Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Γκίλμπερτ Αντέρ [Gilbert Adair] «Οι ονειροπόλοι» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης), το οποίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Οξύ, αρχικά σε ειδική έκδοση, με αφορμή την ομώνυμη θεατρική παράσταση (σκην. Πέρης Μιχαηλίδης), που θα πωλείται αποκλειστικά στο φουαγιέ του θεάτρου «Φούρνος» από τις 18 Δεκεμβρίου. Αρχές Ιανουαρίου θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Cinémathèque Française, η Ταινιοθήκη της Γαλλίας, βρίσκεται στο δέκατο έκτο διαμέρισμα του Παρισιού, ανάμεσα στην εσπλανάδα του Τροκαντερό και στη λεωφόρο Αλμπέρ-ντε-Μαν. Στεγάζεται στο Παλαί ντε Σαγιό, ένα μνημειώδες κτίριο μουσολινικής αισθητικής, που εντυπωσιάζει τον σινεφίλ όταν το επισκέπτεται για πρώτη φορά, γεμίζοντάς τον με αγαλλίαση, επειδή ζει σε μια χώρα πρόθυμη να προσδώσει ένα τέτοιο γόητρο σε μια τέχνη που αλλού θεωρείται ως η λιγότερο ευυπόληπτη. Εξ ου και η απογοήτευσή του όταν διαπιστώνει, πλησιάζοντας περισσότερο, ότι η Ταινιοθήκη καταλαμβάνει μόνο μια μικρή πτέρυγα του όλου οικοδομήματος, όπου μπαίνεις σχεδόν λαθραία από μια υπόγεια είσοδο μάλλον αθέατη.
Στην είσοδο αυτή φτάνεις είτε από την εσπλανάδα, μια μαγευτική τοιχογραφία με εραστές, κιθαρίστες, τύπους με πατίνια, μαύρους πωλητές σουβενίρ και κοπελίτσες με καρό σκοτσέζικη φούστα που τις συνοδεύουν αγγλίδες ή πορτογαλίδες γκουβερνάντες, είτε από ένα στριφογυριστό, καταπράσινο μονοπάτι παράλληλο με τη λεωφόρο Αλμπέρ-ντε-Μαν, απ’ όπου διακρίνεται φευγαλέα μέσα από φωτισμένους θάμνους ο Πύργος του Άιφελ, ένα Όρος Φούτζι από σφυρήλατο σίδερο. Απ’ όποια κατεύθυνση κι αν έρθεις, καταλήγεις να κατηφορίσεις μια σκάλα και να φτάσεις στο φουαγιέ της Ταινιοθήκης, η αυστηρή λιτότητα του οποίου αντισταθμίζεται από μια μόνιμη έκθεση με κινητοσκόπια, πραξινοσκόπια, διοράματα, μαγικούς φανούς και άλλα απλοϊκά και γοητευτικά κειμήλια από την προϊστορία του κινηματογράφου.
Οι σινεφίλ εισέβαλλαν στον κήπο τρεις φορές κάθε βράδυ, στις εξίμισι, στις οκτώμισι και στις δέκα και μισή.
Οι αληθινοί φανατικοί, ωστόσο, οι λεγόμενοι ποντικοί της Ταινιοθήκης, που κατέφταναν στην προβολή των εξίμισι και σπανίως έφευγαν πριν από τα μεσάνυχτα, προτιμούσαν να μη συναγελάζονται με τους λιγότερο παθιασμένους επισκέπτες, για τους οποίους το Σαγιό ήταν απλώς ένας ανέξοδος τρόπος να περάσουν τη βραδιά τους. Διότι η σινεφιλία, όπως την ασκούσαν εδώ, στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, ήταν κάτι σαν μια μυστική εταιρεία, μια συνωμοσία, ένα είδος μασονίας. Η πρώτη σειρά παρέμενε η αποκλειστική επικράτεια των ποντικών, τα ονόματα των οποίων θα έπρεπε να έχουν χαραχτεί στα καθίσματά τους όπως τα ονόματα των σκηνοθετών του Χόλιγουντ γράφονταν στις πτυσσόμενες υφασμάτινες καρέκλες τους, το Κος Φορντ ή το Κος Κάπρα να σκιάζεται ελαφρώς από τον ώμο και το χέρι του τιμώμενου, καθώς αυτός στρέφει το χαμογελαστό, ηλιοκαμένο πρόσωπό του προς τον φωτογράφο.
