
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα της Λουξεμβουργιανής συγγραφέως Ναταλί Ρονβό [Nathalie Ronvaux] «Η Τσέστερφιλντ του πέμπτου ορόφου» (μτφρ. Χάρης Παπαϊωάννου), η οποία κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
2
Ο Λουσιάν δεν είχε ηλικία. Όσο τον παρατηρούσα για να βρω σε ποια γενιά ανήκε τόσο φούντωνε μέσα μου η αίσθηση ότι έκανα μια τρύπα στο νερό.
Εκμεταλλευόμουν κάθε ευκαιρία για να τον ξεσκονίσω κυριολεκτικά. Τα χέρια του, το πρόσωπό του, τη στάση του κεφαλιού του, την καμπούρα που γεννιόταν σιγά σιγά στην πλάτη του. Προσπαθούσα να του κάνω ερωτήσεις για ν’ αποσπάσω ένα στοιχείο, να οδηγηθώ στη σωστή κατεύθυνση. Μάταια όμως. Σαν κυνηγός της αλήθειας παραφυλούσα για ένα σημάδι, χάραζα στρατηγικές, κατάστρωνα σχέδια δράσης που θα με οδηγούσαν στη διατύπωση μιας απορίας, αδιάκριτης, άδολης, απρόσμενης, ελάχιστη σημασία έχει, αρκεί μόνο ν’ άνοιγε μπροστά μου ένα παράθυρο που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στην πολυπόθητη ημερομηνία.
Σκέτη αποτυχία.
Πάσχιζα να προσδιορίσω στο περίπου, να τοποθετήσω τη γέννηση και την εφηβεία του στο χρονικό τους πλαίσιο με βάση τα γεγονότα και τα περιστατικά που μου εξιστορούσε, όμως οι υπολογισμοί μου ήταν πάντα γεμάτοι λογικά σφάλματα. Για να είμαι ειλικρινής δεν υπήρξα ποτέ καλός σ’ αυτή την άσκηση που μας βάζουν συχνά, να φέρουμε στο φως την ηλικία των άλλων. Συνήθως αποφεύγω να ασχολούμαι με αλλόκοτους γρίφους αυτού του τύπου. Από έλλειψη ενδιαφέροντος; Πιθανόν. Αλλά και από φόβο μήπως προσβάλω τους συνομιλητές μου, ιδίως τις γυναίκες, τις νέες ή τις λιγότερο νέες. Η αλήθεια είναι πως δεν έδινα ποτέ ιδιαίτερη σημασία στον χρόνο. Καθένας έχει την ηλικία που έχει, στο κεφάλι, στην καρδιά, στο σώμα, στα χαρτιά. Τι λόγος μου πέφτει εμένα αν οι άνθρωποι δηλώνουν την ηλικία που αισθάνονται. Και γιατί να ασχολούμαστε με την εγκυρότητα μιας πτυχής της ύπαρξης, τη στιγμή που όλοι μας, ή σχεδόν όλοι, κάνουμε τα πάντα για να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα του χρόνου.
Γενικά δεν συνηθίζω να κάνω εικασίες ούτε να λύνω γρίφους. Οι αποδράσεις του μυαλού μ’ αρέσουν βεβαίως, το βρίσκω όμως παράλογο ν’ αποτολμά κανείς προβλέψεις στο κενό. Σε σχέση πάντως με τον Λουσιάν δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
Ο Λουσιάν ήταν κάπως φιλάρεσκος, πάντα καλοντυμένος, κλασικός, αλλά όχι γηραλέος, με αγάπη για τη λεπτομέρεια. Η εμφάνισή του είχε μια πινελιά πρωτοτυπίας. Ανήκε σ’ εκείνους τους αινιγματικούς ανθρώπους που ξέρουν πώς να σκηνοθετούν τον εαυτό τους. Έναν άνδρα σαν κι αυτόν δεν έχει νόημα να τον καθηλώσεις σε μια περίοδο κι όμως υπήρχε κάτι πάνω στον συγκεκριμένο που εμένα τουλάχιστον μου προκαλούσε τη σφοδρή επιθυμία ν’ ανακαλύψω την ημερομηνία ή έστω τη χρονολογία που γεννήθηκε.
