Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Λέοπολντ φον Ζάχερ-Μάζοχ [Leopold Von Sacher Masoch] «Η Αφροδίτη με τη Γούνα» (μτφρ. Γιώργος Μοσχόπουλος), το οποίο θα εγκαινιάσει τη νέα σειρά των εκδόσεων Οξύ «Erotica» και θα κυκλοφορήσει στις 22 Ιανουαρίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η παρέα μου ήταν αξιαγάπητη.
Η Αφροδίτη καθόταν ακριβώς απέναντί μου, δίπλα στο επιβλητικό τζάκι αναγεννησιακού στιλ. Δεν ήταν μια κοινή θνητή, δεν είχε καμία συγγένεια με την Κλεοπάτρα που λένε ότι κονταροχτυπήθηκε με το αντίθετο φύλο, αλλά σίγουρα πρόκειται για την αληθινή θεά του έρωτα.
Ξαπλωμένη σε μια πολυθρόνα, σκάλιζε τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι, με τις κόκκινες φλόγες της φωτιάς να αντανακλώνται στο χλωμό πρόσωπό της και στα πόδια της, όταν επιθυμούσε να τα ζεστάνει.
Το πρόσωπό της, αν εξαιρέσουμε το ψυχρό, σχεδόν παγερό βλέμμα της, ήταν υπέροχο. Αυτά ήταν όλα όσα μπορούσα να δω σ’ εκείνη. Είχε τυλίξει το αγαλματένιο κορμί της με μια τεράστια γούνινη περιβολή και γουργούριζε σαν γάτα.
«Δεν το καταλαβαίνω» αναφώνησα. «Δεν έχει πια κρύο. Εδώ και δύο βδομάδες έχουμε τον τέλειο ανοιξιάτικο καιρό. Μάλλον είστε αγχωμένη για κάποιον λόγο».
«Σας είμαι υπόχρεη για τον υπέροχο καιρό» αποκρίθηκε χαμηλόφωνα με ψυχρή φωνή και αμέσως φταρνίστηκε βαθιά, και μάλιστα δύο φορές. «Ειλικρινά δεν αντέχω άλλο εδώ και αρχίζω να καταλαβαίνω…»
«Τι πράγμα, αγαπητή μου;»
«Αρχίζω να πιστεύω στο απίστευτο και να κατανοώ το ακατανόητο. Ξαφνικά νιώθω την αγνότητα των νεαρών γερμανίδων και τη γερμανική φιλοσοφία, ενώ δεν εκπλήσσομαι πια που εσείς οι άνθρωποι του Βορρά δεν γνωρίζετε πώς να αγαπάτε και δεν έχετε την παραμικρή ιδέα τι στην ευχή σημαίνει αγάπη».
«Μα κυρία» εξερράγην. «Ασφαλώς και δεν σας έδωσα κανένα δικαίωμα ως τώρα».
«Ω εσείς…» Και το θεϊκό πλάσμα φταρνίστηκε για τρίτη φορά ανασηκώνοντας τους ώμους με αμίμητη χάρη. «Γι’ αυτό τον λόγο κι εγώ ήμουν πάντα φιλική μαζί σας, γι’ αυτό έρχομαι και σας βλέπω πού και πού, παρόλο που κάθε φορά αρρωσταίνω, παρόλο που φοράω γούνες. Θυμάστε αλήθεια τη μέρα που γνωριστήκαμε;»
«Πώς μπορώ να την ξεχάσω…» απάντησα. «Θυμάμαι τα πυκνά μαλλιά με τις καστανές μπούκλες, τα καστανά μάτια και τα κόκκινα χείλη σας. Αλλά σας αναγνώριζα αμέσως από το περίγραμμα του προσώπου σας με τη χλωμάδα που θυμίζει λευκό μάρμαρο. Πάντα φορούσατε μια μπλε-βιολετιά γούνα με τελείωμα από εκλεκτό τρίχωμα σκίουρου».
«Εσείς πάλι αγαπούσατε πολύ τα κοστούμια και ήσαστε υπερβολικά πειθαρχημένος».
«Μα μου μάθατε τι εστί έρως. Η ήρεμη λατρεία σας μ’ έκανε να χάσω την αίσθηση του χρόνου».
«Και η αφοσίωσή μου στο πρόσωπό σας ήταν άνευ προηγουμένου!»
«Όσον αφορά την αφοσίωσή σας…»
«Αχάριστε!»
«Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να προσπαθήσω να σας πλησιάσω ξανά. Ασφαλώς είστε μια θεϊκή ύπαρξη και όπως κάθε γυναίκα ανάλγητη στον έρωτα».
«Αυτό που εσύ αποκαλείς αναλγησία» μου αντιγύρισε ετοιμόλογα η ιέρεια του έρωτα «είναι απλώς το βασικό στοιχείο του πάθους και φυσικό επακόλουθο της ηδονής στην οποία συμπυκνώνεται η γυναικεία φύση επιτρέποντάς της να δίνεται εξολοκλήρου σε όποιον και ό,τι αγαπά».
