Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Σαντιάγκο Γκαμπόα [Santiago Gamboa] «Colombian Psycho» (μτφρ. Δήμητρα Σταυρίδου), το οποίο κυκλοφορεί στις 9 Μαΐου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Παρακολουθούσε τα αθλητικά που ήταν η τελευταία ενότητα του δελτίου. Οι αναλύσεις για τον τελικό του κολομβιανού ποδοσφαίρου ήταν ενθουσιώδεις αλλά εντελώς υπερβολικές, μεταξύ των υπερσύγχρονων τεχνικών μέσων με τις ειδικές κάμερες και τα πληροφοριακά γραφήματα που πάγωναν την εικόνα και της θλιβερής πραγματικότητας αυτού του αξιολύπητου ποδοσφαίρου το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, παιζόταν σε γήπεδα χωρίς γρασίδι και με άδειες κερκίδες. Από ανθρώπινη σκοπιά, αυτό το ποδόσφαιρο τρεφόταν ξύνοντας τον πάτο του βαρελιού, με παίχτες που κανένας από το εξωτερικό δεν ήθελε να αγοράσει και που δεν είχαν άλλη λύση από το να παραμείνουν στην Κολομβία. Το ποδόσφαιρο της χώρας για τον εισαγγελέα Χουτσινιαμούι ήταν μια ομάδα ηττημένων, μια χούφτα ανώνυμοι παίχτες που έμοιαζαν να μαζεύονται για να ρίξουν σπρωξιές, κλωτσιές και αγκωνιές. Πέρα από αθλητικό θέαμα, αυτό το λατινοαμερικάνικο ποδόσφαιρο ήταν απόδειξη της απελπισίας, της βαρβαρότητας και της άγνοιας στη χώρα. Κόσμος τραυματισμένος επειδή ήταν γεννημένος μέσα στη φτώχεια, την έλλειψη εκπαίδευσης και ευκαιριών. Ήταν σπάνια τα παιχνίδια στο οποία δεν δίνονταν δύο ή τρία πέναλτι και στα οποία δεν έτρωγε κάποιος παίκτης αποβολή.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόταν όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
«Εδώ Λαϊσέκα, αρχηγέ, όβερ,» είπε αστειευόμενος ένας από τους πιο έμπιστους αστυνομικούς του, ο Ρενέ Λαϊσέκα. «Ζητώ συγνώμη προκαταβολικά που καλώ τόσο αργά. Σας ξύπνησα;»
«Όχι, τι είν’ αυτά που λες;» απάντησε ο εισαγγελέας. «Χάζευα λίγο. Για ποιο λόγο με παίρνεις; Συνέβη κάτι;»
«Βρήκαμε μερικά οστά στους λόφους, κοντά στο Πάτιος. Στον δρόμο της Λα Καλέρα».
«Τι οστά; Ανθρώπινα;»
«Ναι, αρχηγέ, ανθρώπινα. Χέρια και πόδια. Μοιάζουν να ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο. Δεν έχει γίνει ακόμα ταυτοποίηση».
«Και το υπόλοιπο σώμα;»
«Το ψάχνουνε. Λείπει ο κορμός και το κεφάλι».
Το ποδόσφαιρο της χώρας για τον εισαγγελέα Χουτσινιαμούι ήταν μια ομάδα ηττημένων, μια χούφτα ανώνυμοι παίχτες που έμοιαζαν να μαζεύονται για να ρίξουν σπρωξιές, κλωτσιές και αγκωνιές. Πέρα από αθλητικό θέαμα, αυτό το λατινοαμερικάνικο ποδόσφαιρο ήταν απόδειξη της απελπισίας, της βαρβαρότητας και της άγνοιας στη χώρα.
Ο Χουτσινιαμούι έμεινε για λίγο σιωπηλός καθώς έτριβε το σαγόνι του.
«Σου φαίνεται να είναι κάποιος ομαδικός τάφος;» ρώτησε.
«Όχι, απ’ ό,τι φαίνεται έχουμε ένα μόνο πτώμα,» εξήγησε ο Λαϊσέκα, «αλλά η έρευνα έχει μόλις ξεκινήσει. Θα ήταν πολύ περίεργο να βρούμε κάποιον αυτοσχέδιο τάφο σ’ αυτήν την περιοχή».
