
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ελ Κοσιμάνο [Elle Cosimano] «Η Φίνλεϊ Ντόνοβαν ερωτεύεται» (μτφρ. Νοέλα Ελιασά), το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Μίνωας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κεφάλαιο 1
Ο άντρας ακουγόταν από την άλλη πλευρά της πόρτας. Η φωνή του είχε ραγίσει. «Θα πάω φυλακή γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Δεν θα πας φυλακή» τον διαβεβαίωσα από το κενό της πόρτας. Ένα μικρό, γνώριμο χαχανητό ακούστηκε και ο άντρας έβγαλε κάτι που έμοιαζε με λυγμό. «Πώς σε λένε;» τον ρώτησα, προσπαθώντας να τον κάνω να ξεχαστεί όσο ψαχούλευα στη βρεφική τσάντα μου.
«Γιατί ρωτάς; Θα με καταγγείλεις στην αστυνομία;»
«Δεν θα σε καταγγείλω. Εμπιστεύσου με».
«Να σε εμπιστευτώ!»
«Πιστεύεις αλήθεια ότι θέλω αυτό να καταλήξει έτσι;»
Περίμενα να απαντήσει ακούγοντας τη βαριά ανάσα του.
«Μο…» είπε διστακτικά. Ακόμα ένα χαχανητό ακούστηκε πίσω από την πόρτα και ο άντρας φώναξε: «Μο! Μο με λένε! Θεέ μου, κάνε κάτι, σε παρακαλώ!»
«Μο, θέλω να ηρεμήσεις. Κάνε ακριβώς αυτό που θα σου πω».
Η φωνή του δυνάμωσε. «Το έχεις ξανακάνει;»
«Ναι» τον διαβεβαίωσα «έχω αντιμετωπίσει τέτοιες περιπτώσεις». Απλώς ποτέ στις αντρικές τουαλέτες ενός πολυκαταστήματος. «Άκου προσεκτικά, Μο. Θα σκύψω πολύ αργά και θα βάλω το χέρι μου μέσα στην τουαλέτα. Ό,τι κι αν γίνει, μην κουνηθείς».
Ο Μο άρχισε να παίρνει γρήγορες ανάσες. «Περίμενε, τι είπες ότι θα κάνεις; Δεν μου φαίνεται καλή ιδέα. Σίγουρα θα υπάρχει άλλος τρόπος–»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, Μο. Θα με αφήσεις να σε βοηθήσω ή να πάω να φέρω κάποιον να ξεκλειδώσει την πόρτα;»
«Όχι, όχι!» ικέτεψε. «Κάνε ό,τι είναι να κάνεις. Αλλά γρήγορα, σε παρακαλώ!»
Χαμήλωσα στο πάτωμα και ακούμπησα τις παλάμες μου στα βρόμικα πλακάκια μορφάζοντας από αηδία. Έσκυψα και είδα κάτω από την πόρτα τα πόδια του Μο, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι τα φρικτά πράγματα που μπορεί να έκρυβε η γλίτσα στους αρμούς.
Το παντελόνι του ήταν κατεβασμένο στους αστραγάλους του κι ένα ζευγάρι κάλτσες με ρόμβους έφτανε μέχρι τις γάμπες του. Τα σπορτέξ του γιου μου, με τον Buzz Lightyear και τα φωτάκια στις φτέρνες αναβόσβηναν μισό μέτρο μπροστά του.
«Ζακ» παρακάλεσα τον γιο μου, που έλεγε τα δικά του και κοιτούσε χαμογελαστός τον άντρα. «Έλα έξω αυτή τη στιγμή».
Τριάντα δευτερόλεπτα. Τόσο χρειάστηκε για να κάνω την ανάγκη μου, όταν ο δίχρονος γιος μου πέρασε κάτω από την πόρτα, βγήκε από τις γυναικείες τουαλέτες και μπήκε στις αντρικές, ακολουθώντας μάλλον κάποιον ανυποψίαστο νεαρό που δεν είχε μεγαλώσει ποτέ παιδιά ή κατοικίδια και δεν είχε την προνοητικότητα να τον σταματήσει.
Τριάντα δευτερόλεπτα. Τόσο χρειάστηκε για να κάνω την ανάγκη μου, όταν ο δίχρονος γιος μου πέρασε κάτω από την πόρτα, βγήκε από τις γυναικείες τουαλέτες και μπήκε στις αντρικές, ακολουθώντας μάλλον κάποιον ανυποψίαστο νεαρό που δεν είχε μεγαλώσει ποτέ παιδιά ή κατοικίδια και δεν είχε την προνοητικότητα να τον σταματήσει.
