Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Λέιλα Μότλι [Leila Mottley] «Νυχτοπερπατήματα» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 23 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Τρέβορ είπε πως θα με βοηθούσε να φτιάξω ένα γλυκό αφού του ’πα πως στα γενέθλιά μου δε θα ’χα τούρτα, ούτε δώρα, ούτε τίποτα. Είπε ότι πρέπει οι πάντες να ’χουν γλυκό στα γενέθλιά τους. Δε θυμάμαι την Ντι να του φτιάχνει ποτέ γλυκό στα δικά του γενέθλια, αλλά δε θα ξαφνιαζόμουν αν εμφανιζόταν μεσάνυχτα στα γενέθλιά του με μια τριώροφη τούρτα σοκολάτα χωρίς να θυμάται καν ποιος την έφτιαξε. Έτσι αιθέρια είναι, εμφανίζεται απ’ το πουθενά και θα μπορούσε απλώς να ανοίξει το στόμα της και να κάνει όλη την πόλη να βάλει τα γέλια και τα πάντα να ’ναι γλυκά.
Λέω του Τρέβορ να κοιτάξει στο άλλο ντουλάπι κι αυτός κατεβαίνει, το ανοίγει και μουρμουράει ένα αστείο για το πώς δεν ξέρω να καθαρίζω, κι έπειτα βγάζει ένα μπουκάλι σιρόπι από το πίσω μέρος του ντουλαπιού.
«Μάλλον θα φτιάξουμε τούρτα-τηγανίτα». Μου το φέρνει στον πάγκο και παίρνω όρκο ότι έχει ψηλώσει άλλα δύο τρία εκατοστά μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, επειδή πλησιάζει στο ύψος μου και μπορεί να κοιτάξει μες στο μπολ χωρίς να σταθεί στις μύτες των ποδιών.
«Πόσο θα βάλεις μέσα;» τον ρωτάω.
Ξεβιδώνει το καπάκι του μπουκαλιού. «Όλο. Πρέπει να ’ναι πολύ γλυκό, Κι».
Το μπουκάλι είναι μισογεμάτο και ξέρω ότι αυτό το γλυκό θα ’χει γεύση λες και σιρόπι Aunt Jemima πλημμύρισε την κουζίνα μας, αλλά τον αφήνω να το βάλει όλο.
Τελειώνει με το ανακάτεμα, παίρνω το μπολ και χύνω το κουρκούτι στο ταψί που πήραμε απ’ το ντουλάπι της Ντι. Έχει σχήμα καρδιάς και πάω στοίχημα ότι η Ντι το πήρε μια χρονιά για του Αγίου Βαλεντίνου κι ύστερα το ξέχασε, γιατί είναι σκουριασμένο και αχρησιμοποίητο. Ο Τρέβορ ανοίγει την πόρτα του φούρνου κι εγώ βάζω μέσα το γλυκό.
«Πόση ώρα θα πάρει;»
«Το κουτί έλεγε περίπου είκοσι λεπτά. Πήγαινε να πάρεις την μπάλα σου κι έλα να κάνουμε προπόνηση στις ντρίπλες ή κάτι τέτοιο».
Ο Τρέβορ τρέχει προς το στρώμα κι αρχίζει να πετάει στην άκρη κουβέρτες και ρούχα, ψάχνοντας την μπάλα. Γυρνάει και μου τη ρίχνει. Βγαίνουμε έξω και παίζουμε διπλό κατά μήκος της σειράς από πόρτες, ώσπου η μπάλα πέφτει εκεί που ’ναι η πισίνα. Κυνηγάω τον Τρέβορ στη σκάλα, και μπορεί τα πόδια μου να είναι μακρύτερα, αυτό το αγόρι όμως ξέρει πώς να μετατρέπει το σώμα του σε αστραπή.
Τελειώνει με το ανακάτεμα, παίρνω το μπολ και χύνω το κουρκούτι στο ταψί που πήραμε απ’ το ντουλάπι της Ντι. Έχει σχήμα καρδιάς και πάω στοίχημα ότι η Ντι το πήρε μια χρονιά για του Αγίου Βαλεντίνου κι ύστερα το ξέχασε, γιατί είναι σκουριασμένο και αχρησιμοποίητο. Ο Τρέβορ ανοίγει την πόρτα του φούρνου κι εγώ βάζω μέσα το γλυκό.
Κόβω ταχύτητα όταν φαίνεται πια πως θα με νικήσει.
«Τώρα θα πάρω το πρώτο κομμάτι τούρτα, ε;» μου φωνάζει.