«Και ποιος τα βρήκε; Πώς ήρθαν στην επιφάνεια;»
«Τα βρήκε ένα ζευγάρι. Επέστρεφαν σ’ ένα κτήμα από έναν απόμερο δρόμο. Είδαν ένα χέρι να προεξέχει από το χώμα και πανικοβλήθηκαν. Ήταν σε απόσταση περίπου μισού χιλιομέτρου από τον κεντρικό δρόμο».
«Κι εσύ πότε έφτασες στο σημείο;» ρώτησε ο Χουτσινιαμούι.
«Πριν λίγο, αρχηγέ,» είπε ο Λαϊσέκα. «Μόλις πληροφορήθηκα για την υπόθεση. Όπως λένε και οι δημοσιογράφοι, είναι μία είδηση σε εξέλιξη. Έχουμε μια μεγάλη ομάδα που ψάχνει με σπάτουλες την περιοχή. Έχουμε και σκυλιά εντοπισμού. Αλλά, αν μου επιτρέπετε, να προσθέσω μια λεπτομέρεια: τα μπράτσα και οι μηροί τεμαχίστηκαν με τρόπο επαγγελματικό, χειρουργικό».
«Να πάρει, τι παράξενη ιστορία,» είπε ο εισαγγελέας. «Και είναι βέβαιο ότι τα δύο χέρια και τα δύο πόδια ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο;»
«Να σας πω,» έκανε ο Λαϊσέκα, «το μόνο βέβαιο πράγμα είναι ο θάνατος αλλά σύμφωνα με τους ιατροδικαστές, ναι, ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο κατά 90%».
«Βοηθήστε τους σε ό,τι μπορείτε. Να μην σταματήσουν να ψάχνουν μέχρι να βρουν τον κορμό και πάνω απ’ όλα το κεφάλι. Διαφορετικά πώς θα κάνουμε την ταυτοποίηση;»
«Μέσω του DNA και…»
«Ναι, ξέρω, αστυνόμε, ξέρω,» τον διέκοψε ο εισαγγελέας. «Η ερώτησή μου ήταν ρητορική».
«Α, με συγχωρείτε, αρχηγέ. Συνεχίστε».
«Θέλω αναφορά ανά μία ώρα. Ποιος είναι υπεύθυνος εκεί;»
«Κάποιος από το Εγκληματολογικό, νομίζω ο Μούνερα,» είπε ο Λαϊσέκα. «Υποθέτω ότι αργά απόψε ή νωρίς αύριο το πρωί θα πάνε τον τύπο στον φίλο σας τον Πιεδραΐτα στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία».
«Εντάξει, κράτα με ενήμερο. Έχεις αδιάβροχο;»
«Ναι, αρχηγέ, έχω της Εισαγγελίας».
«Ντύσου καλά, ρίχνει καρεκλοπόδαρα, ε; Δεν θέλω να μου πλευριτωθεί κάποιος πριν μάθουμε τι έχει συμβεί».
Ο Χουτσινιαμούι έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε στο παράθυρο.
Το πανόραμα της πόλης ήταν το προσωπικό του Netflix.
Πού θα μπορούσε να χωρέσει τόση βαρβαρότητα; Αποτρόπαιες δολοφονίες, γυναικοκτονίες και συζυγοκτονίες, εγκλήματα πάθους. Για εκείνον, δεν ήταν ατομικές εκφράσεις του κακού αλλά οι συνέπειες μιας διεστραμμένης κοινωνίας. Κανένας δεν κάνει τέτοια πράγματα από γούστο ή επειδή είναι στη φύση του.