«Μα είναι δυνατόν να υπάρξει μεγαλύτερη αναλγησία για έναν εραστή από την απιστία της γυναίκας που αγαπά;»
«Πράγματι!» απάντησε εκείνη. «Είμαστε πιστοί όσο αγαπάμε, αλλά εσείς απαιτείτε από μια γυναίκα που δεν αγαπά να προσφέρει τον εαυτό της χωρίς ηδονή. Σ’ αυτή την περίπτωση ποιος είναι περισσότερο σκληρός; Ο άντρας ή η γυναίκα; Εσείς οι Βόρειοι παίρνετε τον έρωτα τόσο σοβαρά. Κάνετε λόγο περί ευθυνών, ενώ πρόκειται για ευχαρίστηση».
«Γι’ αυτό ακριβώς τα δικά μας αισθήματα είναι έντιμα και ειλικρινή, και οι συνευρέσεις μας εφήμερες».
«Αλλά με μια ακούραστη και διαρκώς ανικανοποίητη λαχτάρα της παγανιστικής γύμνιας» με διέκοψε. «Ωστόσο, αυτός ο έρωτας, που είναι η ύψιστη χαρά, που διέπεται εξολοκλήρου από θεϊκή απλότητα, δεν προορίζεται για το σύγχρονο στοχαστικό πνεύμα σας. Μόνο κακό σας κάνει. Όποτε εύχεστε να λειτουργήσετε με τρόπο φυσικό, γίνεστε κοινότοπος. Πιστεύετε πως η φύση είναι εχθρός σας· μπορείτε να βγάλετε το κακό από τους χαμογελαστούς θεούς του Ολύμπου και από μένα τον δαίμονα. Μπορείτε να με εξορκίσετε και να με καταραστείτε ή να θυσιαστείτε εν μέσω βακχικής μανίας πάνω στον βωμό μου. Γιατί αν έστω και ένας από εσάς έχει το θάρρος να φιλήσει τα κόκκινα χείλη μου, θα έπρεπε να πάει μέχρι τη Ρώμη για να προσκυνήσει ξυπόλυτος και ενδεδυμένος τον χιτώνα της μεταμέλειας, αναμένοντας να φυτρώσουν άνθη στο άνυδρο στέρνο του, ενώ την ίδια στιγμή κάτω απ’ τα πόδια μου ξεπηδούν ρόδα, βιολέτες και μυρτιές, που το άρωμά τους δεν γνωρίζετε. Να μείνετε λοιπόν στη βόρεια ομίχλη σας και στο χριστιανικό θυμίαμα, κι αφήστε εμάς τους παγανιστές με τη σειρά μας κάτω απ’ τα συντρίμμια, κάτω από τη λάβα. Μη διανοηθείτε να μας ξεθάψετε. Η Πομπηία δεν φτιάχτηκε για σας, μήτε και τα ανάκτορα, τα λουτρά και οι ναοί μας. Εσείς δεν έχετε ανάγκη τους θεούς. Είμαστε απόκληροι στον δικό σας κόσμο».
«Πράγματι!» απάντησε εκείνη. «Είμαστε πιστοί όσο αγαπάμε, αλλά εσείς απαιτείτε από μια γυναίκα που δεν αγαπά να προσφέρει τον εαυτό της χωρίς ηδονή. Σ’ αυτή την περίπτωση ποιος είναι περισσότερο σκληρός; Ο άντρας ή η γυναίκα; Εσείς οι Βόρειοι παίρνετε τον έρωτα τόσο σοβαρά. Κάνετε λόγο περί ευθυνών, ενώ πρόκειται για ευχαρίστηση».
Η γυναίκα με το αγαλματένιο σώμα έβηξε τυλίγοντας τη σκουρόχρωμη γούνα ζιμπελίνα στους ώμους της.
«Είμαι ευγνώμων για το πρώτης τάξεως μάθημα αρχαίας ιστορίας» αποκρίθηκα «αλλά εσείς ασφαλώς και δεν μπορείτε να αρνηθείτε ότι γυναίκα και άντρας είναι θανάσιμοι εχθροί τόσο στον γαλήνιο και ηλιόλουστο κόσμο σας όσο και στον ομιχλώδη δικό μας. Στον έρωτα υπάρχει μόνο μία στιγμή ένωσης σε μία οντότητα, σε μία κοινή σκέψη, σε ένα κοινό αίσθημα, σε μία επιθυμία, που με το πλήρωμα του χρόνου διαλύεται. Κι αυτό το γνωρίζετε καλύτερα κι από μένα· όποιος από τους δύο αποτύχει να υποταχθεί εκείνος αμέσως θα νιώσει την εξουσία του άλλου πάνω του…»
«Και όπως γνωρίζετε καλύτερα από μένα» αναφώνησε η κυρία με τη γούνα με μια δόση χλευασμού «ο άντρας είναι εκείνος που βρίσκεται συνήθως κάτω από τη γυναίκα».
«Μα φυσικά, δεν τρέφω αυταπάτες».
«Εννοείται ότι στο εξής θα είστε ο σκλάβος μου δίχως αυταπάτες και θα υποταχθείτε άνευ όρων».
«Μα, κυρία!»