Προσπαθώ να κρατήσω το στόμα μου σφιγμένο σε μια λεπτή γραμμή, όμως αυτό απλώνεται τελικά σ’ ένα χαμόγελο. «Ανέβα πάνω προτού καεί».
Σήμερα είναι τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου, αυτά που περίμενα. Θέλω να ’μαστε μόνο εγώ κι ο Τρέβορ, η τούρτα μας και το Σουσάμι άνοιξε σε επανάληψη στην τηλεόραση. Ο Τρέβορ και η μπάλα του ανεβαίνουν σφαίρα τα σκαλιά κι ακούω την πόρτα του διαμερίσματος να κλείνει με βρόντο προτού φτάσω καν στον διάδρομο. Μπορεί η ενηλικίωση να σε κάνει πιο αργό. Έτσι νιώθω.
Ο Τρέβορ έχει τυλίξει ήδη το χέρι του σ’ ένα πανί, το βάζει μες στον φούρνο και βγάζει το ταψί. Το ρίχνει πάνω στον πάγκο και το άρωμα σε πνίγει με τη γλύκα του.
«Ωραία δε μυρίζει;» Γέρνει το κεφάλι στα χέρια του δίπλα στο γλυκό και εισπνέει περιμένοντας, με τα μάτια ολάνοιχτα.
Γελάω. «Μυρίζει σαν να ’χεις ρίξει μέσα ένα ολόκληρο μπουκάλι σιρόπι. Ώσπου να κρυώσει, ας κάνουμε κάτι άλλο. Τι θες να κάνεις;»
Τυλίγω τα χέρια γύρω απ’ το στομάχι του, τον σηκώνω κι έπειτα τον κατεβάζω ξανά.
«Μπορούμε να πάμε για κολύμπι;» ρωτάει.
«Σου ’πα ότι δεν μπαίνω στην κουραδοπισίνα».
Σταματά στην πόρτα και γυρνάει να με κοιτάξει. Το πρόσωπό του αγκαλιάζει τα μάτια του λες κι είναι εύθραυστα κι έτοιμα να κυλήσουν.
«Σε παρακαλώ».
Μου παίρνει το χέρι, πλέκει μέσα του τα δάχτυλά του και με τραβάει ελαφρά.
«Δεν ξέρω καν κολύμπι», του λέω.
Όλο του το πρόσωπο φωτίζεται και τα μάγουλά του υψώνονται. «Θα σε μάθω εγώ».
Δεν είπα ποτέ ναι, όμως ο Τρέβορ ξέρει ότι η ικανότητά μου να του πω όχι εξασθενεί, κι έτσι με σέρνει έξω και κάτω. Προσπαθώ να τραβηχτώ, όμως όλο αυτό το μπάσκετ έχει κάνει τα λεπτά χέρια του Τρέβορ να αποκτήσουν αρκετούς μυς ώστε να μου αντισταθεί.
Κάτω στην πισίνα, του λέω ότι δεν έχω μαγιό.
«Κανένας δεν κολυμπάει με μαγιό». Και, προτού μπορέσω καν να φέρω αντίρρηση, βγάζει το μπλουζάκι και το σορτς του, και στέκει εκεί πέρα με το μποξεράκι του, ένας συνδυασμός κοκαλιάρικου παιδιού και μυών που δυναμώνουν.
Τι πράγματα κάνω γι’ αυτό το παιδί…
Βγάζω επίσης το μπλουζάκι μου κι έπειτα το τζιν μου, μένοντας μόνο μ’ ένα αθλητικό σουτιέν και το εσώρουχό μου.
«Είναι καλύτερα απλώς να πηδήσεις μέσα, είναι λιγάκι πιο εύκολο έτσι». Απλώνει ξανά το χέρι να πιάσει το δικό μου και νιώθω σαν να ’χω εκτοξευτεί κατευθείαν μες στον ωκεανό. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι Υπάρχουν σκατά μέσα σ’ αυτή την πισίνα. Όμως, έχω να κάνω ντους δύο ημέρες και το νερό είναι δροσερό κι ανακουφιστικό. Πηδάμε στο ρηχό άκρο, έτσι πατάω στο δάπεδο της πισίνας και στέκομαι όρθια, σκουπίζοντας τα μάτια μου. Ο Τρέβορ είναι ήδη πάνω από την επιφάνεια και χαμογελάει τόσο πλατιά, που μου φαίνεται πως τα μάγουλά του θα πεταχτούν απ’ το πρόσωπο και θ’ αρχίσουν να χορεύουν.
«Και τώρα;» τον ρωτάω φτύνοντας νερό.
