Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βραβευμένο με EUPL 2009 μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Ντανιέλε ντελ Τζούντιτσε (Daniele Del Giudice, 1949-2021) «Κινούμενος ορίζοντας» (μτφρ. Ιωάννα Καραμαλή), το οποίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Βακχικόν, στις 5 Αυγούστου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πούντα Αρένας, 53o 10´ νότια και 70o 56´ δυτικά· Φουέρτε Μπούλνες, 53o 37´ νότια και 70o 55´ δυτικά, τελευταία εβδομάδα του καλοκαιριού του Νότου, 1990
Δεν ήμουν σίγουρος αν θα κρατούσα το αυτοκίνητο για τη δεύτερη ημέρα, όπως είχα συμφωνήσει με το πρακτορείο, ή αν θα το επέστρεφα. Είχα ακόμα περίπου διακόσια χιλιόμετρα να διανύσω και τελικά προτίμησα να το κρατήσω. Αποφάσισα να πάω στο Φουέρτε Μπούλνες, περίπου εξήντα χιλιόμετρα χωματόδρομου. Βγήκα από την πόλη με νοτιοδυτική κατεύθυνση, ο δρόμος περνούσε γύρω από το Στενό του Μαγγελάνου, και είδα το ναυάγιο ενός μεγάλου σκάφους, απόλυτα ευθυγραμμισμένο, με την πλώρη να δείχνει προς την παραλία και το πρυμναίο μέρος να είναι εντελώς βυθισμένο στο νερό, προσαραγμένο εκεί. Σταμάτησα, μια ταμπέλα έγραφε το όνομά του, ήταν η βρετανική φρεγάτα Lonsdale. Είχε απομείνει μόνο ο μεταλλικός σκελετός, σαν κουφάρι φάλαινας, ξαναβαμμένος με γκρίζα αντισκωριακή βαφή, μια πρόχειρη συντήρηση έκτακτης ανάγκης. Μου φάνηκε σαν το ίδιο ναυάγιο που υπήρχε σε φωτογραφία στο βιβλίο του Τσάτουιν. Το βράδυ το έλεγξα: η φωτογραφία δεν ανέφερε το όνομα, έγραφε μόνο «Ναυάγιο στην Πούντα Αρένας», αλλά ήταν τα απομεινάρια του ίδιου πλοίου.
Για πενήντα χιλιόμετρα περιτριγύριζα το στενό, πάντα στο ίδιο περίπου τοπίο, με συμπαγή κίτρινα χωράφια στα δεξιά, και γκρίζα θάλασσα και γκρίζες στεριές μακρινές πολύ από το νερό, στα αριστερά. Άρχισα να νιώθω ωστόσο ένα συγκεκριμένο πνεύμα: το Φουέρτε Μπούλνες, το τέλος του δρόμου και της διαδρομής, είναι ένα στρατιωτικό οχυρό, φτιαγμένο από ξύλινους κορμούς, σαν αυτούς με τους οποίους παίζαμε όταν ήμασταν παιδιά. Έχει ανακαινιστεί και ξαναχτιστεί, και εκεί όπου οι εργασίες βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη μπορείς να δεις σιδερένιες ράβδους να περνούν μέσα από τους κορμούς και να ριζώνουν σε συμπαγείς βάσεις από μπετόν. Τραβώντας φωτογραφίες προσπάθησα να μη βγάλω τις πινακίδες και τις αναμνηστικές πλάκες, είναι μια ιδιορρυθμία μου, φωτογραφίζω «εκτός χρόνου», αναχρονολογώντας το ταξίδι μου με κάποιον τρόπο, ή προσπαθώντας να του δώσω έναν χαρακτήρα εξερεύνησης.