Όσο για κείνον, δεν σταματούσε ν’ ανακατεύει την τράπουλα, ν’ αλλάζει τις ιστορίες, ν’ αφήνει χρονικά κενά. Αν μπορούσε να βγάλει και τον χρόνο εκτός εαυτού, θα το έκανε. Η γραμμή της ζωής του γινόταν πιόνι στη σκακιέρα της σκανταλιάς του κι ευχαριστιόταν να θέτει συνεχώς σε κίνδυνο τις έρευνές μου. Για πολύ καιρό αναρωτιόμουν τι νόημα είχαν όλ’ αυτά τα τεχνάσματα του ταχυδακτυλουργού ζογκλέρ. Γιατί αγωνιζόταν με τόσο πείσμα να κάνει δυσδιάκριτα τα όρια της εποχής όπου βρίσκονταν οι καταβολές του. Και γιατί εγώ προσπαθούσα ξανά και ξανά να υποκλέψω το μυστικό του. Η ανακάλυψή του θα σήμαινε, το δίχως άλλο, την καταδίκη της παρτίδας σε αιφνίδιο τέλος.
Ο Λουσιάν ήταν κάπως φιλάρεσκος, πάντα καλοντυμένος, κλασικός, αλλά όχι γηραλέος, με αγάπη για τη λεπτομέρεια. Η εμφάνισή του είχε μια πινελιά πρωτοτυπίας. Ανήκε σ’ εκείνους τους αινιγματικούς ανθρώπους που ξέρουν πώς να σκηνοθετούν τον εαυτό τους.
Ο Λουσιάν ήταν ένας από κείνους τους ανθρώπους που βρίσκονται σε σχέση συνενοχής με μια άχρονη πραγματικότητα.
Θυμάμαι εκείνη την πρώτη του πρόσκληση σαν να ήταν χθες. Κρατούσα μαζί μου ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Με υποδέχτηκε στο κεφαλόσκαλο λέγοντας:
«Μου φέρατε κόκκινο κρασί. Ελπίζω να το πίνετε, γιατί εγώ προτιμώ το ροζέ».
Δεν αστειευόταν, μιλούσε σοβαρά. Εκτιμούσε πλήρως μόνο το ουίσκι και το ροζέ. Ροζέ-σταγόνα-στον-ωκεανό. Ναι, σταγόνα στον ωκεανό! Ένα μεγάλο ποτήρι του κονιάκ γεμάτο παγάκια με μια υποψία κρασί μέσα. Δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω αν αυτό το έκανε για να προκαλέσει ή για να γκρεμίσει το στερεότυπο της ηλικίας. Όμως μπροστά μου δεν ήπιε ποτέ τίποτα άλλο εκτός απ’ αυτά τα δύο ποτά.
«Αγαπητέ μου, είμαι σαν τον έρωτα. Ο έρωτας δεν έχει ηλικία».
Έτσι αντέτεινε χαμογελώντας κάθε φορά που οι επιθέσεις μου γίνονταν ορμητικές.
Και τώρα να με, εδώ, μέσα στο διαμέρισμά του, με το πιστοποιητικό της γέννησής του στα χέρια μου. Χαρτί στιλπνό, σχεδόν διάφανο. Διαγράφονται τα δάχτυλά μου από κάτω. Απάντηση χαραγμένη με μια μονοκοντυλιά από μελάνι.
Μπροστά στα μάτια μου ξεδιπλώνεται η λύση του αινίγματος που με βασανίζει από την πρώτη μας συνάντηση.
Ο Λουσιάν άφησε σαφή παραγγέλματα σχετικά με τη σειρά των πραγμάτων. Τον τρόπο προσέγγισης. Ποια ντουλάπα ν’ αδειάσω πρώτη. Σε ποιον να παραδώσω το τάδε έγγραφο, κόσμημα ή έργο. Τι πρέπει να κάνω με τα έπιπλά του. Οδηγίες κάποτε υπερβολικές που με υποχρέωναν, λόγου χάρη, ν’ ακουμπήσω μια τόση δα πορσελάνη σ’ ένα τεράστιο κιβώτιο.
Ή να χρησιμοποιήσω διαφορετικούς τρόπους συσκευασίας για το ίδιο πράγμα. Με συμβούλευε να προστρέξω σε ριζόχαρτο, έπειτα σε περιτύλιγμα με φυσαλίδες, έπειτα σε χαρτί εφημερίδας. Κι αυτό φροντίζοντας να καλύψω το ίδιο μπιχλιμπίδι με ακριβώς τέσσερις στρώσεις από το κάθε υλικό. Φυσικά ούτε λόγος για χαρτοταινία για να μην πιεστεί ή στραπατσαριστεί κάποιο αντικείμενο.
