ιτιές στην μπορντούρα. Παραγγέλνει σακιά αλεύρι και ζάχαρη και σιτάλευρο, πέφτει στα γόνατα και γυαλίζει το πάτωμα μέχρι να αστράφτει.
꩜
Φτάνουν στη λεωφόρο ένα ζεστό βράδυ Παρασκευής. Η Μπέτυ βγάζει την ποδιά της όταν κορνάρει το ταξί και τρέχει στον δρόμο για να τους χαιρετήσει.
«Αχ, Μπέτυ!» λέει η Λουίζα, λες και δεν περίμενε να τη δει εκεί.
Παίρνει αγκαλιά τη Λουίζα, που μοιάζει πιο νέα από ποτέ με το λευκό, καλοκαιρινό της ντεπιές, τα χρυσά, κυματιστά μαλλιά της να φτάνουν μέχρι την πλάτη της. Τα γυμνά της μπράτσα έχουν μαυρίσει από τον ήλιο.
Ο γιος της, ο Έντουαρντ, μεγάλωσε και είναι ψηλός και ξερακιανός, ένας κρυψίνους νεαρός που του αρέσει να κάθεται σπίτι· της δίνει το παγωμένο του χέρι και κάνουν χειραψία. Είναι μια άνευρη χειραψία. Το κορίτσι, η Ρουθ, τρέχει ως το παλιό γήπεδο του τένις χωρίς να πει ούτε ένα γεια.
«Γύρνα πίσω αμέσως και δώσε ένα φιλί στη θεία Μπέτυ!» φωνάζει η Λουίζα.
«Πού είναι ο Στάνλεϊ;»
«Έχει πολλά τρεχάματα με τη δουλειά, έπρεπε να μείνει, ξέρεις τώρα» λέει η Λουίζα. «Μπορεί να έρθει πιο μετά».
«Είσαι υπέροχη πάντως, ως συνήθως».
Τα εκτυφλωτικά λευκά δόντια της Λουίζας είναι πολύ μεγάλα για το χαμόγελό της. Δέχεται το κομπλιμέντο, αλλά δεν το ανταποδίδει. Ο οδηγός του ταξί κατεβάζει τις αποσκευές από τη σχάρα στην οροφή. Έχουν τρομακτικά πολλές βαλίτσες. Έφεραν μαζί ένα μαύρο λαμπραντόρ και βιβλία και μαξιλάρια και γαλότσες, ένα φλάουτο, αδιάβροχα, ένα σκάκι και μάλλινα πουλόβερ.
«Φέραμε τυρί» λέει η Λουίζα και δίνει στην Μπέτυ ένα κομμάτι τσένταρ που μυρίζει πολύ.
«Τι γλυκό εκ μέρους σας» λέει η Μπέτυ και το μυρίζει.
«Είσαι υπέροχη πάντως, ως συνήθως».
Τα εκτυφλωτικά λευκά δόντια της Λουίζας είναι πολύ μεγάλα για το χαμόγελό της. Δέχεται το κομπλιμέντο, αλλά δεν το ανταποδίδει. Ο οδηγός του ταξί κατεβάζει τις αποσκευές από τη σχάρα στην οροφή. Έχουν τρομακτικά πολλές βαλίτσες. Έφεραν μαζί ένα μαύρο λαμπραντόρ και βιβλία και μαξιλάρια και γαλότσες, ένα φλάουτο, αδιάβροχα, ένα σκάκι και μάλλινα πουλόβερ.
Η Λουίζα στέκεται μπροστά από τις πύλες της εισόδου και κοιτάζει προς το βουνό Λένστερ με την πάντα φωτισμένη κορφή του, και το πλούσιο και πυκνό δάσος στην κοιλάδα.
«Αχ, Μπέτυ» λέει «είναι τόσο ωραία που είμαι σπίτι».
«Ελάτε μέσα».
Η Μπέτυ έχει στρώσει το τραπέζι· δυο βραστήρες κοχλάζουν στην κουζίνα, από τα στόμιά τους ξεφεύγουν πεισματικά συννεφάκια ατμού. Το απογευματινό φως περνάει μέσα από τα κάγκελα του παραθύρου και λούζει το ψητό κοτόπουλο και την πατατοσαλάτα.
«Ο καημένος ο Κόβεντρι ήταν σε κλουβί σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού» λέει η Λουίζα, μιλώντας για τον σκύλο, ο οποίος έχει στρογγυλοκαθίσει μπροστά από τον μπουφέ και η Μπέτυ πρέπει να τον σύρει στο πάτωμα για να ανοίξει τα ντουλάπια.