Τι άλλο ήταν αυτοί οι ποντικοί, οι φανατικοί, οι νυχτόβιοι, αν όχι βαμπίρ νυχτερίδες που τυλίγονταν με τον μανδύα της ίδιας τους της σκιάς;
Προτιμούσαν να κάθονται πολύ κοντά στην οθόνη, γιατί θεωρούσαν απαραίτητο να δεξιώνονται πρώτοι τις σκηνές μιας ταινίας, προτού αυτές υπερπηδήσουν τα εμπόδια των καθισμάτων, προτού μεταβιβαστούν από τη μία σειρά στην άλλη, από τον ένα θεατή στον άλλο, ώσπου, μιασμένες, μεταχειρισμένες, να περιοριστούν σε διαστάσεις γραμματοσήμου και να περάσουν απαρατήρητες από τα ζευγάρια που μπαλαμουτιάζονται στην τελευταία σειρά με την πλάτη γυρισμένη στην οθόνη, για να επιστρέψουν με ανακούφιση στην πηγή τους, την καμπίνα του μηχανικού προβολής.
Προτιμούσαν να κάθονται πολύ κοντά στην οθόνη, γιατί θεωρούσαν απαραίτητο να δεξιώνονται πρώτοι τις σκηνές μιας ταινίας, προτού αυτές υπερπηδήσουν τα εμπόδια των καθισμάτων, προτού μεταβιβαστούν από τη μία σειρά στην άλλη, από τον ένα θεατή στον άλλο, ώσπου, μιασμένες, μεταχειρισμένες, να περιοριστούν σε διαστάσεις γραμματοσήμου και να περάσουν απαρατήρητες από τα ζευγάρια που μπαλαμουτιάζονται στην τελευταία σειρά...
Επιπλέον, η οθόνη ήταν ένα παραπέτασμα. Ένα παραπέτασμα που τους προστάτευε από τον κόσμο.
«Τον έχεις δει τον Κινγκ;»
Η άνοιξη, με τους κρόκους και τις βιολέτες να σκάνε απ’ το πουθενά σαν το μπουκέτο από χάρτινα λουλούδια που εμφανίζει ένας ταχυδακτυλουργός, είχε φτάσει εκείνο το απόβραδο στους κήπους της Ταινιοθήκης.
Ήταν έξι και είκοσι. Τρεις έφηβοι βγήκαν από την έξοδο του μετρό στην πλατεία Τροκαντερό και έστριψαν στο μονοπάτι παράλληλα στη λεωφόρο Αλμπέρ-ντε-Μαν. Την ερώτηση την έκανε ο πιο ψηλός από τους τρεις. Ήταν μυώδης και λεπτός, αλλά καμπούριαζε κάπως ασύμμετρα, ελαφρώς αταίριαστα με τη σωματική του διάπλαση. Κάτω από τα ρούχα του, όλα από δεύτερο χέρι, φανταζόταν κανείς σμιλεμένους αστραγάλους και φίνες ωμοπλάτες σαν πτερύγια καρχαρία. Και τα ρούχα του αυτά –ένα μπαλωμένο κοτλέ σακάκι, ένα τζιν με τσάκιση μέχρι τα γόνατα, που κρεμόταν ασουλούπωτο από κει και κάτω, και δερμάτινα σανδάλια– τα φορούσε με την ίδια μεγαλοφυή χάρη που αποδίδει ενίοτε ο Σταντάλ σε μια περίκομψη κυρία που αποβιβάζεται από την άμαξά της. Τον έλεγαν Τεό. Ήταν δεκαεφτά χρονών.