Ο Ζακ άρχισε να γελάει μόλις είδε το χέρι μου να ψηλαφίζει τα πλακάκια κάτω από την πόρτα. Το φαρδύ μπατζάκι της ολόσωμης φόρμας του γλίστρησε από τα δάχτυλά μου, όταν έκανε ένα βήμα πιο μέσα στην τουαλέτα.
«Με πλησιάζει!» τσίριξε ο Μο, κλείνοντας σφιχτά τα γόνατά του. «Όχι, όχι! Μείνε μακριά μου!»
«Δεν έχεις και πολύ μεγάλη εμπειρία με παιδιά, ε;»
«Όχι! Γιατί ρωτάς;»
«Επιβεβαιώνω απλώς ένα προαίσθημα». Σφήνωσα τον ώμο μου κάτω από την πόρτα και τέντωσα το χέρι μου. Ο Μο είχε προσπεράσει δύο άδειες τουαλέτες και είχε διαλέξει τη μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα η λεκάνη –και τώρα το παιδί μου– να βρίσκονται πολύ μακριά από την πόρτα.
«Δεν τον φτάνω. Είναι στην άλλη γωνία».
«Είπες ότι ήξερες τι να κάνεις!»
«Το δουλεύω. Μη σε πιάνει πανικός».
«Μη με πιάνει πανικός; Έχεις ιδέα τι παθαίνουν οι άντρες όταν τους πιάνουν σε τουαλέτες με μικρά παιδιά και κατεβασμένα παντελόνια; Εγώ έκανα απλώς την ανάγκη μου!»
Ξαφνικά άκουσα τα χαχανητά του Ζακ να σταματούν ανησυχητικά απότομα. Άρχισα να ψάχνω μανιωδώς στη βρεφική τσάντα. Πού στο καλό ήταν τα καταραμένα Cheerios όταν τα χρειαζόσουν;
«Κάτι δεν πάει καλά» ψιθύρισε ο Μο μαγκωμένα. «Το παιδί είναι εντελώς ακίνητο. Νομίζω πως κάτι κάνει».
Ζάρωσα τη μύτη μου. Ο Ζακ σίγουρα έκανε κάτι.
«Μουγκρίζει κι έχει γίνει κατακόκκινος. Νομίζω πως είναι δαιμονισμένος».
«Δεν είναι δαιμονισμένος. Κάνει απλώς την ανάγκη του!»
«Τι κάνει;! Αυτό ήταν! Βγαίνω–»
«Όχι! Ό,τι κι αν κάνεις, μη σηκωθείς!» Έχωσα το χέρι μου στην τσάντα μέχρι τον αγκώνα. Δεν προλάβαινα με τίποτα να τρέξω στον διάδρομο με τα δημητριακά. Ο φουκαράς μάλλον θα πάθαινε ανακοπή και θα έπεφτε ξερός προτού προλάβω να γυρίσω και το τελευταίο που ήθελα ήταν να ασχοληθώ με ένα ακόμα πτώμα. Ειδικά με κατεβασμένα παντελόνια.
Καινούρια χρονιά, καινούριος εαυτός. Δεν ήμουν ούτε εγκληματίας ούτε δολοφόνος, όχι από επιλογή τουλάχιστον. Ο Χάρις Μίκλερ, ο γλοιώδης λογιστής που είχε καταλήξει νεκρός στο πίσω μέρος του βαν μου πριν από τρεις μήνες, δεν δολοφονήθηκε από μένα, παρότι η γυναίκα του, η Πατρίσια, είχε επιμείνει να με πληρώσει για να τον σκοτώσω. Ωστόσο, όσες φορές κι αν εξήγησα στην κυρία Μίκλερ ότι δεν ήμουν πληρωμένη δολοφόνος, παρόμοιες επαγγελματικές προσφορές συνέχισαν να πέφτουν βροχή. Οι αποφάσεις της Πρωτοχρονιάς που πήρα δύο εβδομάδες πριν περιλάμβαναν τρία πολύ σημαντικά πράγματα: τέρμα το πρόχειρο φαγητό, τέρμα οι άντρες και τέρμα τα πτώματα στο βανάκι μου. Όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
Ο Ζακ ολοκλήρωσε τη δουλειά του με ένα χαρούμενο τσίριγμα και χτύπησε παλαμάκια ενθουσιασμένος με το κατόρθωμά του. Και τότε άρχισε να πλησιάζει τον Μο σαν μεθύστακας με το χέρι απλωμένο μπροστά.
«Δεν καταλαβαίνω!» ούρλιαξε ο Μο. «Τι θέλει από μένα;!»