Έβλεπε τα φώτα στους λόφους και φανταζόταν τι συνέβαινε εκεί. Σκέφτηκε τις καταρρακτώδεις βροχές. Είναι το νερό που διαπερνά τη γη και μας αποκαλύπτει αυτά τα πράγματα. Οι δολοφόνοι κρύβουν και οι βροχές ξαναβγάζουν στην επιφάνεια. Πού θα μπορούσε να χωρέσει τόση βαρβαρότητα; Αποτρόπαιες δολοφονίες, γυναικοκτονίες και συζυγοκτονίες, εγκλήματα πάθους. Για εκείνον, δεν ήταν ατομικές εκφράσεις του κακού αλλά οι συνέπειες μιας διεστραμμένης κοινωνίας. Κανένας δεν κάνει τέτοια πράγματα από γούστο ή επειδή είναι στη φύση του. Υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν, που μισούν, που φθονούν, που είναι μόνοι, απελπισμένοι ή εγκαταλειμμένοι, που μια μέρα απλά δεν αντέχουν άλλο και διαπράττουν ένα έγκλημα. Η ψυχολογία μετριάζει την ενοχή λέγοντας ότι ήταν μία εκδίκηση πολυπόθητη και δίκαιη. Ότι αποκατέστησε την αρμονία. Ποιοι ζουν σήμερα εν ειρήνη; Σ’ αυτή τη χώρα, σκέφτηκε, πολύ λίγοι: αυτοί που ανασαίνουν ευτυχείς είναι αυτοί που έχουν τον έλεγχο του τραπεζικού τους υπολοίπου. Οι μεγάλοι καπιταλιστές, οι ισόβιοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι γαιοκτήμονες. Θυμήθηκε τα φοιτητικά του χρόνια στο πανεπιστήμιο, την εποχή των συνελεύσεων, των πορειών και των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο αλλά η βία και ο σεχταρισμός κατάπιαν το φοιτητικό κίνημα και το δυσφήμισαν.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι ήταν ιθαγενής της κοινότητας Ουιτότο, ήταν δηλαδή άνθρωπος του δάσους, ο εισαγγελέας γνώριζε τα άθλια καλύβια στις όχθες των ποταμών και την απόλυτη εγκατάλειψη του Κράτους. Είχε συνείδηση των δυσκολιών αυτής της δυστυχισμένης χώρας και των κατοίκων της. Αυτό που κάποιοι λίγοι αποκαλούσαν «τάξη» δεν ήταν παρά η υποταγή των φτωχότερων. Η αποικιοκρατική ιδέα ότι ο πλούσιος και ο γαιοκτήμονας είχε κάποιο ηθικό πλεονέκτημα παρέμενε ζωντανή. Γι’ αυτόν τον λόγο τα τελευταία διακόσια χρόνια οι αλλαγές ήταν ελάχιστες και με πολύ υψηλό τίμημα. Ακόμα και σήμερα, όποιος μιλούσε για αδικία και έλλειψη ευκαιριών θεωρούνταν ύποπτος.
Γι’ αυτό είχε μάθει να σωπαίνει στην Εισαγγελία.
Η σιωπή του ισοδυναμούσε με την επιβίωσή του καθώς όλοι ήξεραν ότι στον κόσμο των υπερασπιστών του νόμου κυριαρχούσαν οι συντηρητικές ιδέες. Στη δουλειά προσπαθούσε να είναι δίκαιος και να κατανοεί τα κίνητρα κάθε ανθρώπου και όχι μόνο τον αστικό κώδικα.
Κι εδώ βρισκόταν τώρα, για μία ακόμα φορά, στο γραφείο του, να κοιτά τη βροχή και τα φώτα της πόλης.
Να κάνει σκέψεις στον αέρα.
Έφτιαξε ένα τσάι και πήγε στον υπολογιστή του για να διαβάσει τη ροή των ειδήσεων. Καμία αναφορά ακόμα στο περιστατικό της Λα Καλέρα. Φαντάστηκε τους αστυνομικούς σ’ αυτόν τον λόφο, τέτοια ώρα, κι ένιωσε το κρύο να του τρυπάει τα κόκκαλα. Πήρε ένα πόντσο και το έριξε στα πόδια του. Έπειτα πήγε στον καναπέ για να διαβάσει ένα τεύχος του περιοδικού Ιστορία 16 σχετικά με τη σύρραξη των Καθαρών στη Γαλλία τον ΙΔ’ αιώνα αν και κοιτούσε συχνά την ώρα στο κινητό του κι έριχνε ματιές στο σταθερό τηλέφωνο. Η υπομονή ήταν ένα από τα μυστικά αυτής της δουλειάς και η αλήθεια είναι ότι συχνά του έλλειπε. Γι’ αυτό είχε τα δικά του κόλπα για να ελέγχει το άγχος του.
Είχε ήδη πάει 00:37.
Ξαφνικά φωτίστηκε η οθόνη του κινητού του προβάλλοντας το όνομα της επαφής: «Αστυνόμος Λαϊσέκα.» Απάντησε λες και εξαρτιόταν η ζωή του απ’ αυτό.
