Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Φόλκερ Κούτσερ [Volker Kutscher] «Το λούνα παρκ» (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου), το οποίο κυκλοφορεί στις 7 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Τσάρλι ανακάτεψε τον καφέ στο φλιτζάνι της. Ένιωθε εκνευρισμένη, χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς το γιατί. Όταν έκλεινε τα μάτια, όλα θύμιζαν ένα τελείως φυσιολογικό πρωινό. Απαλή μουσική από το ραδιόφωνο, το θρόισμα του χαρτιού της εφημερίδας, το σιγανό χτύπημα του κουταλιού στο χείλος του φλιτζανιού. Όταν άνοιγε πάλι τα μάτια, έβλεπε την άδεια καρέκλα του Γκέρεον, τα υπολείμματα του καφέ που είχε κρυώσει στο φλιτζάνι του, τα ψίχουλα στο πιάτο του και δίπλα την πρωινή εφημερίδα, πίσω από την οποία είχε κρυφτεί ο Φρίτσε, που μασουλούσε ορεξάτος το πρωινό του.
Δεν άντεχε άλλο να μένει κλεισμένη όλη μέρα στο σπίτι και να το παίζει νοικοκυρά και μητέρα – για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ήταν. Αισθανόταν φυλακισμένη. Η μόνη φίλη της που την καταλάβαινε ήταν η Γκρέτα. Όλες οι άλλες κουνούσαν απορημένες το κεφάλι. Μα γιατί ήταν δυστυχισμένη; Είχε έναν εξαιρετικό σύζυγο! Ένα υπέροχο διαμέρισμα! Ένα πανέξυπνο θετό παιδί! Το μόνο που έλειπε για να ολοκληρωθεί η ευτυχία της ήταν να κάνει και δικά της παιδιά!
Έτσι το έβλεπε όλος ο κόσμος. Εκείνη, όμως, δεν ήθελε να κάνει παιδιά. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Της έφταναν τα βάρη που είχε ήδη: ο Φρίτσε και το σκυλί. Ναι, βάρη. Που κρέμονταν σαν μυλόπετρες απ’ τον λαιμό της και την έπνιγαν.
Η Κιρί τρίφτηκε για πολλοστή φορά στα πόδια της, κλαψουρίζοντας σιγανά.
«Το σκυλί συμπεριφέρεται σαν να μην έχει πάει ακόμη την πρωινή του βόλτα», είπε η Τσάρλι, κι αμέσως το μετάνιωσε. Σιχαινόταν τον εαυτό της όταν έβγαζε τα νεύρα της στο παιδί και στη σκυλίτσα.
«Θα τη βγάλω σ’ ένα λεπτό».
«Έχεις ετοιμάσει την τσάντα σου για το σχολείο;»
«Φυσικά. Από χθες το βράδυ». Ο Φρίτσε χαμήλωσε την εφημερίδα και την κοίταξε. «Υπάρχει και σήμερα ένα άρθρο για το Πάρκο του Τέμπελχοφ».
«Α, μπα;»
«Θα γίνει χαμός!»
Δεν χρειαζόταν να της πει κάτι παραπάνω, η Τσάρλι ήξερε για ποιο πράγμα μιλούσε. Σε δύο εβδομάδες θα στηνόταν μια μεγάλη κατασκήνωση της Χιτλερικής Νεολαίας στο Πάρκο του Τέμπελχοφ. Στο σχολείο του Φρίτσε δεν υπήρχε άλλο θέμα συζήτησης· όλοι περίμεναν με ανυπομονησία τη μεγάλη μέρα.
«Ωραία», είπε η Τσάρλι. «Αν πρόκειται να γίνει τέτοιος χαμός, σίγουρα θα διαβάσεις ένα σωρό πράγματα γι’ αυτό στην εφημερίδα την επόμενη μέρα».
«Ναι, αλλά θα ήταν ακόμα καλύτερα να είμαι εκεί».
«Επιτρέπεται η είσοδος μόνο στους νεολαίους του Χίτλερ. Θα έπρεπε να γραφτείς πρώτα στη Χιτλερική Νεολαία, κι αυτό–»
«Ακριβώς! Υπάρχει χρόνος, έχουμε άλλες δύο εβδομάδες».
«Θέλεις στ’ αλήθεια να γραφτείς στη Χιτλερική Νεολαία; Μόνο και μόνο για να μπορέσεις να πας στην κατασκήνωση; Σκέψου πόσο ανόητο είναι αυτό. Έτσι πέφτεις στην παγίδα τους!»
«Μα θα πάει και ο Άτσε», γκρίνιαξε το αγόρι. «Όλοι θα πάνε. Και δεν είναι μόνο το Τέμπελχοφ. Συγκεντρώνονται δύο φορές την εβδομάδα».
