Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Άνα Βούτσκοβιτς [Ana Vučković] «Ο Γιουγκοσλάβος» (μτφρ. Απόστολος Θηβαίος), το οποίο κυκλοφορεί αρχές Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η ΜΠΑΝΑΝΑ
Όταν οι άνθρωποι φεύγουν κι εσύ θέλεις να γράψεις γι’ αυτούς παρά την κούρασή σου – ω, μην ανησυχείς τότε. Είναι νεκροί κι έτσι, μπορούν να περιμένουν. Μπορείς να τους γράψεις αύριο, μόνο αν νιώθεις την ίδια επιθυμία με τούτη τη στιγμή. Κάτι πολύ απογοητευτικό με τον θάνατο είναι πως όταν φεύγεις, δεν μπορείς ποτέ ξανά να δεις εκείνο το τοπίο που θα απολάμβανες με κάθε άνεση όσο ήσουν ζωντανός. Σκέφτεσαι πως αν τάχα το ’χες αποφασίσει και είχες βρεθεί σε εκείνο το μέρος, αν είχες πάρει εκείνο το βαγόνι που ταξιδεύει μέσα από τα Καρπάθια για μέρες ολόκληρες, φθάνοντας ως τη χώρα της Μογγολίας, μόνο εάν. Μπορείς να φθάσεις σε κάθε μέρος μες σε μια ή δύο μέρες το πολύ, όσο εμείς εδώ τις δαπανούμε σε σειρές, σε γκισέ και ταχυδρομικά πρακτορεία. Το βρίσκω μάλλον διασκεδαστικό που όλες οι εντολές πληρωμής υπογράφονταν στο όνομα Πέταρ Πέτροβιτς ή Γιόβαν Γιοβάνοβιτς και αν ήθελε κανείς να αποστείλει κάτι στο εξωτερικό – ας πούμε με το όνομα Τζον Τζόνσον, ω πόσο διασκεδαστικό θα ήταν αν έπρεπε κανείς να αντιγράψει μια διεύθυνση, όπως υπόψη Τζον Τζόνσον της οδού Ανθισμένης Κερασιάς μόνο και μόνο για να αποστείλει μια καρτ ποστάλ. Κι έπειτα, ίσως χωρούσε και μια δόση μελαγχολίας σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω, καθώς γνωρίζω πως ο κόσμος εκεί έξω μου ανήκει, αρκεί να απλώσω το χέρι μου και πολυτελείς φιάλες με ακριβά ποτά και τοπία και ατέλειωτοι μεσημβρινοί που δείχνουν τον δρόμο σε έναν τεράστιο αριθμό πακέτων και ιπτάμενων φακέλων. Ο πατέρας κάποτε μου είπε πως ήταν τόσο ωραία τώρα που είχαμε μεγαλώσει, μια κι εκείνος με τη μητέρα θα μπορούσαν να ταξιδέψουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν έμοιαζαν καθόλου με τους Γερμανούς που ξοδεύουν εκείνα τα χρόνια σε κρουαζιέρες, γι’ αυτούς υπήρχε αρκετός χρόνος μέχρι την αποστράτευση, δέκα ακόμη χρόνια, εκτός και αν κάτι συνέβαινε τόσο αναπάντεχα, όπως μια αρρώστια ή μια κρατική παροχή τόσο μίζερη, ασχέτως με το είδος της δουλειάς που έκανε κανείς. Ναι, είναι αλήθεια πως ίσως να υπήρξες τόσο ισχυρός, μα τώρα δεν διαθέτεις τίποτα πέρα από τα ολόχρυσα χρόνια σου, γεύματα εργασίας και ένα σωρό αναβατόρια, χτισμένα σε τσιμεντένια, κολοσσιαία στηθαία κατά μήκος της Γιουγκοσλαβίας. Για πού το ’βαλες πατέρα, πες μου πού πήγες, σε ποιο μέρος που εγώ δεν έχω βρεθεί ακόμα; Βενεζουέλα, Τράπανο [4], θάνατος. Δεν έχω φθάσει ακόμη στην υπόθεση θάνατος και γι’ αυτό πολύ σπάνια αναφέρομαι σε αυτό το θέμα. Μα μου μιλούσε συχνά και για άλλα πράγματα. Την αξία του να επισκεφτείς έναν τόπο για να επιστρέψεις κάποτε και να μιλήσεις για την εμπειρία σου σε εκείνο το μέρος. Ξεκινώντας από την αρχή, η Γιαγιά συνήθιζε να λέει, πες μου πώς ακριβώς ήταν το ταξίδι σου, από τη στιγμή που