Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Πολ Χάρντινγκ [Paul Harding] «Η άλλη Εδέμ» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), το οποίο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στην Έσθερ Χάνι μήτε άρεσε ο Μάθιου Ντάιαμοντ μήτε τον εμπιστευόταν. Ήταν ολότελα λευκός και το κτήνος ο πατέρας της ήταν επίσης ολότελα λευκός ή έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Οι θείες της Έσθερ την είχαν προειδοποιήσει όταν ήταν κορίτσι πως ο πατέρας της είχε κακό αίμα, είχε αραιό, νερωμένο αίμα –απλό, έτσι το αποκάλεσαν–, χωρίς σφρίγος μέσα του, ανοχύρωτο. Κι αυτό ήταν προτού η αδερφή της, που είχε ανοιχτόχρωμο δέρμα σαν τον πατέρα τους, φύγει από το νησί, μόνη της για τα καλά, χωρίς να πει λέξη, όταν ήταν μετά βίας αρκετά μεγάλη για να θεωρείται γυναίκα, επειδή ο πατέρας της είχε αρχίσει να προσπαθεί να την κανονίσει, και προτού αρρωστήσει η μητέρα της, πέσει στο κρεβάτι και πεθάνει, και προτού ο πατέρας της πάρει για σύζυγό του την ίδια την Έσθερ, αφήσει στην άκρη τη Βίβλο και τον Σαίξπηρ που αυτός είχε διδάξει στην ίδια και την αδερφή της να διαβάζουν και τη βάλει στον ρόλο που πρωτύτερα έπαιζε η μητέρα της θαρρείς και ήταν, αυτή, σύζυγός του κι όχι θυγατέρα του, και μείνει εκείνη έγκυος επειδή δεν μπορούσε απλώς να φύγει από το νησί όπως η αδερφή της γιατί είχε τόσο σκουρόχρωμο δέρμα όσο η μητέρα της, κι είχε γεννήσει τον Έχα.
Η Έσθερ μισούσε τον πατέρα της και τη μνήμη του με μια σταθερή οργή που κόχλαζε κι είχε πάρει χρόνια για να καταλαγιάσει κάπως, και η αντιπάθειά της για τον κύριο Ντάιαμοντ ήταν παρόμοια, αν κι όχι με το ίδιο μένος. Όποτε ήταν εκείνος παρών, οι νεφροί της την πονούσαν και η αρθρίτιδά της την πέθαινε. Τα καλοκαίρια, που ανέκαθεν ήταν η αγαπημένη της εποχή, τώρα την αναστάτωναν εξαιτίας της δικής του καθημερινής παρουσίας. Ήταν καθωσπρέπει άνθρωπος, με καλές προθέσεις, αυτό ήταν σχεδόν βέβαιο, πίστευε η Έσθερ. Για να πούμε την αλήθεια, ήταν πιο πράος κι ευγενικός κι εύστροφος από οποιονδήποτε άντρα είχε δει, κι αυτό τη δυσκόλευε να τα βγάζει πέρα με τα χειρότερά της συναισθήματα. Όμως κάθε φορά τής έφερνε στον νου τον πατέρα της. Ήταν αθέλητο· απλώς της προέκυπτε, σαν κακό όνειρο. Έτσι ήταν σχεδόν λες κι ο πατέρας της δεν είχε σκοντάψει ποτέ στον γκρεμό και δεν είχε σκοτωθεί τη νύχτα αφότου εκείνη είχε γεννήσει τον Έχα. Ή ήταν λες κι είχε σκοντάψει κι είχε γκρεμιστεί, μα τη στοίχειωνε έκτοτε (πράγμα που είχε κάνει – της Έσθερ της φαινόταν πως ήταν αυτός μες στη θάλασσα, μισοκρυμμένος πίσω από έναν βράχο στα ριζά του γκρεμού, ή ότι η σκιά του έπεφτε στο νερό κάτω από την αποβάθρα κι ας μην έστεκε κανείς επάνω της, ή ότι έβλεπε μια σιλουέτα στην κορυφή ενός γυμνού δέντρου στο χειμωνιάτικο σούρουπο και ήξερε πως ήταν εκείνος επειδή σερνόταν γύρω σαν αράχνη, σιωπηλός, και ως και τα κλαράκια έξω έξω, λεπτά σαν δάχτυλα, δεν σάλευαν ούτε τοσοδά κάτω από το αβαρές σούρσιμό του), και τώρα το φάντασμά του είχε επιστρατεύσει αυτόν τον κατά τα άλλα καλοσυνάτο άντρα για να κάνει για λογαριασμό του το στοίχειωμα.