Η αδελφή του, η Ιζαμπέλ, ήταν μικρότερή του κατά μία ώρα και τριάντα λεπτά. Φορούσε καπέλο κλος κι ένα απαλό μποά από λευκή αλεπού και κάθε πέντε λεπτά περίπου το έριχνε αμέριμνα στον ώμο της, όπως τυλίγονται οι πυγμάχοι με την πετσέτα τους.
Ωστόσο, απείχε παρασάγγας από κάτι κουφιοκέφαλες δεσποινίδες που φορούσαν τέτοια αξεσουάρ λόγω μόδας, όσο κι ένας δρομέας που τρέχει δίπλα με έναν άλλο βήμα προς βήμα, αλλά προπορεύεται ήδη έναν γύρο. Είχε να φορέσει καινούργιο ρούχο από τα παιδικά της χρόνια. Για την ακρίβεια, δεν είχε ξεπεράσει ποτέ την παιδική της λατρεία για τα φορέματα της γιαγιάς της. Είχε μεγαλώσει μ’ αυτά τα φορέματα και τα είχε κάνει δικά της.
Οι κουφιοκέφαλες δεσποινίδες την κοίταζαν επίμονα και αναρωτιόντουσαν πώς τα κατάφερνε. Ιδού ποιο ήταν το μυστικό: Δεν χρησιμοποιούσε καθρέφτη.
Η Ιζαμπέλ έλεγε με απαξίωση: «Είναι χυδαίο να κοιτιέσαι στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης είναι για να κοιτάς τους άλλους».
Η ερώτηση του Τεό δεν απευθυνόταν στην αδελφή του, αλλά στον νεαρό που βάδιζε πλάι της. Ο Μάθιου, αν και ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις τους, όντας δεκαοχτώ, έμοιαζε ο νεότερος. Ως προς τη σωματική του διάπλαση, ανήκε στην κατηγορία φτερού και δεν είχε αρχίζει ακόμη να ξυρίζεται. Με το σιδερωμένο μπλουτζίν του, το εφαρμοστό πουλόβερ και τα άσπρα αθλητικά παπούτσια του, ήταν λες και βάδιζε στις μύτες των ποδιών του, χωρίς όμως να περπατάει πραγματικά ακροποδητί. Τα νύχια στα δάχτυλα των χεριών του ήταν φαγωμένα μέχρι τη σάρκα, ενώ είχε κι ένα ψυχαναγκαστικό τικ να τρίβει με τον δείκτη του την άκρη της μύτης του.
Ήταν κάποτε ένα ελαφάκι που πήγε σε μια ορεινή λιμνούλα, αλλά δεν μπορούσε να πιει νερό, επειδή γυρνούσε συνεχώς το κεφάλι από δω κι από κει για να βεβαιωθεί ότι δεν ελλόχευε κάποια εχθρική παρουσία στην περιοχή. Στο τέλος πέθανε απ’ τη δίψα. Ο Μάθιου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αυτό το ελαφάκι. Ακόμα κι όταν ξάπλωνε, τα μάτια του λοξοκοιτούσαν συνεχώς με επιφυλακτικότητα.
Ο Μάθιου ήταν Αμερικανός, καταγόταν από ιταλούς μετανάστες και έμενε στο Σαν Ντιέγκο. Πρώτη φορά ταξίδευε μακριά από τον τόπο του. Στο Παρίσι, όπου σπούδαζε γαλλική φιλολογία, αισθανόταν σαν χοντράνθρωπος, λες κι ήταν εξωγήινος από άλλο πλανήτη. Τη φιλία του με τον Τεό και την Ιζαμπέλ –μια φιλία που είχε ωριμάσει στη σκιά της λευκής οθόνης στην Ταινιοθήκη– τη θεωρούσε ένα προνόμιο που δεν του άξιζε, και ζούσε με τον φόβο ότι κάποια στιγμή θα κατέληγαν κι οι φίλοι του στο ίδιο συμπέρασμα.
Τον τρομοκρατούσε επίσης η ιδέα ότι δεν είχε διαβάσει καλά τα ψιλά γράμματα της σχέσης τους. Ξεχνούσε ότι η αληθινή φιλία είναι ένα συμβόλαιο που δεν μπορεί να έχει ψιλά γράμματα.
