Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Κνουλπ» (μτφρ. Βασίλης Τσαλής), το οποίο κυκλοφορεί στις 3 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ήμασταν βουτηγμένοι στη χαρούμενη νιότη και ο Κνουλπ ζούσε ακόμη. Περιπλανιόμασταν τότε, εκείνος κι εγώ, στην κάψα του καλοκαιριού, σε μια εύφορη περιοχή και δεν είχαμε πολλές έγνοιες. Τη μέρα σεργιανίζαμε στα χωράφια με τα ώριμα σπαρτά ή αράζαμε κάτω από μια σκιερή καστανιά ή στην άκρη του δάσους· το βράδυ όμως άκουγα τον Κνουλπ να διηγείται ιστορίες στους αγρότες, να παίζει στα παιδιά θέατρο σκιών και να λέει τα τραγούδια του στις κοπέλες. Τον άκουγα με ευχαρίστηση και δίχως φθόνο· μόνο όταν ήταν ανάμεσα στα κορίτσια και το ηλιοκαμένο του πρόσωπο έλαμπε και οι κοπέλες μπορεί να γελούσαν πολύ και να έσπαγαν πλάκα, αλλά κρέμονταν απ’ τα χείλη του, τότε κάπου κάπου μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένα σπάνιο εξωτικό πουλί ή ότι εγώ ήμουν το αντίθετο, και αποτραβιόμουν στην άκρη για να μη γίνομαι βάρος, και είτε επισκεπτόμουν τον ιερέα στο καθιστικό του για να κάνω μαζί του μια γόνιμη κουβεντούλα ή να τον ρωτήσω αν υπήρχε κάποιο μέρος να καταλύσουμε το βράδυ, είτε καθόμουν στην ταβέρνα και έπινα με την ησυχία μου ένα κρασί.
Θυμάμαι ότι ένα απομεσήμερο περάσαμε δίπλα από ένα νεκροταφείο, το οποίο, μαζί με το μικρό παρεκκλήσι, ήταν εκεί μόνο κι έρημο, τριγυρισμένο απ’ τα χωράφια, σε μεγάλη απόσταση από το πιο κοντινό χωριό, και με τους σκουρόχρωμους θάμνους που ξεπερνούσαν σε ύψος τον αυλόγυρο ανέδιδε μια αίσθηση γαλήνης και οικειότητας μέσα στην κάψα του τοπίου. Την καγκελόπορτα της εισόδου την πλαισίωναν δύο ψηλές καστανιές, αλλά ήταν κλειδωμένη και εγώ ήθελα να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Όμως ο Κνουλπ δεν ήθελε, έψαχνε να βρει τρόπο να σκαρφαλώσει στον μαντρότοιχο. Τον ρώτησα:
«Σχολάσαμε κιόλας;».
«Οπωσδήποτε, αλλιώς σε λίγο θα με πεθάνουν στον πόνο οι πατούσες μου».
«Και πρέπει ειδικά στο νεκροταφείο;»
«Είναι όμορφα, έλα μαζί μου. Οι αγρότες δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους μεγάλες πολυτέλειες όσο ζουν, το ξέρω πολύ καλά, αλλά κάτω απ’ τη γη θέλουν τις ανέσεις τους. Γι’ αυτό μπαίνουν στον κόπο να φυτέψουν ωραία λουλούδια πάνω στους τάφους και γύρω από αυτούς».
Τότε καβάλησα κι εγώ τον μαντρότοιχο και είδα ότι είχε δίκιο, γιατί μάλλον άξιζε τον κόπο να πηδήξουμε μέσα. Οι τάφοι εκεί μέσα ήταν ο ένας πλάι στον άλλο σε ευθείες ή ακανόνιστες σειρές, οι περισσότεροι είχαν έναν λευκό ξύλινο σταυρό, και στην επιφάνειά τους και γύρω γύρω υπήρχε πρασινάδα και πολύχρωμα άνθη. Αλλού φούντωναν ζωηρές περικοκλάδες και γεράνια, πιο πέρα στη βαθιά σκιά βιολέτες και τριανταφυλλιές φορτωμένες άνθη και πασχαλιές, καθώς και κουφοξυλιές με χοντρό κορμό και πυκνό φύλλωμα.
Ο Κνουλπ διάβασε το όνομα στον διπλανό σταυρό και είπε: «Αυτός εδώ λέγεται Ένγκελμπερτ Άουερ και είχε περάσει τα εξήντα. Γι’ αυτό στον τάφο του έχουν φυτέψει ρεζεντά, που είναι ένα πολύ φίνο λουλούδι, και βρήκε τη γαλήνη του. Ρεζεντά θέλω κι εγώ όταν έρθει η ώρα μου, και προς το παρόν θα πάρω μαζί μου μια από αυτές».
Αφήσαμε το βλέμμα μας να πλανηθεί για λίγο και ύστερα καθίσαμε στη χλόη, που κατά τόπους ήταν ψηλή και ανθισμένη, ξεκουραστήκαμε, δροσιστήκαμε και νιώθαμε ικανοποιημένοι.