Άδειασα τη βρεφική τσάντα στο πάτωμα. Η αδερφή μου, που θα προτιμούσε να καθαρίσει τη σκηνή εγκλήματος παρά να σκουπίσει τον πισινό του ανιψιού της, προσπαθούσε τις τελευταίες εβδομάδες να τον εκπαιδεύσει να κάνει την ανάγκη του στην τουαλέτα, όσες φορές κι αν της έλεγα ότι δεν ήταν έτοιμος. Παρόλο που το δίχρονο βλαστάρι μου είχε καταλάβει πλέον τι έπρεπε να κάνει στο μπάνιο, η εκπαιδευτική μέθοδος της Τζόρτζια είχε καταφέρει απλώς να του ανοίξει την όρεξη για δωροδοκίες. «Θέλει ανταμοιβή».
«Ανταμοιβή;! Γιατί να περιμένει ανταμοιβή γι’ αυτό;»
Άρπαξα ένα πλαστικό σακουλάκι Cheerios και το κούνησα κάτω από την πόρτα. Ο Ζακ γύρισε προς τον ήχο και άρχισε να ακολουθεί το σακουλάκι, απλώνοντας τα στρουμπουλά χεράκια του, όσο εγώ το τραβούσα προς το μέρος μου. Μόλις πλησίασε αρκετά, πέρασα το χέρι μου γύρω από τη μέση του και τον τράβηξα κάτω από την πόρτα.
Τα χέρια του Μο έπεσαν σαν άψυχα. Έβαλα τον Ζακ να καθίσει στο πάτωμα δίπλα μου και σκούπισα το μέτωπό μου, όσο εκείνος προσπαθούσε να ανοίξει το σακουλάκι.
«Εντάξει, Μο. Μπορείς να βγεις τώρα». Μάζεψα τις κρέμες συγκάματος, τα μωρομάντιλα και τα διάφορα εξαρτήματα επιβίωσης μαμάδων μέσα στην τσάντα μου. Έριξα μια ματιά κάτω από την πόρτα και είδα ότι ο Μο δεν είχε κουνηθεί. «Μο;» Κοκάλωσα προσπαθώντας να ακούσω κάποιο σημάδι ζωής. «Μο; Είσαι καλά;» Σε παρακαλώ, θεούλη μου, ας είναι καλά.
«Καθόλου καλά δεν είμαι».
Άφησα την ανάσα που κρατούσα. «Θες να φωνάξω βοήθεια;»
«Θα προτιμούσα απλώς να φύγεις» απάντησε «και να πάρεις μαζί σου αυτόν τον διάβολο».
«Εντάξει». Τράβηξα προσεκτικά το σακουλάκι από τα χέρια του Ζακ και τον πήρα αγκαλιά. Κρατώντας τον πάνω από τον νιπτήρα, έπλυνα τα χέρια μας δύο φορές, σχολαστικά και με μπόλικο σαπούνι, πριν του δώσω πάλι το σακουλάκι.
«Χάρηκα για τη γνωριμία, Μο» φώναξα.
Ένα στωικό μούγκρισμα ακούστηκε από την τουαλέτα.
Παρηγορήθηκα με το γεγονός ότι τουλάχιστον ο Μο δεν τα είχε κακαρώσει. Ήταν λίγο μετά τις δώδεκα το μεσημέρι, δώδεκα μέρες μετά την Πρωτοχρονιά και δεν είχα αθετήσει καμία από τις τρεις αποφάσεις μου – όχι ακόμη τουλάχιστον.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ρομάντζο. Πάνες. Και σφαίρες που σφυρίζουν. Ποιος είπε ότι οι χωρισμένες μαμάδες δεν διασκεδάζουν;
Η Φίνλεϊ Ντόνοβαν έχει πελαγώσει πολλές φορές στο παρελθόν για μερικούς αναπάντεχους λόγους − αλλά κανένας δεν ήταν ποτέ τόσο απειλητικός. Όταν μαζί με τη Βέρο καταστρέφει κατά λάθος ένα πολυτελές αυτοκίνητο που «δανείστηκε» για να σώσει τον πρώην άντρα της, η ρωσική μαφία ξεπληρώνει το χρέος της. Τώρα όμως η Φίνλεϊ τους χρωστάει.
Κάνοντας ακόμη κουμάντο πίσω από τα σίδερα, το αφεντικό της μαφίας, Φέλικς Ζιρόφ, αναθέτει μια δουλειά στη Φίνλεϊ: να βρει έναν πληρωμένο δολοφόνο πολύ γρήγορα. Το πρόβλημα είναι ότι ο δολοφόνος αυτός μπορεί να ανήκει στην αστυνομία!
Ευτυχώς, ο κούκλος αστυνομικός Νικ Άντονι έχει οργανώσει μια αστυνομική ακαδημία για πολίτες, όπου η Φίνλεϊ και η Βέρο δηλώνουν συμμετοχή. Όσο εκπαιδεύονται στα όπλα και κάνουν μαθήματα άμυνας, έχουν τέλεια κάλυψη για να βρουν τον πραγματικό εγκληματία και να ξεφύγουν από τα πλοκάμια της μαφίας…