Φεύγοντας από το Φουέρτε Μπούλνες είχε ήδη περάσει το μεσημέρι και αποφάσισα να φάω ή τουλάχιστον να πιω κάτι. Στο μικρό χωριό, δίπλα στο νεκροταφείο στην ακτή, ένα από τα έξι ή επτά σπίτια είχε μια πινακίδα Coca-Cola. Ήταν ένα πολύ φτωχό μέρος. Ρώτησα την κυρία αν μπορούσα να φάω, μου είπε ναι, αλλά μόνο ψάρι, προσπάθησα να μάθω τι είδους ψάρι ήταν, μα δεν υπήρχε τρόπος. Και πάλι δέχτηκα, και με οδήγησε σε ένα δωμάτιο με ένα παράθυρο, ένα μόνο στρογγυλό τραπέζι και μια μονάχα καρέκλα που η κυρία ξεκρέμασε από τον τοίχο ειδικά για μένα. Σκούπισε με ένα πανί το κερωμένο τραπεζομάντιλο, το οποίο παρέμεινε το ίδιο γκρίζο με πριν, και μετά πήγε από την άλλη πλευρά. Δίπλα σε έναν μικρό πλαστικό καναπέ υπήρχε μια φιάλη υγραερίου και ένα τεράστιο ψυγείο. Περίμενα υπομονετικά, αλλά όχι τόσο πολύ όσο νόμιζα. Τελικά πλήρωσα και έφυγα.
Ρώτησα την κυρία αν μπορούσα να φάω, μου είπε ναι, αλλά μόνο ψάρι, προσπάθησα να μάθω τι είδους ψάρι ήταν, μα δεν υπήρχε τρόπος. Και πάλι δέχτηκα, και με οδήγησε σε ένα δωμάτιο με ένα παράθυρο, ένα μόνο στρογγυλό τραπέζι και μια μονάχα καρέκλα που η κυρία ξεκρέμασε από τον τοίχο ειδικά για μένα. Σκούπισε με ένα πανί το κερωμένο τραπεζομάντιλο, το οποίο παρέμεινε το ίδιο γκρίζο με πριν...
Γυρίζοντας στην Πούντα Αρένας, μόνο χαμένες ώρες και χαμένα ραντεβού. Πήγα πάλι στη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου για να αγοράσω μερικά φιλμ και έτσι έφτασα αργά στην εκκλησία των Σαλεσιανών, με καθυστέρηση τουλάχιστον μιας ώρας. «Ο πάτερ περίμενε μέχρι τις τρεις και δέκα, τρεις και είκοσι, και μετά πήγε μια βόλτα» είπε ο φύλακας του μουσείου. Στη συνέχεια, στο ξενοδοχείο Cabo de Hornos ρώτησα για την πτήση στην Ανταρκτική και μου απάντησαν ότι ίσως θα αναβαλλόταν για την επόμενη μέρα λόγω των κακών καιρικών συνθηκών και πως σε κάθε περίπτωση θα γινόταν μια συνάντηση στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου στις επτά το βράδυ. Επέστρεψα στην Prensa Austral, μίλησα με τον σενιόρ Ενρίκε Φλόρες, είχε ετοιμάσει έναν κατάλογο Γιουγκοσλάβων τον οποίο φωτοτύπησα στο διπλανό κατάστημα, αλλά πρώτα έπρεπε να υπομείνω μια λεπτομερή ξενάγηση στην εφημερίδα: ατελιέ, φωτογραφικό εργαστήριο, γραφείο σύνταξης, αρχεία, τα πάντα μου εξηγήθηκαν με μεγάλη λεπτομέρεια και όλα ήταν απολύτως όμοια με τον εξοπλισμό και την επίπλωση μιας ιταλικής εφημερίδας, ακόμα και η προθήκη με τις εκδόσεις των τελευταίων ημερών. Μου φάνηκε τεράστια σπατάλη χρόνου, δεν ήξερα πώς να φύγω.
Η προοπτική να μην αναχωρήσω την επόμενη μέρα και η πιθανότητα να συντομευτεί ή να ακυρωθεί το ταξίδι στην Ανταρκτική με έκανε να μελαγχολήσω πολύ, ή ίσως ήταν που το ταξίδι πλησίαζε. Μέχρι τώρα μπορούσα να το φανταστώ και να το ελπίζω όπως ήθελα, τώρα θα συμβεί και δεν μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό που θα είναι στην πραγματικότητα. Με αυτά τα συναισθήματα ανέβηκα τις δύο σκάλες μέχρι το δωμάτιο του ξενοδοχείου μου, και στη συνέχεια ήλπιζα να μιλήσω σύντομα με τον έφορο του μουσείου των Σαλεσιανών.