Ο Κνουλπ διάβασε το όνομα στον διπλανό σταυρό και είπε: «Αυτός εδώ λέγεται Ένγκελμπερτ Άουερ και είχε περάσει τα εξήντα. Γι’ αυτό στον τάφο του έχουν φυτέψει ρεζεντά, που είναι ένα πολύ φίνο λουλούδι, και βρήκε τη γαλήνη του. Ρεζεντά θέλω κι εγώ όταν έρθει η ώρα μου, και προς το παρόν θα πάρω μαζί μου μια από αυτές».
Εγώ του είπα: «Άσ’ τες αυτές και πάρε κάτι άλλο, η ρεζεντά μαραίνεται γρήγορα».
Εκείνος όμως έκοψε ένα κλωναράκι και το στερέωσε στο καπέλο του, που το είχε ακουμπήσει πλάι του στη χλόη.
«Πόσο ήσυχα είναι εδώ!» είπα.
Και αυτός αποκρίθηκε: «Ναι, κι αν ήταν λίγο πιο ήσυχα, θα μπορούσαμε ίσως να ακούσουμε κι αυτούς εκεί κάτω να κουβεντιάζουν».
«Αυτό δεν γίνεται. Ό,τι είχαν να πουν το είπαν».
«Πού το ξέρουμε αυτό; Λένε ότι ο θάνατος είναι ένας ύπνος, και στον ύπνο συχνά παραμιλάμε και μερικές φορές τραγουδάμε».
«Εσύ ίσως ναι!»
«Ναι, γιατί όχι; Κι αν ήμουν πεθαμένος, θα περίμενα να έρθουν εδώ οι κοπέλες την Κυριακή και να στέκουν γύρω γύρω και να κόβουν ένα λουλουδάκι από έναν τάφο, και ύστερα θα άρχιζα να σιγοτραγουδάω».
«Α, μάλιστα. Και τι θα τραγουδούσες;»
«Τι; Κάποιο τραγούδι».
Ξάπλωσε στο έδαφος, έκλεισε τα μάτια και λίγο αργότερα άρχισε να τραγουδάει με χαμηλή, παιδική φωνή:
Μια που πέθανα νωρίς,
Κοπέλες, πείτε για μένα ένα τραγούδι,
Ένα τραγούδι αποχωρισμού,
σαν θα γυρίσω πίσω,
σαν θα γυρίσω πίσω,
Θα είμαι ένα όμορφο αγόρι.
Έβαλα τα γέλια, αν και μου άρεσε πολύ το τραγούδι. Τραγουδούσε όμορφα και τρυφερά, ακόμη κι όταν τα λόγια του μερικές φορές δεν έβγαζαν νόημα, η μελωδία ήταν τόσο φίνα, που έκανε το τραγούδι να ακούγεται ωραία.
«Κνουλπ», είπα, «μη δίνεις στις κοπέλες υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατήσεις, γιατί θα πάψουν να σε πιστεύουν. Καλό είναι αυτό με την επιστροφή, αλλά πώς μπορείς να ξέρεις ότι θα επιστρέψεις σαν όμορφο αγόρι; Αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο».
«Δεν είναι καθόλου σίγουρο, αυτό ισχύει. Αλλά πολύ θα το ήθελα. Θυμάσαι προχθές τον μικρό με τη γελάδα, που τον ρωτήσαμε αν είμαστε στον σωστό δρόμο; Σαν κι αυτόν θα ήθελα να ήμουν. Εσύ όχι;»
«Όχι, εγώ όχι. Κάποτε είχα γνωρίσει έναν ηλικιωμένο άντρα, ίσως και πάνω από εβδομήντα. Το βλέμμα του ήταν τόσο γαλήνιο και γλυκό, που σκέφτηκα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι καλός και έξυπνος και ήρεμος. Και από τότε σκέφτομαι πού και πού ότι θα ήθελα να είμαι κι εγώ όπως εκείνος».
«Ναι, αυτό είναι κομμάτι δύσκολο, ξέρεις! Και γενικά έχει πλάκα με τις ευχές. Αν εγώ, ας πούμε, μπορούσα αυτή τη στιγμή να κάνω απλώς ένα νεύμα και να γίνω ένα γλυκό μικρό αγόρι, κι αν εσύ μπορούσες να κάνεις απλώς ένα νεύμα και να γινόσουν ένας καλός, ήρεμος ηλικιωμένος άντρας, κανείς μας δεν θα έκανε το νεύμα. Αντιθέτως, θα θέλαμε να μείνουμε όπως είμαστε».
«Αυτό είναι αλήθεια».