Έχοντάς τα τελικά κάνει μαντάρα, βλέπω ξαφνικά ότι κρατάω στα χέρια μου ένα παλαιό αντικείμενο από μαντέμι που ούτε τσαλακώνεται ούτε σπάει. Σκούζω, βλαστημάω, καταριέμαι. Σηκώνομαι να πάρω αέρα.
Το κεφάλι μου και ο λαιμός σε ένταση. Το παράθυρο ανοιχτό διάπλατα. Το σαγόνι μου ρουφάει όλο το κρύο της νύχτας. Αναπνοή ακανόνιστη. Υστερικά γέλια. Γλυφές σταγόνες αναβλύζουν και κυλούν ποτάμι στο στόμα μου για να σβήσουν τα χάχανα. Κι άλλα δάκρυα – ακαταστάλακτοι πόνοι.
Είναι τώρα τρεις εβδομάδες που περνάω όλα μου τα βράδια κι όλα μου τα Σαββατοκύριακα κομματιάζοντας τη ζωή του – τακτοποιώντας τις αναμνήσεις του σε κούτες μετακόμισης. Η ώρα οχτώ και μισή, χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγω την πόρτα.
«Γεια σου, Λουκά».
Η παρέα έφτασε. Οι φίλοι του Λουσιάν παίρνουν θέση στον καναπέ και στις πολυθρόνες, από τη μία και την άλλη πλευρά του γυμνού τραπεζιού.
Η Τσέστερφιλντ μένει άδεια.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Γεμάτη τρυφερότητα και χιούμορ, η συγγραφέας περιγράφει την ιστορία της φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Λουκά, έναν μάλλον συνεσταλμένο εργένη γύρω στα τριάντα, και τον Λουσιάν, τον παράξενο γείτονά του από τον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας. Ξεκάθαρα ιδιόρρυθμος, αυτός ο χαρισματικός –μιας κάποιας ηλικίας– άνδρας θα επιβληθεί γρήγορα στη ζωή του Λουκά, προσκαλώντας τον στο σπίτι του για επίσκεψη κάθε Τρίτη βράδυ.
Ιεροτελεστία αναπόφευκτη όσο και απαράλλακτη, αυτή η εβδομαδιαία συνάντηση θα επιτρέψει στους δύο άνδρες να γνωριστούν μεταξύ τους και να σφυρηλατήσουν ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Μια μέρα όμως ο Λουσιάν αποκαλύπτει ότι κάποιος του στέλνει με το ταχυδρομείο κρυπτογραφημένες επιστολές και ανώνυμα δέματα…
Μπορεί η καθημερινότητα να μας εκπλήξει; Αυτό το διαχρονικό ερώτημα εξερευνά η Ναταλί Ρονβό και μαζί του μια νέα θεματική, πιο ανάλαφρη και πιο αισιόδοξη. Διάσπαρτη από άφθονους διαλόγους και αναδρομές και συνειδητά απογυμνωμένη από περιττές πληροφορίες, η αφήγηση καλεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες και τα συναισθήματά τους, προτού αφήσει την ένταση να τον κυριεύσει.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Ναταλί Ρονβό (Nathalie Ronvaux) είναι Λουξεμβουργιανή συγγραφέας και εργάζεται από το 2017 στο Κέντρο Πολιτισμού Kulturfabrik στην πόλη Ες-συρ-Αλζέτ. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, και δημοσιεύει τακτικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 2010 έλαβε το Βραβείο του Ιδρύματος Σερβέ για την ποιητική της συλλογή Αμπέλια και λύκαινες, το 2013 τιμήθηκε με το Α' Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας του Λουξεμβούργου για το θεατρικό της έργο Η αλήθεια μου ανήκει, ενώ το 2018 έλαβε το Βραβείο των Λουξεμβουργιανών Εκδοτών (Lëtzebuerger Buchpräis) για το μυθιστόρημά της Χαμόγελο. Απλή μετάβαση.
Από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή της Νυχτερινή πτήση σε ανοιχτό ουρανό (μτφρ. Αγγελική Δημουλή, 2020), ενώ ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί και στην Ανθολογία νέων Λουξεμβουργιανών ποιητών (μτφρ. Αγγελική Δημουλή, εκδόσεις Βακχικόν 2020). Η Τσέστερφιλντ του πέμπτου ορόφου είναι η πρώτη νουβέλα της που κυκλοφορεί στα ελληνικά.