«Κούνα έτσι τα χέρια σου, σαν βατράχι». Ο Τρέβορ κολυμπάει μέχρι το βαθύ άκρο, γουβιάζει τα χέρια και κουνάει μπρος πίσω χέρια και πόδια, σπρώχνοντας έτσι το κορμί του και μοιάζοντας, σ’ αντιστροφή, με τους «αγγέλους» που φτιάχνουν τα παιδιά στο χιόνι ξαπλώνοντας κι ανοιγοκλείνοντας χέρια και πόδια.
Ύστερα από δυο λεπτά κάνει μεταβολή και κολυμπά πάλι προς το μέρος μου.
«Δεν ξέρω πώς περιμένεις να μείνω έτσι στην επιφάνεια».
Απλώνει το χέρι να μου πιάσει το μπράτσο και με τραβάει στο βαθύ άκρο. «Άρχισε τώρα να κουνιέσαι. Θα σε κρατάω εγώ πάνω».
Μου πιάνει το χέρι και με κρατάει σαν δεμένη έτσι, και προσπαθώ να κάνω το άλλο μου χέρι να κουνηθεί όπως το δικό του, συντονισμένα και σαν του βάτραχου. Δε μ’ ακούει το χέρι μου, ωστόσο, και χτυπιέται άσκοπα μες στο νερό.
Μου πιάνει το χέρι και με κρατάει σαν δεμένη έτσι, και προσπαθώ να κάνω το άλλο μου χέρι να κουνηθεί όπως το δικό του, συντονισμένα και σαν του βάτραχου. Δε μ’ ακούει το χέρι μου, ωστόσο, και χτυπιέται άσκοπα μες στο νερό.
«Μην το φοβάσαι το νερό. Δε θα σου κάνει κακό». Το χέρι του Τρέβορ παραμένει μες στο δικό μου.
Αφήνω το κεφάλι μου να βυθιστεί στο νερό κι έπειτα να ανέβει για να πάρω αέρα. Δεν είναι τόσο άσχημο στ’ αλήθεια, όταν ανασαίνεις μέσα του. Μου αρέσει ο ήχος της ανάσας μου όταν είμαι μέσα, ένα γαργάρισμα που καταλήγει στο τίποτα. Αν ήταν αυτό ο κόλπος, είμαι σίγουρη ότι κάθε θαλάσσιο πλάσμα θα άκουγε τους ήχους μου να ταξιδεύουν μέσ’ από τα μόρια. Τίποτα δεν έχει τέλος μες στο νερό.
Σύντομα το μπράτσο μου κινείται σαν του Τρέβορ, μόνο που πιτσιλάω πολύ περισσότερο και τα πόδια μου δεν ακολουθούν συντονισμένα. Το ελεύθερο χέρι μου χτυπιέται ενώ τα πόδια μου στριφογυρνούν μες στο νερό σε βίαια ημικύκλια. Ο Τρέβορ μου αφήνει το άλλο χέρι και μένω στην επιφάνεια, για μια στιγμή τουλάχιστον.
Πανικοβάλλομαι κι ο ρυθμός των χεριών μου διαλύεται σε οποιαδήποτε κίνηση θα μ’ εμποδίσει να πνιγώ. Αρχίζω να κολυμπάω ώσπου φτάνω στην άκρη της πισίνας κι έπειτα παίρνω στροφή. Τα πόδια μου αγγίζουν το χείλος και δίνω ώθηση, γλιστρώντας μες στο νερό και νιώθοντας σαν να πετάω. Ξαναρχίζω τις κινήσεις των χεριών, ανεβαίνοντας για να πάρω αέρα και ανοιγοκλείνοντας τις βλεφαρίδες μου για να τινάξω το νερό από πάνω τους, προτού βουτήξω ξανά. Δε βλέπω πολλά πράγματα. Με εξαίρεση μια φευγαλέα εικόνα παπουτσιών. Μαύρο κάτω από την επιφάνεια. Ένας θύλακας με χρώμα βαθύ μπλε. Βύθισμα νερού. Τα μάτια του Τρέβορ να στριφογυρνούν.
Τα πόδια μου βρίσκουν τον πάτο της πισίνας και σηκώνομαι για να αντικρίσω τη θέα στολών, που δε θα έπρεπε να είναι τόσο οικεία, ενώ ο Τρέβορ στέκεται μέχρι τη μέση μες στο νερό και κοιτάζει κάτω το στομάχι του, λες και περιμένει να αναβρύσει αίμα από μια αόρατη πληγή.