«Έχουμε και παντζάρια, θεία Ελίζαμπεθ;» ρωτάει ο Έντουαρντ.
Η Μπέτυ είχε πλύνει το μαρούλι με πολύ μεγάλη προσοχή, αλλά τώρα εύχεται μέσα της να μην ξεπεταχτεί καμιά ψαλίδα από το μπολ με τη σαλάτα. Δεν βλέπει τόσο καλά πια. Ζεσταίνει την τσαγιέρα και κόβει ένα καρβέλι ψωμί ολικής σε λεπτές, προσεγμένες φέτες.
«Θέλω τουαλέτα!» ανακοινώνει η Ρουθ.
«Μη στηρίζεις τους αγκώνες σου στο τραπέζι» διατάζει η Λουίζα, και αφαιρεί μια τρίχα από το βούτυρο.
Η σος της σαλάτας έχει πολύ πιπέρι και η τάρτα ραβέντι ήθελε λίγο ακόμα ζάχαρη, αλλά το μόνο που έχει μείνει είναι φλούδες πατάτας, κοκαλάκια, λιγδιασμένα πιάτα.
Όταν έρχεται το σούρουπο, η Λουίζα λέει ότι θα ήθελε να κοιμηθεί με την Μπέτυ.
«Θα είναι όπως παλιά» λέει. «Μπορείς να μου χτενίσεις τα μαλλιά».
Έχει αποκτήσει μια αγγλική προφορά, που αφήνει την Μπέτυ παγερά αδιάφορη. Η Μπέτυ δεν θέλει τη Λουίζα στο κρεβάτι της. Της αρέσει να απλώνεται στο διπλό της στρώμα, να ξυπνάει και να κοιμάται όποτε θελήσει, αλλά δεν μπορεί να πει όχι. Βάζει τον Έντουαρντ στο δωμάτιο του πατέρα της και τη Ρουθ στο άλλο και βοηθάει τη Λουίζα να ανεβάσει τη βαλίτσα της στη σκάλα.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Δεκαπέντε ιστορίες που κινούνται από τη βάναυση, δύσκολη επαρχιώτικη ζωή στην Ιρλανδία μέχρι το καυτό τοπίο του αμερικάνικου νότου. Η Keegan διερευνά έναν κόσμο όπου τα όνειρα, η μνήμη και η τύχη έχουν συντριπτικές συνέπειες για όλους. Η γραφή της, συχνά σκοτεινή, υπαινικτική και ατμοσφαιρική, κάνει τον αναγνώστη να νιώθει πως κάτι βαρυσήμαντο παραμονεύει σε κάθε μία από αυτές τις σμιλεμένες ιστορίες. Συγκινητικό, χάρη στη χαμηλόφωνη έντασή του, το βραβευμένο αυτό βιβλίο αποτελεί ένα σπάνιο, εντυπωσιακό δείγμα γραφής.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Τα βιβλία της Κλερ Κίγκαν (Claire Keegan) είναι διεθνή μπεστ σέλερ, έχουν κερδίσει κοινό και κριτικούς, και έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες. Η Ανταρκτική, η πρώτη της συλλογή διηγημάτων τιμήθηκε με το Rooney Prize for Irish Literature και η δεύτερη συλλογή της Walk the Blue Fields με το Edge Hill Prize ως η καλύτερη συλλογή διηγημάτων στη Βρετανία. Η νουβέλα Τα τρία φώτα κέρδισε το Davy Byrnes Award, το σημαντικότερο βραβείο που αφορά διηγήματα. Η νουβέλα της Μικρά πράγματα σαν κι αυτά, το καλύτερο βιβλίο του 21ου αιώνα σύμφωνα με τους New York Times, βρέθηκε στη βραχεία λίστα των βραβείων Booker και Rathbones Folio Prize, και κέρδισε τα Orwell Prize for Political Fiction και The Kerry Prize for Irish Novel of the Year. Η νουβέλα Πολύ αργά πια κυκλοφόρησε πρώτη φορά στο New Yorker και βρέθηκε στη βραχεία λίστα των British Book Awards. Βραβεύτηκε στην Ιρλανδία ως Γυναίκα της χρονιάς στη λογοτεχνία (2022) και Συγγραφέας της χρονιάς (2023), και τιμήθηκε με το Seamus Heaney Award for Arts and Letters (2024), και πρόσφατα με το βραβείο Siegfried Lenz.