Ο μοναχικός δεν σκέφτεται παρά μονάχα τη φιλία, ακριβώς όπως ένας άντρας με καταπιεσμένες ορμές δεν σκέφτεται παρά μονάχα τη σάρκα. Εάν γινόταν ένας φύλακας άγγελος να πραγματοποιήσει μιαν ευχή του Μάθιου, ο νεαρός θα του είχε ζητήσει ένα μηχάνημα που δεν είχε εφευρεθεί ακόμη, το οποίο θα επέτρεπε στον κάτοχό του να εξακριβώνει πού βρίσκεται καθένας από τους φίλους του ανά πάσα στιγμή, τι έκανε και με ποιον. Ανήκε στη φυλή αυτών που τριγυρίζουν κάτω από το παράθυρο ενός αγαπημένου προσώπου αργά τη νύχτα και επιχειρούν να καταλάβουν τι συμβαίνει βλέποντας σκιές να σκιρτάνε πίσω από τις γρίλιες.
Στο Σαν Ντιέγκο, προτού έρθει στο Παρίσι, ο καλύτερός του φίλος ήταν ένας παίκτης του φούτμπολ, ένας νεαρός με όμορφο πρόσωπο, τη συμμετρία του οποίου χαλούσε μόνο η σπασμένη μύτη του. Αυτός ο φίλος, λοιπόν, τον κάλεσε να περάσει μια νύχτα στο σπίτι που έμενε με τους γονείς του. Το δωμάτιό του ήταν εντελώς ακατάστατο. Το κρεβάτι ήταν γεμάτο σκόρπια φανελάκια και σώβρακα. Στους τοίχους υπήρχαν καρφιτσωμένα μια αφίσα του Μπομπ Ντίλαν κι ένα σημαιάκι του κολεγίου. Κάμποσα επιτραπέζια παιχνίδια ήταν στοιβαγμένα σε μια γωνία. Ο νεαρός άνοιξε το τελευταίο συρτάρι της σιφονιέρας, έβγαλε έναν μεγάλο, μπεζ φάκελο και αράδιασε στο χαλί τα περιεχόμενά του, κάτι κιτρινισμένες φωτογραφίες, κομμένες από αθλητικά περιοδικά και περιοδικά μόδας, που έδειχναν νέους άντρες – οι πιο πολλοί ήταν σε προφίλ και όλοι τους σε διάφορα στάδια déshabillé, γυμνότητας. Ο Μάθιου, μπερδεμένος, πίστεψε ότι ο φίλος του προέβαινε σε μιαν εξομολόγηση κι ότι περίμενε να ακούσει κι απ’ αυτόν την ίδια εξομολόγηση. Κι έτσι παραδέχτηκε αυτό που δεν είχε συνειδητοποιήσει για τον εαυτό του μέχρι εκείνη ακριβώς τη στιγμή: ότι και τον ίδιο τον διέγειρε το αρσενικό κάλλος, τα γυμνά αγόρια με θηλές σαν άστρα.
Ο καλύτερός του φίλος εξοργίστηκε μ’ αυτή την απροσδόκητη εξομολόγηση. Οι γονείς του νεαρού του είχαν κάνει δώρο για τα δέκατα όγδοα γενέθλιά του τα έξοδα για μια πλαστική επέμβαση. Αυτό που ο Μάθιου είχε εκλάβει ως ερωτικές φωτογραφίες ήταν απλώς μια ανθολογία από δείγματα για μύτες. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή καθώς γύριζε σπίτι του μες στα μαύρα μεσάνυχτα.
Αποφάσισε να μην πιαστεί ποτέ ξανά σε τέτοια παγίδα. Ευτυχώς, η πόρτα της ντουλάπας από την οποία είχε βγει στιγμιαία αποδείχτηκε ότι ήταν περιστρεφόμενη. Ο φίλος του, απρόθυμος να αποκαλύψει το δικό του μυστικό, δεν ξεστόμισε λέξη για την αδιακρισία του Μάθιου.
