Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αντρές Μοντέρο [Andrés Montero] «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου), το οποίο κυκλοφορεί στις 17 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η μονομαχία
«Έ, Τσόλο! Έξω είναι κάποιος και ρωτάει για σένα».
Ο Τσόλο άκουσε τα λόγια του ταβερνιάρη δίχως έκπληξη. Τα περίμενε δεκαπέντε χρόνια. Δεν ευχόταν να τ’ ακούσει, αλλά ήξερε πως κάποιος θα του τα έλεγε αργά ή γρήγορα. Η Νέγρα; Ένα παιδί; Κάποιος από τους ψαράδες; Τελικά ήταν ο ταβερνιάρης.
Όλο το υπόλοιπο χωριό αυτή την ώρα βρισκόταν στην αγρυπνία του γεροΦλορένσιο. Ίσως να περπατούσαν ήδη προς το νεκροταφείο με πρόσωπα θλιμμένα, γιατί η Νέγρα είχε πει πως εκείνη τη μέρα θα τον έθαβαν πράγματι τον γέρο. Σε κανέναν δεν θα έλειπε ο Τσόλο: ήξεραν πως δεν πήγαινε σε νεκρώσιμες ακολουθίες ούτε πάταγε το πόδι του στο νεκροταφείο. Έκείνο το πρωί, η Νέγρα είχε επιμείνει για πρώτη φορά: ο δον Φλορένσιο υπήρξε καλός μαζί του, του είχε μάθει την τέχνη του ψαρέματος, θα έπρεπε να πάει τουλάχιστον να χαιρετήσει τη χήρα. Ο Τσόλο την είχε κοιτάξει τρομαγμένος.
«Δεν θα έρθει ο θάνατος σ’ αυτή την κηδεία», διαβεβαίωσε η Νέγρα ρίχνοντας μια ματιά στον γκρίζο ουρανό. Τελικά η Νέγρα είχε δίκιο. Ο θάνατος δεν είχε πάει στην κηδεία του δον Φλορένσιο, γιατί μόλις είχε εμφανιστεί έξω από την ταβέρνα και είχε στείλει μήνυμα μέσω του Χουλιάν, του ταβερνιάρη. Ο Χουλιάν δεν έκλεινε ποτέ αν είχε έστω και έναν πελάτη, οπότε ήταν ο μοναδικός άνθρωπος εκτός από τον Τσόλο που δεν εμφανιζόταν στις κηδείες.
Ο Τσόλο χάιδεψε το σαγόνι του. Έίχε ξυριστεί το πρωί, όπως κάθε φορά που θα γινόταν κηδεία, αλλά ένιωθε διαφορετικά: του φαινόταν πως αυτή τη φορά πράγματι θα ερχόταν ο θάνατος να τον βρει. Άκουσε κάποτε πως όταν σε τριγυρίζει ο θάνατος, τα πράγματα τα καταλαβαίνεις απότομα, σαν να ξυπνά μια καινούρια και εφήμερη αίσθηση. Μια τελευταία ειρωνεία της ζωής. Ένα παιχνίδι, στο κάτω κάτω της γραφής. Τι άλλο ήταν όλη του η ζωή παρά ένα μακρόσυρτο παιχνίδι με τον θάνατο; Θυμήθηκε τις δουλειές στο χιόνι, τις παγωμένες νύχτες, το φτωχικό φαγητό, μια κότα σ’ ένα κοτέτσι, μια μαχαιριά που μπορούσε να αποφευχθεί, έναν αγωγιάτη να πέφτει κάτω. Θυμήθηκε τους μήνες στη φυλακή, το σχέδιο στο οποίο μπήκε, και τον Ρομέρο και μια απίστευτη δραπέτευση μέσα από τη χιονισμένη οροσειρά. Και όλα όσα ήρθαν κατόπιν. Στο τέλος, η Νέγρα, η θάλασσα, η πιθανότητα να γίνει ένας άλλος άνθρωπος.
Άλλά ποτέ δεν έγινε στ’ αλήθεια. Άν ήταν άλλος άνθρωπος, δεν θα υπήρχε κανείς εκεί έξω να τον ψάχνει.
Περίμενε ακόμα μερικές στιγμές, κοιτάζοντας τον πάτο του άδειου ποτηριού, ζωσμένον από έναν μαβή κύκλο. Μόλις που πρόλαβε να πιει την πρώτη μπίρα. Μονάχα μία, στην υγειά του θανάτου.
Άναρωτήθηκε αν αυτός που τον έψαχνε είχε νιώσει να τον γυροφέρνει κι εκείνον βαριεστημένα ο θάνατος. Άναρωτήθηκε αν ο θάνατος θα μπορούσε να είναι ένας θεατής που δεν έχει διαλέξει στρατόπεδο, που προειδοποιεί τους πάντες με αίσθημα δικαιοσύνης και όχι με οιωνούς. Άναρωτήθηκε αν η δικαιοσύνη και ο θάνατος είχαν κάποια σχέση.