Όταν ο Μάθιου Ντάιαμοντ πρωτοήρθε στο νησί και επισκέφτηκε το σπιτικό των Χάνι, αφού είχε κωπηλατήσει στον δίαυλο κι είχε αποφύγει κι αποκρούσει, ρίχνοντας καμιά δυο απρόθυμες κλοτσιές στα παΐδια, τα σκυλιά που γάβγιζαν κι αλυχτούσαν κι έκαναν να αρπάξουν τον ξένο, είχε σταθεί ανάμεσα στην Έσθερ και τον ωκεανό, φωτισμένος από πίσω, με το πρόσωπο στη σκιά, το καπέλο στο χέρι, λίγο τσαλακωμένος και ιδρωμένος, λιγάκι ξέπνοος, αλλά πράος και γαλήνιος...
Όταν ο Μάθιου Ντάιαμοντ πρωτοήρθε στο νησί και επισκέφτηκε το σπιτικό των Χάνι, αφού είχε κωπηλατήσει στον δίαυλο κι είχε αποφύγει κι αποκρούσει, ρίχνοντας καμιά δυο απρόθυμες κλοτσιές στα παΐδια, τα σκυλιά που γάβγιζαν κι αλυχτούσαν κι έκαναν να αρπάξουν τον ξένο, είχε σταθεί ανάμεσα στην Έσθερ και τον ωκεανό, φωτισμένος από πίσω, με το πρόσωπο στη σκιά, το καπέλο στο χέρι, λίγο τσαλακωμένος και ιδρωμένος, λιγάκι ξέπνοος, αλλά πράος και γαλήνιος, κι είχε συστηθεί λέγοντάς τους για το σχολείο το οποίο η φιλανθρωπική οργάνωση θα πλήρωνε να χτιστεί, από τον ίδιο φυσικά, κι από όποιον νησιώτη θα μπορούσε να βοηθήσει, και για το πώς θα δίδασκε μαθηματικά και γραμματική και γεωγραφία και μερικά λατινικά, καθώς και λίγη τέχνη. Ήμουν λίγο ζωγράφος κάποτε, είχε πει. Όχι πολύ καλός, και πάει πολύς καιρός από τότε, αλλά πάντως αρκετά ώστε να διδάξω στα παιδιά λίγα πράγματα για το σχέδιο και το χρώμα. Τα λατινικά μου είναι ακόμη καλά και θα διδάσκω τις Γραφές επίσης, φυσικά.