άφησες πίσω το σπίτι. Βγήκες έξω και χαιρέτησες, παράξενα πάντα, με μια βαλίτσα που ένας Θεός ξέρει πόσες φορές την είχες γδάρει πάνω σε κάποιο σκαλοπάτι στραπατσάροντάς την άσχημα, όμως ποιος νοιάζεται αφού στο αεροδρόμιο θα μπορούσαν να της φερθούν ακόμη χειρότερα, πετώντας την και κάνοντας κομμάτια καθετί εκεί μέσα, επιβαρύνοντάς σε με πρόσθετα έξοδα. Μη βαλθείς μεμιάς να μονολογήσεις κουραστικά για ανδαλουσιανές φόρμες, μα καλύτερα πες μου πώς ξόδεψες την πρώτη σου ώρα, πες μου για το ταξίδι προς το αεροδρόμιο, τι ακριβώς έκανες, ποια εφημερίδα αγόρασες, αν τάχα κέρασες τον εαυτό σου έναν καφέ ή αν, καθώς το συνηθίζεις, έφαγες το σάντουιτς που προοριζόταν για το ταξίδι αμέσως μόλις μπήκες στο ταξί. Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά κατασπάραζες όλα τα σάντουιτς προτού καν φθάσεις στο δάσος της Λιποβίτσα [5]. Λέω σε όλους πως το μόνο που έχει αξία είναι να απαριθμεί κανείς τα πάντα στους πάντες. Έχω μια καινούρια μανία να λέω σε κάποιον τι συλλογιέμαι, γιατί όσο ασήμαντο κι αν φαίνεται, νιώθω ότι δεν πρέπει να μένει στο δικό μου μόνο μυαλό. Διαφορετικά κινδυνεύεις να πάρεις μαζί σου στο μνήμα τοπία, συναισθήματα, φιλμ. Μια ιδιαίτερη ανατολή ή τα κύματα, ειδικά μια ορισμένη βραδιά, αναρίθμητα μικροπράγματα και καθόλου προσχεδιασμένες συγκυρίες, όταν κανείς συναισθάνεται πραγματικά τον κόσμο γύρω του. Σαν τάχα καθένας από εμάς, από τη στιγμή της γέννησής μας, από εκείνη τη στιγμή της πρώτης ανάσας, σαν ένα ερπετό βουτηγμένο στο αίμα, να στρέφεται στην κάμερα καταγράφοντας την ίδια του την ταινία. Τα φιλμ πολλές φορές ξεπερνιούνται. Η ζωή για κάποιους συνιστά ένα μέτριου μήκους φιλμ, μα με πλήθος ανατροπών και αλλαγών. Κάτι τέτοιο θα άρεσε στον πατέρα.
[...]
Υπάρχουν τόσα μέρη που δεν θα επισκεφτούμε ποτέ ξανά, μα, με κάθε ειλικρίνεια μιλώντας, χόρτασε ταξίδια του λόγου του και κατόρθωσε να δοκιμάσει σχεδόν όλα τα είδη μπανάνας. Τηγανητές, μαγειρεμένες, σαν πρώτη ύλη για το ψωμί, για τα βραστά και τα φαγητά της κατσαρόλας. Μερικές πρέπει να μαγειρευτούν περισσότερη ώρα για να μη χαλάσουν, ορισμένες πρέπει να παραμείνουν ακέραιες ώστε να τις αναγνωρίσεις καθώς θα τρως παρέα με φίλους, ένα απόγευμα Κυριακής, μαζί με βραστό και μπίρα, για να διασκεδάσεις ακόμη περισσότερο μες στις αθέατες αυλές των πόλεων της Γουατεμάλας. Εκεί ο χρόνος όντως μετράει. Αυτό το ξέρω καλά σαν να πρόκειται για ένα μάτι πάνω στο χέρι μου και εκεί επάνω το ψεύτικο ρολόι, μια ετικέτα, στην πραγματικότητα η μάρκα μιας μπανάνας. Εκείνο που μου αρέσει περισσότερο στον Πατέρα και σε εμένα είναι το γεγονός πως μπορούσαμε πάντα να επιστρέψουμε από κάποιο ταξίδι διοργανώνοντας μια μικρή δεξίωση για το τίποτε, το γεγονός πως λογαριάζαμε εξόχως σημαντικότερο να πάρουμε ένα αναζωογονητικό ποτό καλωσορίσματος από το να ξεπακετάρουμε αμέσως. Σαν πιούμε, ας πούμε σαμπάνια, παίρνει το μεταλλικό κομμάτι που περιβάλλει τον φελλό και μου το δίνει, λέγοντάς μου πως πρόκειται