«Πάω». Ο Τσόλο σηκώθηκε και φόρεσε το πόντσο του.
«Οπότε δεν θα ξανάρθεις;»
Η ερώτηση του ταβερνιάρη τον αιφνιδίασε. Ύστερα παρατήρησε πως του έδειχνε το μπουκάλι που δεν είχε πληρώσει ακόμη.
«Δεν ξέρω», απάντησε δίνοντάς του μερικά νομίσματα.
«Τι κάνω με το μπουκάλι;»
Θα του απαντούσε να το πιει, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε που ξέρει πως δεν θα επιστρέψει, αλλά αντί γι’ αυτό ανασήκωσε τους ώμους του. Διέβλεψε σ’ αυτή την αθέλητη κίνηση ένα σημάδι του θανάτου: βρισκόταν εκεί, αλλά δεν ήξερε ακόμη ποιον θα έπρεπε να πάρει. Άς αποφασίσουν οι άνθρωποι.
Έξω τον υποδέχτηκε η θαλασσινή αύρα και μια βροχή τόσο ψιλή, που ήταν σαν να μην έπεφτε. Άνάμεσα σ’ εκείνον και στη θάλασσα, ένας σωματώδης άντρας στριφογύριζε ένα τσιγάρο στα δάχτυλα του δεξιού χεριού, το αριστερό κάτω από το πόντσο. Η πυκνή γενειάδα του δεν κατάφερνε να κρύψει τις ουλές στο πρόσωπό του.
Έξω τον υποδέχτηκε η θαλασσινή αύρα και μια βροχή τόσο ψιλή, που ήταν σαν να μην έπεφτε. Άνάμεσα σ’ εκείνον και στη θάλασσα, ένας σωματώδης άντρας στριφογύριζε ένα τσιγάρο στα δάχτυλα του δεξιού χεριού, το αριστερό κάτω από το πόντσο. Η πυκνή γενειάδα του δεν κατάφερνε να κρύψει τις ουλές στο πρόσωπό του.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.
«Πώς θα γίνει;» ρώτησε τελικά ο Τσόλο, με τα χέρια στις τσέπες.
«Όχι εδώ. Μακριά».
«Έχεις περπατήσει πολύ, Ρομέρο».
«Γι’ αυτό δεν με πειράζει να περπατήσω λίγο ακόμα. Δεν θέλω μπλεξίματα».
«Όλο το χωριό είναι στο νεκροταφείο».
«Ο ταβερνιάρης με είδε. Πάμε μακριά και μια πιστολιά ο καθένας. Δίκαιο».
Ο Τσόλο κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Άπ’ την άλλη μεριά των βράχων, τότε», είπε αφού σκέφτηκε λιγάκι. «Έκεί δεν μένει κανένας».
«Έτσι θα γίνει λοιπόν».
«Πάω να το φέρω».
«Δεν το ’χεις πάνω σου;»
«Όχι».
«Τότε, δεν με περίμενες».
Ο Τσόλο δεν απάντησε. Θα ήταν μάταιο να εξηγήσει στον Ρομέρο πως τον περίμενε, πως τον περίμενε από κείνη τη μέρα που έκλεψαν τα άλογα, εκείνο το παγωμένο πρωινό που αναγκάστηκε να διαλέξει ανάμεσα στη δική του ελευθερία και αυτή του Ρομέρο. Ο Τσόλο ήταν σίγουρος πως αν είχε το πιστόλι ο Ρομέρο, θα είχε κάνει ό,τι κι εκείνος: θα είχε σώσει το τομάρι του.
«Άν δεν ήμουν εγώ, δεν θα είχες δραπετεύσει ποτέ», είπε ο Τσόλο. «Μου χρωστάς τη ζωή σου».
«Το πιστόλι ήταν ένα, αλλά ανήκε και στους δυο μας. Άυτό που έκανες το κάνει ένας κανάγιας και είσαι υπεύθυνος για όλα αυτά», απάντησε ο Ρομέρο δείχνοντας με το τσιγάρο το χαρακωμένο του πρόσωπο.
Και παρότι δεν το είπαν, κι οι δυο σκέφτηκαν εκείνη τη στιγμή πως επιβίωσαν στο χιόνι ο ένας χάρη στον άλλον.
«Πάω να το φέρω», είπε ξανά ο Τσόλο και τότε στράφηκε και άρχισε να βαδίζει αργά προς τον οικισμό, με την πλάτη στη θάλασσα και τον Ρομέρο.