Ο Μάθιου άρχισε να αυνανίζεται – μία, ενίοτε και δύο φορές τη μέρα. Για να φτάσει σε οργασμό, φανταζόταν νεαρούς άντρες με γυμνασμένα πόδια. Τότε, ακριβώς τη στιγμή που το φράγμα ήταν έτοιμο να σπάσει, πίεζε τον εαυτό του να φαντασιωθεί κοπέλες. Αυτή η απότομη αναστροφή έγινε πια συνήθεια. Σαν παιδί που του διαβάζουν ένα παραμύθι, οι μοναχικοί οργασμοί του απαγορευόταν πια να παρεκκλίνουν έστω και στο ελάχιστο από το προκαθορισμένο σενάριο και έσβηναν ατιμωτικά εάν τύχαινε να παραλείψει την αναστροφή κατά την κορύφωση.
Υπάρχει φωτιά και φωτιά: η φωτιά που πυρπολεί και η φωτιά που προσφέρει ζεστασιά, η φωτιά που τυλίγει στις φλόγες ένα δάσος και η φωτιά που κάνει ένα γατάκι ν’ αποκοιμηθεί. Το ίδιο ισχύει και με τον αυνανισμό. Το όργανο του σώματος που κάποτε έμοιαζε να είναι ένα από τα θαύματα του κόσμου, σύντομα φαντάζει άσχημο σαν παλιωμένη παντόφλα.
Υπάρχει φωτιά και φωτιά: η φωτιά που πυρπολεί και η φωτιά που προσφέρει ζεστασιά, η φωτιά που τυλίγει στις φλόγες ένα δάσος και η φωτιά που κάνει ένα γατάκι ν’ αποκοιμηθεί. Το ίδιο ισχύει και με τον αυνανισμό. Το όργανο του σώματος που κάποτε έμοιαζε να είναι ένα από τα θαύματα του κόσμου, σύντομα φαντάζει άσχημο σαν παλιωμένη παντόφλα. Βαθμιαία, ο Μάθιου και ο εαυτός του έπαψαν πια να διεγείρουν ο ένας τον άλλο.
Για να αναζωογονήσει την επιθυμία του, επεξεργάστηκε ένα σύστημα με βάση την γκάφα που είχε κάνει την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά. Σαν καλός, μικρός Καθολικός, πήγαινε να εξομολογηθεί κάθε εβδομάδα στην αγγλική εκκλησία της λεωφόρου Ος.
Η εξομολόγηση έγινε το βίτσιο του. Πιο πολύ τον άναβε να δηλώνει ένοχος για τις μικρές βρομιές του, παρά να τις πραγματοποιεί. Η σκοτεινιά του εξομολογητηρίου σχεδόν πάντα του προκαλούσε στύση. Όσο για την αναγκαία τριβή, αυτή προκαλούνταν από την απολαυστική αμηχανία που ένιωθε όταν απαριθμούσε τις φορές που είχε «αυτοϊκανοποιηθεί».
Γιατί είναι πιο εύκολο να εξομολογηθείς ότι διέπραξες φόνο, παρά ότι αυνανίστηκες. Τον δολοφόνο είναι εγγυημένο ότι θα τον ακούσουν με σεβασμό. Φτιάχνει τη μέρα του ιερέα.
Άραγε αγαπούσε ο Μάθιου τον Τεό και την Ιζαμπέλ; Η αλήθεια είναι ότι είχε ερωτευτεί κάποια πλευρά που είχαν κοινή κι οι δυο τους, κάτι πανομοιότυπο μέσα τους, αν και δεν ήταν μονοζυγωτικά δίδυμα, κάτι που πεταγόταν από το πρόσωπο του ενός στου άλλου, ανάλογα με το ύφος τους, με το παιχνίδισμα του φωτός ή με τη γωνία που έγερναν το κεφάλι.
Φυσικά, δεν είπε σε κανέναν απ’ τους δύο για τη λεωφόρο Ος. Προτιμούσε να πεθάνει, παρά να τους εξομολογηθεί ότι πήγαινε για εξομολόγηση.