για ένα δαχτυλίδι και τότε εγώ έχω στα αλήθεια ένα δικό μου δαχτυλίδι, τελείως διαφορετικό, ακριβώς όπως οι Αϊτινοί που φτιάχνουν από τα λουλούδια τους περιδέραια. Η αλήθεια είναι πως δεν ταξίδεψες ποτέ στην Αϊτή Πατέρα, μα μέχρι ενός σημείου όλοι μας έχουμε βρεθεί στα μέρη που ευχηθήκαμε κάποτε να επισκεφτούμε. Στη Βενεζουέλα, ανάμεσα σε πλούσιους επιχειρηματίες ντυμένους στα λευκά, πανευτυχείς με τους τροπικούς, έχοντας μετακομίσει παρέα με τις γηραιές συζύγους τους, αδημονώντας να εξοικειωθούν με την κουλτούρα των ανακατωμένων κοκτέιλ, διαλέγοντας επίμονα λευκές βερμούδες που αφήνουν ελεύθερο τον ανδρισμό τους, φράσεις σε ντεσπεράντο ανάκατων αμερικάνικων με ισπανικά, γλωσσικά στοιχεία, κυρίες με κοραλί και τουρκουάζ καπέλα και αστείες κάλτσες κόντρα σε όλα αυτά τα χρώματα, κυνηγώντας οπόσουμ και θαυμάζοντας το γεγονός πως μια τροπική χώρα δεν διαθέτει κανενός είδους λογοτεχνία και μάλιστα καμία κουλτούρα έξω από αυτήν των ιθαγενών, την οποία κάποιος επιχειρηματίας θα μελετήσει μέχρι τον θάνατό του κάποια μέρα, με την κερένια του όψη καρφωμένη στον κήπο, πίσω από την άποψη ενός κόλπου, με το παναμέζικο καπέλο και τις κόκκινες κηλίδες στο πρόσωπο, αποκτήματα από εκείνο το υλικό με το οποίο ψεκάστηκε δεκαπέντε μόλις λεπτά πριν από τον θάνατό του.
4. Trpaji, Trappano: πόλη στη βορειοανατολική Κροατία.
5. Lipovica Forest: δασική περιοχή έξω από το Βελιγράδι, έδρα του στρατού και της αστυνομίας με πλήθος δεξαμενών καυσίμων. Η περιοχή βομβαρδίστηκε κατά το 1999 από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
6. The Goat’s ears of the Emperor Trojan: σέρβικο παραμύθι που ανήκει στη δημώδη παράδοση της χώρας. Πρόκειται για παραμύθι που διατηρεί τον χαρακτήρα παραβολής, με κοινωνική και ανθρωπολογική σημασία.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η ιστορία αποτελεί μια ελεγεία για τον θάνατο του πατέρα της αφηγήτριας, που συνοδεύεται από τον συμβολικό θάνατο της Γιουγκοσλαβίας. Κατά κάποιον τρόπο η γλώσσα που χρησιμοποιείται, είναι η διάλεκτος μιας αναμέτρησης και η προσπάθειά της να επανέλθει στον χαμό του γονέα, που συνιστά μια προσωπική, οικεία απώλεια.
Σαν μέσο για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, η Βούτσκοβιτς επιλέγει μια αθεράπευτα ποιητική γλώσσα, που αντλεί από την καλύτερη διαθέσιμη παράδοση, μια γλώσσα που πληγώνει, καθώς η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος παλεύει να ερμηνεύσει την εξαφάνιση του πατέρα της σαν κάτι πρόωρο, αν όχι αναπόφευκτο. Αντικρίζει την ίδια στιγμή την εξαφάνιση της Γιουγκοσλαβίας σαν ένα γεγονός διαφορετικής τάξης και μεγέθους, κάτι συμφωνημένο, ή όχι, από εκείνους που ανέδειξαν τη χώρα. Και όμως συνέχισαν να την καταστρέφουν, να τη δολοφονούν. Και το έκαναν στην πραγματικότητα.
Ο Γιουγκοσλάβος συγκαταλέχθηκε στη βραχεία λίστα του βραβείου λογοτεχνίας NIN, μία από τις παλαιότερες και πλέον σημαντικές διακρίσεις στη Σερβία, και έχει μεταφραστεί σε πέντε γλώσσες.