Τι εμπόδιζε εκείνο το χαμένο κορμί να τον πυροβολήσει επιτόπου; Δεν ήταν η παρουσία του ταβερνιάρη, που σίγουρα παρακολουθούσε τη σκηνή. Ήταν άλλο πράγμα. Ο Τσόλο το ήξερε κι ο Ρομέρο το ίδιο, παρότι κανείς τους δεν ήταν ικανός να το εξηγήσει με λόγια.
«Βιάσου», τον άκουσε να λέει και ήταν βέβαιος πως τώρα είχε πράγματι βάλει το τσιγάρο στο στόμα του.
Μισή ώρα αργότερα περπατούσαν στην άμμο της παραλίας ο ένας δίπλα στον άλλον. Και οι δυο φορούσαν εκείνα τα πόντσο που τους είχαν σώσει από τον θάνατο δεκαπέντε χρόνια πριν. Οπωσδήποτε δεν ήταν άλλοι άνθρωποι. Μπορούσε ένας άνθρωπος να γίνει άλλος;
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένας άντρας ξεκινά μέσα στη νύχτα για το αεροδρόμιο για να παραλάβει έναν συνεργάτη, ξεστρατίζει και το αυτοκίνητό του μένει στη μέση του πουθενά, στην ύπαιθρο της Χιλής. Περπατώντας μέσα στη βροχή, φτάνει στάζοντας στο μόνο σπίτι που έχει τα φώτα αναμμένα. Κι όταν του ανοίξουν την πόρτα, βρίσκεται μπροστά σε κάτι που δεν περιμένει…
Έτσι ξεκινά μια αθέλητη απόδραση από την καθημερινότητα που οδηγεί σε έναν αναχρονιστικό, άγνωστο κόσμο. Το κτήμα Λας Νάλκας, τα αφεντικά και τα παιδιά τους, ψαράδες, ληστές και γέροι που φυλάνε μυστικά μέχρι να πεθάνουν, πλούσιοι και φτωχοί, τεράστιες αντιθέσεις και μια ύπαιθρος που διατηρεί ολοζώντανη τη μυθολογία της…
Έξι ιστορίες που πηγάζουν από τη μεγάλη προφορική παράδοση της Χιλής ενώνονται σ’ έναν παράξενο μύθο που κυλά ρευστός, χωρίς περιορισμούς, αλλά με νόημα μοναδικό. Ένα ονειρικό, απρόβλεπτο βιβλίο, όπου το μόνο σίγουρο είναι ο θάνατος που, όπως η βροχή, θα έρχεται πάντα.
Βγήκα από το αυτοκίνητο παρά τη βροχή. Να υπήρχε κάποιο βενζινάδικο εδώ στου διαόλου το κονάκι; Η επιστροφή με τα πόδια σ’ εκείνο που βρισκόταν στον αυτοκινητόδρομο θα μπορούσε να μου πάρει δυο ώρες, αν δεν μ’ έτρωγαν τα σκυλιά. Εφόσον απουσίαζε οποιοδήποτε σχέδιο δράσης, περπάτησα στην αντίθετη κατεύθυνση, προς την ακτή, δίχως να νοιαστώ να κλειδώσω το αυτοκίνητο. Δεν με απασχόλησε καν να το παρκάρω στην άκρη του δρόμου, ώστε να αφήσω χώρο για την απίθανη περίπτωση να περάσει κάποιο άλλο χαμένο όχημα. Δεν ακουγόταν άλλο από τη βροχή και τα βήματά μου, και κάπου κάπου το τραγούδι ενός πουλιού που δεν έβρισκε τη φωλιά του. Ένιωθα την απόλυτη ανάγκη να βρεθώ σε άλλο μέρος, να έχω άλλο παρελθόν και άλλο μέλλον, να είμαι άλλος, κάποιος περισσότερος, κάτι περισσότερο. Και πάνω απ’ όλα δεν ήθελα να εξακολουθώ να βρέχομαι.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Andres Montero είναι συγγραφέας και προφορικός αφηγητής. Εκτός από το Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή, έχει γράψει επίσης τα βιβλία Taguada και Tony Ninguno, καθώς και εφηβικά βιβλία και το δοκίμιο Por que contar cuentos en el siglo XXI. Το 2017 ο συγγραφέας απέσπασε το βραβείο X Premio Iberoamericano de Novela Elena Poniatowska, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στην Πόλη του Μεξικού, για το έργο του Tony Ninguno. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Marta Brunet και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο για το εφηβικό Alguien toca la puerta. Για το Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Γλώσσας της Χιλής και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο. Διευθύνει τη Σχολή Λογοτεχνίας και Προφορικής Παράδοσης Casa Contada.