Δεν έχω ξαναβρεθεί τόσο κοντά σε μπατσίνα, όμως αυτή είναι που γονατίζει στο χείλος της πισίνας, που με κοιτάζει σαν να λέει ότι θα έκανα καλά να βάλω κάνα ρούχο πάνω μου. Όσο κι αν θέλω να βυθιστώ πίσω στο νερό, ξέρω ότι πρέπει να φροντίσω να είναι ο Τρέβορ ντυμένος κι ασφαλής, προτού αρχίσουν να τον ρωτάνε πού είναι η μαμά του. Δεν έχουμε περιθώριο, τώρα, να τα βγάλουμε πέρα με τις υπηρεσίες προστασίας ανηλίκων.
«Έλα, Τρεβ. Πήγαινε να φέρεις καθαρά ρούχα και δύο πετσέτες». Κοιτά εμένα, την μπατσίνα που μας παρακολουθεί, ξανά εμένα, και βλέπω τις μικρές συσπάσεις στο στήθος του. Του νεύω και σηκώνω έτσι τις βλεφαρίδες μου, ώστε να φανεί ότι τίποτα δε μ’ ανησυχεί.
Ο Τρέβορ βάζει και τα δυο χέρια στο χείλος της πισίνας και σηκώνει έξω το κορμί του, με το μποξεράκι του μουλιασμένο κι έτοιμο να πέσει. Το κρατάει ψηλά και με τα δύο χέρια και τρέχει προς τα σκαλιά, τα ανεβαίνει και μπαίνει ξανά στο διαμέρισμα.
«Θα σας δώσουμε ένα λεπτό», λέει η μπατσίνα, σηκώνεται και γυρνάει στον μπάτσο πίσω της. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα σε τόσο σφιχτό κότσο, που αναρωτιέμαι αν έχει πονοκέφαλο.
Ο Τρέβορ γυρνάει μερικά λεπτά αργότερα με μερικές πετσέτες κι ένα μπλουζάκι. Έχει φορέσει ήδη καθαρό μποξεράκι και σορτς. Πιάνομαι από το χείλος της πισίνας, βγαίνω κι αρπάζω την πετσέτα που μου δίνει ο Τρέβορ. Σκουπίζομαι βιαστικά, αρκετά ώστε να φορέσω το τζιν μου και το μπλουζάκι μου. Ο Τρέβορ βάζει το δικό του, που ’χει την εικόνα ενός βουνού πάνω, και μοιάζει με πρόσκοπο. Οι μπάτσοι στέκονται εκεί αμήχανα, προσπαθώντας να μη μας κοιτάζουν.
Σηκώνομαι πιάνοντας το χέρι του Τρέβορ. Δε με πολυαφήνει να του το κρατάω πλέον, αλλά δεν τον ρωτάω τώρα. Αν είμαστε ενωμένοι στο δέρμα, θα πρέπει να μας σκίσουν ως τα κύτταρα για να μας χωρίσουν.
«Θέλετε κάτι;» ρωτάω.
Στάζω ακόμη, από το μέτωπο και κάτω. Και οι δυο μπάτσοι πλησιάζουν τώρα και δεν μπορώ να κοιτάξω άλλο τίποτα εκτός από τα χείλη τους. Υπάρχει κάτι στον τρόπο που τα ’χουν σφιγμένα, κάτι στο πώς είναι σκασμένα, που με κάνει να σκεφτώ ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν τελειοποιήσει μια μέθοδο για να στεγνώνουν τις φράσεις, να λένε ένα κακό νέο με μια ίσια γραμμή χαραγμένη στα στόματά τους. Ο άντρας έχει σχεδόν κόκκινα χείλη και δεν ξέρω αν δείχνουν ματωμένα ή σαν να ’βαλε κραγιόν το πρωί.
Η γυναίκα κάνει ολοφάνερα κουμάντο εδώ, βαδίζει τουρλώνοντας το στομάχι, λες κι ο αφαλός της είναι το κέντρο του κόσμου κι όλα τα άλλα έχουν λιγότερη σημασία.