«Δεν έχετε ακόμα καταλάβει τι άνθρωπος είμαι; Ναι λοιπόν, είμαι αδίστακτη. Από τη στιγμή που εσείς λαμβάνετε τόση ηδονή από αυτή τη λέξη, δεν οφείλω κι εγώ με τη σειρά μου να αυτοαποκαλούμαι έτσι; Άντρας είναι εκείνος που μονάχα ποθεί, γυναίκα εκείνη που είναι ποθητή. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το ουσιαστικό μα αποφασιστικής σημασίας πλεονέκτημα κάθε γυναίκας. Λόγω της παθητικής της φύσης, δόθηκε ο άντρας στα χέρια της και μόνο μια ανόητη γυναίκα δεν έχει ιδέα πώς να τον μετατρέψει σε αντικείμενο, σε σκλάβο της, σε σκεύος ηδονής, προδίδοντάς τον με ένα χαμόγελο».
«Ωραίες αρχές» τη διέκοψα αγανακτισμένος.
«Όλα όσα λέω βασίζονται σε μια παράδοση χιλίων χρόνων» αποκρίθηκε ειρωνικά, ενώ την ίδια στιγμή έσυρε τα κατάλευκα δάχτυλά της πάνω στη σκουρόχρωμη γούνα. «Όσο πιο αφοσιω-μένη είναι η γυναίκα στον άντρα τόσο πιο σύντομα εκείνος επαγρυπνεί και γίνεται αυταρχικός. Στον αντίποδα, όσο πιο σκληρά του φέρεται, όσο πιο άπιστη είναι, όσο πιο λάγνα και χωρίς οίκτο παίζει μαζί του, τόσο περισσότερο εκείνος την ποθεί και την αγαπά. Έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα από τον καιρό της Ελένης στην Τροία και της Δαλιδά μέχρι την Αικατερίνη Β΄ ή την ιρλανδή χορεύτρια και ηθοποιό Λόλα Μοντές».
«Δεν μπορώ να αρνηθώ» ισχυρίστηκα «πως τίποτα στον κόσμο δεν θα γοητεύσει έναν άντρα όσο η θέα μιας θεσπέσιας, παθιασμένης, σκληρής και δεσποτικής γυναίκας που υποτάσσει τους εραστές της χωρίς καμία ηθική αναστολή στα καπρίτσια της…»
«Και ειδικά εάν φορά γούνα» αναφώνησε η θεά.
«Τι εννοείτε μ’ αυτό;»
«Γνωρίζω την αδυναμία σας».
«Έχετε αντιληφθεί» τη διέκοψα «ότι από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, έχετε γίνει πιο προκλητική;»
«Με ποια έννοια, αν έχετε την καλοσύνη;»
«Με την έννοια ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να τονίσετε το αγαλματένιο κορμί σας παρά μόνο με αυτές τις σκουρόχρωμες γούνες».
Η θεά γέλασε.
«Ονειρεύεστε» φώναξε «ξυπνήστε επιτέλους!» Και τότε άπλωσε το κατάλευκο χέρι της και με άρπαξε από το μπράτσο. «Ξυπνήστε» επανέλαβε δυνατά με τη χαμηλή έκταση της φωνής της. Άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία.
Είδα το χέρι της που με ταρακουνούσε και ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι είχε το χρώμα του χαλκού. Η φωνή της μου θύμιζε τη βαριά φωνή του αλκοολικού κοζάκου υπηρέτη μου, ο οποίος στεκόταν ακριβώς μπροστά μου, με το ένα μέτρο και ογδόντα δύο εκατοστά ύψος του.
«Παρακαλώ, σηκωθείτε» συνέχισε ο καλοπροαίρετος υπηρέτης «είναι ντροπή».
«Ποιο πράγμα;»
«Να κοιμάστε με τα ρούχα κι ένα βιβλίο στα χέρια». Έσβησε τα κεριά που είχαν σχεδόν καεί ως τη βάση τους, πήρε στα χέρια του τον τόμο που μου είχε πέσει και, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο εξώφυλλο, πρόσθεσε: «Ένα βιβλίο του Χέγκελ. Άλλωστε, πρέπει να φύγουμε για την οικία του κυρίου Σέβεριν, που μας περιμένει για τσάι».
«Περίεργο όνειρο» είπε ο κύριος Σέβεριν αμέσως μόλις τελείωσα. Ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του και ξεκούρασε το κεφάλι του στα ντελικάτα και νευρώδη χέρια του, πέφτοντας σε περισυλλογή.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η νουβέλα αφηγείται τα όνειρα ενός άντρα, το ερωτικό του παραλήρημα με αποδέκτρια τη θεά Αφροδίτη και με φόντο τον πίνακα του Τιτσιάνο «Η Αφροδίτη με τον Καθρέφτη». Η ονειρική Αφροδίτη του Μάζοχ, τυλιγμένη σε μια γούνα ζιμπελίνας, κυριαρχεί και κυριαρχείται από τον σκοτεινό ερωτισμό του απόλυτου φετίχ. Ο «μαζοχισμός» έχει πια γεννηθεί…