«Επιτρέπεται η είσοδος μόνο στους νεολαίους του Χίτλερ. Θα έπρεπε να γραφτείς πρώτα στη Χιτλερική Νεολαία, κι αυτό–»
«Ακριβώς! Υπάρχει χρόνος, έχουμε άλλες δύο εβδομάδες».
«Θέλεις στ’ αλήθεια να γραφτείς στη Χιτλερική Νεολαία; Μόνο και μόνο για να μπορέσεις να πας στην κατασκήνωση; Σκέψου πόσο ανόητο είναι αυτό. Έτσι πέφτεις στην παγίδα τους!»
Κατά πώς φαινόταν, όλα τα αγόρια της τάξης του είχαν ήδη γραφτεί στη Νεολαία. Της Τσάρλι τής φαινόταν ασύλληπτο. Προφανώς οι συμμαθητές του επιτρεπόταν να κάνουν όλα τα πράγματα που ήταν απαγορευμένα για τον Φρίτσε.
«Το έχουμε συζητήσει τόσες φορές. Δεν το θέλουμε αυτό για σένα!»
«Γιατί λες “θέλουμε”;» Το αγόρι φαινόταν πραγματικά εξοργισμένο. «Εσύ είσαι που δεν το θέλεις. Ο Γκέρεον έχει άλλη άποψη».
«Ο Γκέρεον δεν έχει καμία άποψη».
«Έχει και παραέχει. Μου είπε ότι του θυμίζει τους Προσκόπους. Πεζοπορία, κατασκήνωση και άσκηση στον καθαρό αέρα. Ό,τι καλύτερο για ένα αγόρι, έτσι μου είπε».
Η Τσάρλι αισθάνθηκε την οργή να φουντώνει μέσα της. Ώστε ο αγαπητός κύριος Ρατ είχε παρασυρθεί για ακόμα μία φορά σε αλόγιστες δηλώσεις; Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην τσακωθεί με τον μικρό! Τη διαπαιδαγώγησή του, άλλωστε, την άφηνε στην κυρία του σπιτιού. Όμως, μέρα με τη μέρα, όσο μεγάλωνε ο Φρίτσε, τόσο περισσότερο χρειαζόταν καθοδήγηση από ένα στιβαρό χέρι, η Τσάρλι το έβλεπε καθαρά.
«Δεν είναι μια απλή κατασκήνωση», του είπε. «Εκεί θα σας μετατρέψουν σε μικρούς ναζί».
«Ναι; Και πού είναι το κακό;»
Η Τσάρλι δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Το να είσαι ναζί στη νέα Γερμανία δεν ήταν καθόλου κακό, φυσικά· ίσα ίσα, μπορεί να ήταν κι εξαιρετικά χρήσιμο.
«Δεν είμαστε ναζιστές», του είπε τελικά. «Έστω κι αν αυτό θα μας έκανε τη ζωή πολύ πιο εύκολη στις μέρες που ζούμε».
«Μου είναι αδιάφορο αν εσύ είσαι ναζί. Ή ο Γκέρεον. Γιατί όμως θέλεις να το απαγορέψεις σ’ εμένα; Έχεις αντίρρηση να γίνει η δική μου ζωή πιο εύκολη;»
«Μα δεν είναι αυτό το θέμα, Φρίτσε».
«Και τότε ποιο είναι;»
«Είναι ανάγκη να μιλάμε γι’ αυτό καθημερινά;»
«Ναι, μέχρι να μου δώσεις μια λογική απάντηση».
«Απλώς δεν το θέλω. Τελεία και παύλα!»
Βεβαίως, μόνο λογική απάντηση δεν ήταν αυτή. Η Τσάρλι είχε βλαστημήσει άπειρες φορές τη μητέρα της όταν της έλεγε αντίστοιχα πράγματα. Και να που τώρα ούτε εκείνη έβρισκε κάτι καλύτερο να πει, επειδή απεχθανόταν να μιλάει γι’ αυτό το θέμα. Επειδή δεν άντεχε να ασχολείται με τις αηδίες των ναζί ακόμα και μέσα στην ίδια της την οικογένεια.
Ο Φρίτσε την κοιτούσε επίμονα, τρέμοντας από βουβή οργή. Η Τσάρλι κατάλαβε ότι ο μικρός κρατιόταν με το ζόρι να μη βάλει τα κλάματα.
«Έχεις καταλάβει ότι γίνομαι ρεζίλι;» της είπε με σπασμένη φωνή. «Είμαι ο μόνος στην τάξη που δεν έχει γραφτεί ακόμη. Ο μόνος! Ξέρεις τι είμαι υποχρεωμένος να ακούω κάθε μέρα;»
Πέταξε την εφημερίδα στο πιάτο του, σηκώθηκε, άρπαξε τη σάκα του και όρμησε έξω.