«Για λέγε,» του είπε. «Βρήκαν το υπόλοιπο;»
«Όχι, αρχηγέ,» απάντησε ήρεμα ο Λαϊσέκα. «Όχι ακόμα. Ρωτήσαμε τους ανθρώπους στα κοντινά κτήματα αλλά κανείς δεν είδε τίποτα. Εδώ κοντά είναι σε εξέλιξη ένα τρομερό πάρτι. Όταν πήγαμε, μας πρόσφεραν ένα ποτήρι σαμπάνια».
«Το οποίο αρνήθηκες, να υποθέσω».
«Φυσικά, αρχηγέ. Αρνήθηκα και το πρώτο και το δεύτερο. Ποτέ σε ώρα υπηρεσίας και ακόμα λιγότερο συντροφιά με πιθανούς υπόπτους».
«Βεβαίως σου είπαν ότι δεν ήξεραν τίποτα… Πόσο κοντά είναι το σημείο απ’ αυτό το σπίτι;»
«Καμιά πεντακοσαριά μέτρα,» είπε ο Λαϊσέκα. «Είναι ένας πολύ στενός χορταριασμένος χωματόδρομος. Το ζευγάρι που βρήκε τα οστά είχε μπει εκεί από τον κεντρικό δρόμο. Η κοπέλα είναι κόρη των ιδιοκτητών του σπιτιού».
«Α. Και βρίσκονταν εκεί κάνοντας αυτό που φαντάζομαι;» ρώτησε ο εισαγγελέας.
«Υποθέτω πως ναι, αρχηγέ. Συζητούσαν».
«Πόσο άσχημο να σε διακόπτει ένα αποστεωμένο χέρι. Στείλανε το υλικό στην Ιατροδικαστική;»
«Ναι, αρχηγέ. Πριν από λίγο».
«Τότε πήγαινε να ξεκουραστείς, Λαϊσέκα. Αρκετά γι’ απόψε».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μετά τη συγκλονιστική ανακάλυψη ανθρώπινων οστών σ’ ένα από τα πιο πλούσια και καλύτερα φυλασσόμενα προάστια της Μπογκοτά, ο εισαγγελέας ειδικών ερευνών Έντιλσον Χουτσινιαμούι αναλαμβάνει να εξακριβώσει σε ποιον ανήκουν με τη βοήθεια του αστυνόμου Λαϊσέκα και της υπόλοιπης ομάδας του. Η Χουλιέτα Λεζάμα, η δημοσιογράφος φίλη του, συμμετέχει στην έρευνα, που αρχίζει να φέρνει στο φως μια μακρά αλυσίδα εγκληματικών θηριωδιών. Τα βήματά τους τους οδηγούν, μεταξύ άλλων, και στον συγγραφέα Σαντιάγο Γκαμπόα, καθώς το έργο του αποδεικνύεται ότι κρύβει μια θεμελιώδη ένδειξη για την κατανόηση του μυστηρίου.
Ο Χουτσινιαμούι με το αλάθητο ένστικτο και η θαρραλέα Λεζάμα επιστρέφουν σε μια συνταρακτική ιστορία γεμάτη αξέχαστους χαρακτήρες, ανάμεσα στους οποίους ένας καθηγητής με ιδιαίτερη ερωτική ζωή κι ένας αινιγματικός Αργεντινός. Το Colombian Psycho είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι με καθρέφτες, στο οποίο η γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας θολώνει, καθώς η φαντασία του συγγραφέα και η πραγματική ζωή αλληλεπικαλύπτονται σε μια επικίνδυνη ίντριγκα, που λειτουργεί επίσης ως αποκάλυψη της κατάστασης ενός έθνους.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κολομβιανός Santiago Gamboa (Σαντιάγκο Γκαμπόα) είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής σήμερα. Σπούδασε Φιλολογία στο Χαβεριανό Πανεπιστήμιο στην Μπογκοτά, Ισπανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Complutense στη Μαδρίτη και Κουβανική Λογοτεχνία στη Σορβόνη. Το 1995 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Paginas de vuelta, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους ανανεωτές της κολομβιανής λογοτεχνίας. Στα έργα του συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, τα Necrόpolis (βραβείο La Otra Orilla), Το να χάνεις είναι ζήτημα μεθόδου, που έγινε ταινία από τον σκηνοθέτη Σέρχιο Καμπρέρα, Νυχτερινές ικεσίες και Η νύχτα θα είναι μεγάλη, που κυκλοφορεί επίσης από τις Εκδόσεις Διόπτρα. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από δέκα γλώσσες.