Την επομένη προσπάθησα να μειώσω στο ελάχιστο τον ήρεμο ρυθμό με τον οποίο ξεκινώ τη μέρα μου. Εκμεταλλευόμενος το αυτοκίνητο, το οποίο μπορούσα να κρατήσω μέχρι τις έντεκα, πήγα ξανά στη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου, αγόρασα γάντια και ένα μάλλινο σκουφάκι και άλλα δύο φιλμ φωτογραφικής μηχανής για ασφάλεια. Πήγα πάλι προς την κατεύθυνση του Φουέρτε Μπούλνες, επειδή ήθελα να σταματήσω στο ναυάγιο του Lonsdale και να αντιγράψω το κείμενο της πινακίδας, η οποία ήταν εν μέρει μη κατανοητή λόγω των κηλίδων χρώματος – δεν ξέρω αν ήταν σκόπιμες ή όχι. Για ακόμα μια φορά, άργησα στο ραντεβού μου με τον έφορο του μουσείου. Όταν χτύπησα το τζάμι του παραθύρου, όπως μου είχαν πει να κάνω, ο φύλακας ήρθε να ανοίξει την πόρτα, είπε ως συνήθως ότι ο πάτερ περίμενε και στη συνέχεια έφυγε για μια βόλτα, αλλά πως μπορούσα να επισκεφθώ ξανά το μουσείο αν ήθελα. Άδραξα την ευκαιρία να αντιγράψω το κείμενο του επιτύμβιου σταυρού του καπετάνιου του Beagle και να βγάλω μία ή δύο φωτογραφίες, κάτι που απαγορευόταν όπως ανέφερε η πινακίδα στην είσοδο, στην αίθουσα όπου όλα ήταν στοιβαγμένα, εκεί όπου το μουσείο φαινόταν πιο ακατάστατο. Μετά από λίγο είπα στον φύλακα ότι η μοίρα μου ήταν δεμένη με τις μετεωρολογικές συνθήκες και με το αεροπλάνο, και πως αν μπορούσα θα ξαναπήγαινα το απόγευμα ή μετά την επιστροφή μου από την Ανταρκτική.
Το νεκροταφείο ήταν εκεί απέναντι. Στο κέντρο, σε ένα είδος μικρής πλατείας, υπήρχαν οι μνημειακοί τάφοι των μεγάλων οικογενειών, ο τάφος του Χοσέ Μενέντες, εκείνος των Μπράουν, ο τάφοι των ιταλικών, γαλλικών και γιουγκοσλαβικών εταιρειών αλληλοβοήθειας, με το έτος ίδρυσής τους, εκείνοι των πυροσβεστών και των αστυνομικών. Ακριβώς πίσω από τους μνημειακούς τάφους, σαν να ακολουθούσαν τις γραμμές ανάπτυξης του νεκροταφείου, υπήρχαν μικρότεροι τάφοι, σε παρκάκι, με αγγλικές, γερμανικές, γαλλικές και σλαβικές επιτύμβιες στήλες. Ρώτησα τον επιστάτη αν υπήρχαν και τάφοι Ινδιάνων, και μου απάντησε ότι στο πίσω μέρος του νεκροταφείου υπήρχε ένας μεγάλος τάφος που ήταν αφιερωμένος στον Άγνωστο Ινδιάνο, ακριβώς δίπλα σε εκείνον ενός Ινδιάνου με όνομα και επώνυμο. Στην πορεία μου προς τα εκεί είδα πολλούς εξαιρετικά φτωχούς τάφους, αποτελούμενους από ένα μικρό μεταλλικό κιγκλίδωμα, του οποίου η αρχική βαφή, λευκή ή γαλάζια ή ροζ, είχε ξεφλουδιστεί σε μεγάλο βαθμό· στο σύνολό τους έμοιαζαν με παιδικά κρεβάτια. Ένας από αυτούς ήταν ο τάφος του γνωστού Ινδιάνου, αλλά θα μπορούσε να ανήκει σε οποιονδήποτε φτωχό· στο πλάι υπήρχε ο μνημειακός τάφος, με ένα άγαλμα ενός όρθιου Ινδιάνου και μια πλάκα που έγραφε «στοργή, ευγνωμοσύνη, ενοχή». Η θάλασσα φαινόταν στο βάθος, πέρα από την περίφραξη του νεκροταφείου, κάτω από έναν πεντακάθαρο ουρανό με λεπτά, μακρόστενα από τον άνεμο σύννεφα.