«Ψάχνουμε μια Κία Χολτ. Εσύ θα ’σαι αυτή, δεσποινίς, ε;»
Ξέρω ότι την έχει στείλει ένας από εκείνους, γιατί είναι το όνομα που είπα στην Καμίλα και σ’ όσους με έχουν δει ποτέ στον δρόμο. Πρέπει να με ξετρύπωσαν. Μπορεί αυτή να είναι η μέρα που θα με συλλάβουν, θα περάσουν τα δακτυλικά μου αποτυπώματα στους υπολογιστές τους κι ο Τρέβορ θα μείνει μόνος. «Μπορεί. Χρειάζεστε κάτι;»
Ο άντρας αναλαμβάνει αυτός τώρα, αφού η μπατσίνα γέρνει το κεφάλι. Δεν τον κοιτάζει καν, κάνει μονάχα αυτή τη μικρή κίνηση του κεφαλιού και πρέπει να το ’χουν προβάρει ξανά αυτό, επειδή μια στιγμή αργότερα το στόμα του ανοίγει. «Πρέπει να μιλήσουμε μαζί σου για μια εσωτερική έρευνα. Είμαι ο ντετέκτιβ Χάρισον κι από δω η ντετέκτιβ Τζόουνς».
Τρίβω με το ελεύθερο χέρι το πρόσωπό μου, σκουπίζω το νερό που τρέχει ακόμη από τα μαλλιά μου. «Τρέβορ, πήγαινε πάνω να φας λίγο γλυκό. Σε λίγο θα ’ρθω κι εγώ». Του σφίγγω το χέρι και τον κοιτάζω. Το πρόσωπό του είναι ένας χάρτης φόβου, σαν ευθεία οδός προς μια κρίση πανικού, αλλά δεν έχω τον χρόνο να τον καθησυχάσω ενώ εκείνοι στέκουν ακόμη εδώ και με κοιτάζουν που έχω μόλις βγει από την κουραδοπισίνα. Αφήνω το χέρι του Τρέβορ και του δίνω μια σπρωξιά στον ώμο, προς τη σκάλα, τον παρακολουθώ να ανεβαίνει μέχρι πάνω και περιμένω να βροντήξει η πόρτα.
Η γυναίκα, η ντετέκτιβ Τζόουνς, μαζεύει τα χείλη προς τη μύτη της, έτσι που σουφρώνουν. «Νομίζω ότι θα ’ταν καλύτερο για σένα να έρθεις μαζί μας στο τμήμα. Θα χρειαστούμε μια ηχογραφημένη κατάθεση και να συμπληρώσουμε μερικά έντυπα, και θα ’ταν προτιμότερο να τα κάνουμε όλα με τη μία. Δε βρίσκεις ότι θα ’ταν πολύ πιο εύκολο;» Προσπαθεί να κάνει τη φωνή της πιο δυνατή απ’ όσο είναι. Το καταλαβαίνω επειδή ο τόνος γίνεται τσιριχτός στο τέλος κάθε πρότασης και οι άκρες των ματιών της σφίγγονται καθώς προσπαθεί να ηχήσει η φωνή της απαλή. Πάω στοίχημα ότι παίζει τον ρόλο του καλού μπάτσου. Όμως δεν της πολυαρέσει.
Θα ’πρεπε να το ξέρω ότι η κατάληξη θα ήταν αυτή. Το τμήμα. Το επόμενο θα ’ναι οι χειροπέδες. «Πόση ώρα θα πάρει;» Σταυρώνω τα χέρια για να κρύψω το βρεγμένο μου σουτιέν, που φαίνεται μέσ’ από το μπλουζάκι έτσι όπως κολλάει πάνω του.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Κιάρα κι ο αδερφός της ο Μάρκους τα βγάζουν με το ζόρι πέρα σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στο ανατολικό Όκλαντ, που, παρά την ονομασία του, Regal-Hi, μόνο «βασιλικό» δεν είναι. Και οι δύο έχουν παρατήσει το σχολείο, με την οικογένειά τους να ’χει διαλυθεί από τον θάνατο και τη φυλακή.
Ενώ όμως ο Μάρκους ονειρεύεται να γίνει σταρ της ραπ, η Κιάρα ψάχνει για δουλειά για να πληρώνει το νοίκι, που έχει υπερδιπλασιαστεί, και να προσφέρει φαγητό κι ασφάλεια σ’ ένα εννιάχρονο γειτονόπουλο εγκαταλειμμένο από τη μητέρα του. Μια νύχτα, ό,τι αρχίζει σαν παρεξήγηση μ’ έναν ξένο, υπό την επήρεια του αλκοόλ, μετατρέπεται σε δουλειά που η Κιάρα ποτέ δε διανοήθηκε πως την ήθελε, αλλά τώρα τη χρειάζεται απελπισμένα: το νυχτερινό «πεζοδρόμιο». Κι ο κόσμος της καταρρέει κι άλλο, όταν το όνομά της βγαίνει στην επιφάνεια σε μια έρευνα, που αποκαλύπτει πως αυτή είναι ο βασικός μάρτυρας σ’ ένα τεράστιο σκάνδαλο μέσα στην αστυνομία του Όκλαντ.