Χαμογελώντας, απ’ όσο μπορούσε να δει η Έσθερ, ειλικρινής απ’ όσο μπορούσε ν’ ακούσει· αλλά στο άκουσμα του νέου πως θα φτιαχνόταν ένα σχολείο και πως αυτός ο κύριος Ντάιαμοντ θα ήταν μαζί τους κάθε μέρα το καλοκαίρι, ήταν βέβαιη πως μέσα σε πέντε χρόνια δεν θα ’χε απομείνει ούτε ψυχή στο νησί. Τα ’χε ξανακούσει όλα, απειλές κι υποσχέσεις, με τις απειλές να είναι πολύ πιο συνηθισμένες απ’ ό,τι οι υποσχέσεις, αλλά έτσι κι αλλιώς κανένας δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο νησί για να κάνει αυτές του τις προθέσεις πραγματικότητα, είτε ήταν καλοπροαίρετος είτε όχι. Πίστευε, και κάθε ιστορία που είχε ακούσει από οποιονδήποτε παλιό νησιώτη το επιβεβαίωνε, ότι κανένα καλό δεν είχε βγει ποτέ από την προσοχή που τους έδειξαν οι κάτοικοι της ηπειρωτικής χώρας, η οποία συνεπαγόταν πάντα την προσοχή των λευκών – σκέτους λευκούς τούς έλεγαν πάντα η μητέρα και οι θείες και οι εξαδέλφες της, για να τους διακρίνουν από τους πιο ανοιχτόχρωμους στο δέρμα νησιώτες του Απλ, που στις φλέβες τους κυλούσε αίμα από κάθε ήπειρο εκτός απ’ την Ανταρκτική, όπως σε καθενός άλλου εκεί, ό,τι απόχρωση κι αν είχε το πετσί του. Έχετε τον νου σας, άκουγε να λένε η μάνα της και οι θειάδες της μ’ εκείνο τον σιγανό τόνο που απέναντί του οι κάτοικοι της ηπειρωτικής χώρας ήταν κουφοί. Έχετε τον νου σας σ’ αυτόν εδώ. Όσο περισσότερο καλό προσπαθεί να κάνει, τόσο περισσότερη προσοχή θα τραβήξει απέξω, κι αυτό είναι κακό. Πολύ κακό.
Και να τοι τώρα οι κάτοικοι της ηπειρωτικής χώρας στο Απλ Άιλαντ, με τη μορφή αυτού του ευγενικού, ολότελα λευκού άντρα, που της Έσθερ της γύριζε τ’ άντερα επειδή της θύμιζε τον πατέρα της, και που ο ερχομός του προμήνυε σίγουρα καταστροφή. Ευγενικός και αθώος στην πραγματικότητα, πίστευε η Έσθερ, ωστόσο αθώος όπως, όπως –αναζήτησε τη λέξη και της ήρθε στο μυαλό από τον Σαίξπηρ, τον Άμλετ–, αθώος όπως λέμε αδέξιος.* Δεν ήταν αθώος με την έννοια του αψεγάδιαστου, αλλά με την έννοια ότι αγνοούσε τη μεγαλύτερη, πιθανώς ολοσχερή καταστροφή στην οποία η, ναι, αδέξια γενναιοδωρία της ίδρυσης του σχολείου και της έναρξης των μαθημάτων θα τους έσπρωχνε όλους.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το 1792, ο πρώην σκλάβος Μπέντζαμιν Χάνι και η Ιρλανδή γυναίκα του Πέισιενς εγκαθίστανται σ’ ένα ερημονήσι απέναντι από τις ακτές του Μέιν. Ο Μπέντζαμιν φυτεύει μηλιές στο μικρό του νησάκι, όπου σιγά σιγά βρίσκουν καταφύγιο κι άλλοι άνθρωποι – μαύροι, ιθαγενείς, απόκληροι.
Έναν αιώνα αργότερα, οι λιγοστοί απόγονοί τους ζουν στο νησί πάμπτωχοι και απομονωμένοι, αλλά τουλάχιστον μακριά από την εχθρότητα που τους περιμένει στην ενδοχώρα.
Το καλοκαίρι του 1912, ένας ιδεαλιστής αλλά γεμάτος προκαταλήψεις ιεραπόστολος, που έρχεται να μορφώσει τα παιδιά του νησιού, τραβά την προσοχή των αρχών. Μια επιτροπή ειδικών καταφθάνει και κρίνει ότι η «εκφυλισμένη» κοινότητα πρέπει να διαλυθεί.
Μόνο ο Ίθαν Χάνι, που διαθέτει ταλέντο στη ζωγραφική, ίσως έχει μια ευκαιρία να ξεφύγει, καθώς οι κάτοικοι απομακρύνονται με τη βία και στέλνονται σε ιδρύματα, ενώ τα σπίτια τους γκρεμίζονται για να μετατραπεί το νησί σε θέρετρο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Πολ Χάρντινγκ έχει γράψει τα μυθιστορήματα Tinkers, με το οποίο απέσπασε το βραβείο Pulitzer και Enon. Διευθύνει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στη Δημιουργική Γραφή και τη Λογοτεχνία στο Stony Brook University και ζει στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης.