Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ταϊβανέζου συγγραφέα Τσιανγκ-Σενγκ Κούο [Chiang-Sheng Kuo] «Ο χορδιστής του πιάνου» (μτφρ. Βίκυ Πορφυρίδου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 26 Αυγούστου από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η πέμπτη μας μέρα στη Νέα Υόρκη.
Δεν είχαμε σχεδιάσει τίποτα, γιατί εκείνος έπρεπε να πάει στη Φιλαδέλφεια να βρει την πρώην σύζυγό του και τον γιο του για μεσημεριανό.
Αν έλεγε την αλήθεια ότι έβγαζε φλύκταινες με τέτοιου είδους συναντήσεις, φανταζόμουν ότι θα είχε τις μαύρες του όταν θα επέστρεφε στη Νέα Υόρκη το απόγευμα. Έτσι, προτού φύγουμε από το ξενοδοχείο ο καθένας για τις δικές του υποχρεώσεις, έκανα μια προσπάθεια να προτείνω να ρίξω μια ματιά στα ταμεία του Λίνκολν Σέντερ. Ίσως να είχαν μείνει εισιτήρια για το κονσέρτο εκείνης της βραδιάς, που πιστεύω ότι θα βοηθούσε στην κακή του διάθεση. Έκπληκτος, τον άκουσα να απαντάει:
«Τι θα ’λεγες για ένα μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ; Πάει πολύς καιρός που έχω να δω μιούζικαλ».
Ανακουφίστηκα με την πρότασή του.
Στη πραγματικότητα, δεν ήθελα να πάω στο κονσέρτο, και σίγουρα όχι στο Alice Tully Hall, όπου ο πιανίστας είχε αφήσει το στίγμα του.
Αφού αγόρασα τα εισιτήρια, πέρασα την υπόλοιπη μέρα μου περπατώντας δίχως σκοπό. Μέχρι το τέλος της ημέρας, είχα δει δεκατρείς βιολιστές να παίζουν σε πεζοδρόμια, πλατφόρμες του μετρό, πάρκα μεγάλα και μικρά, ελπίζοντας όλοι σε ένα φιλοδώρημα από τους περαστικούς.
Ένιωθα μια ελαφριά ζαλάδα, ίσως κι από την πτώση της θερμοκρασίας. Το σούρουπο έπεσε στις τέσσερις το απόγευμα, καθώς κρύος αέρας φυσούσε στα νερά που περιέβαλλαν το Μανχάταν, σαν μαχαίρι που με σμίλευε για να φτιάξει ένα νέο σώμα. Δεν είχα πια μια μορφή της οποίας το περίγραμμα είχε θολώσει από τα τόσα χρόνια που μούσκευε σε συνθήκες υψηλής υγρασίας.
Με κάθε μου ανάσα ήταν λες και θραύσματα πάγου να χώνονταν στα πνευμόνια μου, πράγμα που με οδήγησε στην παραίσθηση ότι το σώμα μου είχε ανακτήσει τις κοφτερές άκρες του νεότερου εαυτού μου.
Οι μέρες της νιότης. Τις θυμόμουν.
Εκείνο τον καιρό, δεν ξεχώριζαν οι εποχές. Το καλοκαίρι κρατούσε τόσο που γινόταν αποπνικτικό, και οι δυτικοί άνεμοι ήταν το μόνο ποιητικό στοιχείο. Κατάφερνα να επιβιώσω φέρνοντας στη φαντασία μου το χιόνι.
Όταν έπεσε πια ο ήλιος, η θερμοκρασία πλησίασε τους μηδέν βαθμούς. Δεν είχα βρεθεί ποτέ τόσο κοντά σε μια επικείμενη χιονόπτωση.