«Φρίντριχ Τόρμαν! Κάτσε πάλι κάτω! Μ’ ακούς; Τώρα αμέσως!»
Η Τσάρλι πετάχτηκε όρθια και συνειδητοποίησε ότι κουνούσε απειλητικά τον δείκτη της. Αλλά ο Φρίτσε δεν την έβλεπε πια, γιατί είχε ήδη βροντήξει πίσω του την εξώπορτα. Η Τσάρλι κοίταξε το δάχτυλό της σαν να ήταν κάτι ξένο. Κάθισε πάλι στην καρέκλα και αναστέναξε. Ο μόνος! Ήταν αλήθεια, άραγε; Όμως, ακόμα κι αν ήταν, εκείνη δεν μπορούσε να αφήσει τον Φρίτσε να γίνει ναζιστής μόνο και μόνο επειδή όλα τ’ άλλα αγόρια γίνονταν ναζιστές. Δεν μπορεί αυτό που μια ζωή θεωρούσε λάθος να είχε γίνει ξαφνικά σωστό.
Κοίταξε την Κιρί. Το σκυλί είχε σταματήσει το νευρικό πηγαινέλα και κοίταζε την πόρτα από όπου είχε φύγει ο Φρίτσε. Κάθε φορά, ο πρωινός καβγάς της με τον μικρό, που κόντευε να γίνει κανόνας, τάραζε την ηρεμία του ζώου.
«Έλα, κορίτσι μου, ηρέμησε», είπε η Τσάρλι, χαϊδεύοντας το μαύρο τρίχωμα της Κιρί. «Δεν σε ξεχάσαμε. Θα σε βγάλω εγώ βόλτα. Και μετά θα περάσουμε μαζί ένα υπέροχο πρωινό. Όπως πάντα».
Ναι, ήταν ένα πρωινό όπως όλα τα άλλα, έστω κι αν ο άντρας της είχε φύγει από το διαμέρισμα νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως. Όπως πάντα, εκείνη είχε ξεμείνει στο σπίτι με το σκυλί. Η Τσάρλι δεν το άντεχε άλλο, και ήταν πολύ χαρούμενη που σύντομα η κατάσταση θα άλλαζε.
Η Κιρί έγειρε το κεφάλι και την κοίταξε ασθμαίνοντας, με τη γλώσσα να κρέμεται έξω. Οι γωνίες του στόματός της ήταν τραβηγμένες προς τα πίσω κι έμοιαζε σαν να χαμογελούσε. Η Τσάρλι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο, πράγμα που αμέσως της έφτιαξε τη διάθεση.
«Τα σκυλιά θα μείνουν για πάντα σκυλιά», είπε. «Ούτε οι ναζί δεν μπορούν να το αλλάξουν αυτό. Ή μήπως έχουν ιδρύσει κανένα σωματείο και για εσάς;»
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Βερολίνο, 1931.
Κάτω από μια σιδηροδρομική γέφυρα εντοπίζεται νεκρός ένας άντρας, ενώ δίπλα του είναι γραμμένο ένα κομμουνιστικό σύνθημα. Στον τόπο του εγκλήματος, ο αστυνόμος Γκέρεον Ρατ συναντά τον πρώην συνάδελφό του Ράινχολντ Γκρεφ, ο οποίος εργάζεται πλέον για την Γκεστάπο.
Ενώ ο Γκρεφ θεωρεί δεδομένο ότι πρόκειται για δολοφονία με πολιτικά κίνητρα, οι έρευνες του Ρατ κινούνται προς άλλη κατεύθυνση. Έτσι, ανακαλύπτει ότι το έγκλημα συνδέεται με ένα εξαρθρωμένο συνδικάτο του εγκλήματος, το οποίο συνεχίζει τη δράση του καμουφλαρισμένο σε τάγμα της γερμανικής παραστρατιωτικής οργάνωσης SA.
Όταν βρίσκεται και δεύτερος φαιοχίτωνας ξυλοδαρμένος μέχρι θανάτου, όλα παραπέμπουν σε φόνους κατά συρροή. Στη διάρκεια των ερευνών, το πολιτικό σκηνικό γίνεται όλο και πιο εκρηκτικό: Η σύζυγος του Γκέρεον Ρατ καταλήγει στα κρατητήρια των SA, και ο αστυνόμος εγκλωβίζεται σε μια δίνη καταιγιστικών εξελίξεων, που τον οδηγεί σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης: Πρέπει να διαπράξει ο ίδιος μια δολοφονία. Θα υποκύψει στον εκβιασμό;
Ο Γερμανός συγγραφέας Volker Kutscher αποτυπώνει με δεξιοτεχνία το έγκλημα και τη διαφθορά στο Βερολίνο του 1930, που παρακμάζει στη σκιά του ναζισμού.