«Ασφαλώς. Κι εξάλλου, κοίτα, σκέφτομαι συχνά: το πιο όμορφο, το πιο εκλεκτό απ’ όλα όσα υπάρχουν είναι μια λυγερή νέα κοπέλα με ξανθά μαλλιά. Έλα όμως που αυτό δεν είναι σωστό, γιατί πολύ συχνά βλέπεις μια μαυρομάλλα και λες ότι είναι σχεδόν ακόμη πιο όμορφη. Κι εκτός από αυτό, μερικές φορές νομίζω ότι το πιο όμορφο και πιο εκλεκτό απ’ όλα όσα υπάρχουν είναι ένα όμορφο πουλί όταν το βλέπεις να πετάει ελεύθερο στον ουρανό. Κι άλλες φορές πάλι τίποτα δεν είναι πιο εκπληκτικό από μια πεταλούδα, μια λευκή, ας πούμε, με κόκκινες βούλες στα φτερά της, ή ακόμη και μια ακτίνα ήλιου το ηλιοβασίλεμα, εκεί ψηλά ανάμεσα απ’ τα σύννεφα, όταν όλα είναι λαμπρά, αλλά όχι εκτυφλωτικά, και τότε όλα φαίνονται χαρούμενα και αθώα».
«Έχεις δίκιο, Κνουλπ. Όλα είναι όμορφα όταν το βλέμμα σου τα συλλαμβάνει την κατάλληλη στιγμή».
«Ναι. Αλλά το σκέφτομαι και κάπως αλλιώς. Σκέφτομαι ότι το πιο όμορφο είναι πάντα αυτό που, εκτός από ευχαρίστηση, μας προκαλεί και κάτι σαν θλίψη ή φόβο».
«Πώς γίνεται αυτό;»
«Εννοώ ότι μια πραγματικά όμορφη κοπέλα ίσως να μην την έβρισκες τόσο εκλεκτή αν δεν ήξερες ότι είναι κι αυτή προσωρινή, κι ότι ύστερα θα γεράσει και θα πεθάνει. Αν κάτι όμορφο παρέμενε αναλλοίωτο αιωνίως, αυτό μάλλον θα με χαροποιούσε, αλλά θα το εξέταζα με πιο ψυχρό μάτι και θα σκεφτόμουν: Αυτό θα το βλέπεις για πάντα, άσ’ το για μια άλλη φορά. Ενώ ό,τι είναι παροδικό και δεν θα μείνει για πάντα το ίδιο το κοιτάζω και δεν χαίρομαι απλώς, αλλά την ίδια στιγμή νιώθω και συμπόνια».
«Ναι. Αλλά το σκέφτομαι και κάπως αλλιώς. Σκέφτομαι ότι το πιο όμορφο είναι πάντα αυτό που, εκτός από ευχαρίστηση, μας προκαλεί και κάτι σαν θλίψη ή φόβο».
«Ας πούμε ότι είναι έτσι».
«Γι’ αυτό δεν ξέρω τίποτα καλύτερο από μια φωτοβολίδα που εκτοξεύεται τη νύχτα. Βλέπεις γαλαζοπράσινες φωτοβολίδες να υψώνονται στον σκοτεινό ουρανό και όταν φτάνουν στο απόγειο της ομορφιάς τους, τότε δια γράφουν ένα μικρό τόξο και σβήνουν. Κι όταν βλέπεις κάτι τέτοιο, το απολαμβάνεις και την ίδια στιγμή νιώθεις έναν φόβο: Θα σβήσει γρήγορα, και αυτά τα δύο πάνε μαζί, και είναι πολύ πιο όμορφα έτσι παρά αν είχε μεγαλύτερη διάρκεια. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι, ίσως. Αλλά και πάλι αυτό δεν ισχύει για όλα τα πράγματα».
«Γιατί όχι;»
«Για παράδειγμα, αν δυο άνθρωποι αγαπηθούν και παντρευτούν ή αν δυο άνθρωποι γίνουν φίλοι, αυτό είναι όμορφο επειδή ακριβώς προορίζεται να έχει διάρκεια και όχι να τελειώσει αμέσως».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο Κνουλπ, ένας γοητευτικός αλήτης, περιπλανιέται μένοντας εδώ κι εκεί σε φίλους που του προσφέρουν στέγη και τροφή. Δεν θέλει να βρει σταθερή δουλειά, δεν θέλει να δεθεί με κάποιον άνθρωπο ή τόπο. Θα εγκαταλείψει ακόμη και τον σύντροφο με τον οποίο περιπλανιούνται μαζί ένα καλοκαίρι, που ίσως να είναι ο ίδιος ο Χέρμαν Έσσε.
Ο Κνουλπ είναι μια ύπαρξη μοναχική, αλλά χαρούμενη και αυτάρκης. Κάτω από τον ανάλαφρο χαρακτήρα των περιπετειών του, όμως, κρύβεται η αγωνία ότι η ελευθερία του μπορεί να μην αξίζει και πολλά, ίσως ακόμη και να είναι ανήθικη. Κι έρχεται η στιγμή που θα μάθει αν σπατάλησε τη ζωή του ή αν αυτός ο ανέμελος βίος του πλάνητα πρόσφερε τελικά κάτι στους άλλους ανθρώπους…
Ένα αγέραστο έργο για τη «νοσταλγία της ελευθερίας» από τον συγγραφέα του Σιντάρτα και του Ντέμιαν.