Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ντόρις Λέσινγκ [Doris Lessing] «Το χρυσό σημειωματάριο» (μτφρ. Έφη Τσιρώνη), το οποίο κυκλοφορεί στις 8 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Μα τον Θεό, Τόμι, δεν καταλαβαίνεις ότι νιώθουμε σαν να μας δικάζεις;».
Για πρώτη φορά ο Τόμι έδειξε πως ίσως και να ’ξερε τι ήταν το χιούμορ. Τις κοίταξε πραγματικά, πρώτα εκείνη κι έπειτα τη μητέρα του, χαμογελώντας.
«Ξεχνάτε ότι εσάς τις δυο σας ακούω να μιλάτε όλη μου τη ζωή. Ξέρω πολλά για σας. Πιστεύω πως μερικές φορές κάνετε πράγματι σαν παιδιά, το προτιμώ όμως από…»
Δεν κοίταξε τον πατέρα του, ούτε όμως ολοκλήρωσε τη φράση του.
«Είναι κρίμα που δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να μιλήσω», είπε ο Ρίτσαρντ, αλλά με αυτολύπηση, κάνοντας τον Τόμι να αντιδράσει άμεσα μ’ ένα απότομο, πεισματάρικο αποτράβηγμα και να στραφεί ξανά στη Μόλι και στην Άννα.
«Καλύτερα να αποτύχω σαν εσάς παρά να πετύχω και να βγάλω λεφτά και να γίνω κάποιος και τα σχετικά. Δεν λέω βέβαια ότι διαλέγω την αποτυχία. Θέλω να πω… Ποιος άνθρωπος με τα σωστά του διαλέγει ν’ αποτύχει; Λέω απλώς ότι ξέρω τι δεν θέλω, αλλά δεν ξέρω τι θέλω».
«Ένα δυο πρακτικά ζητήματα», είπε ο Ρίτσαρντ, ενώ η Άννα και η Μόλι αναλογίζονταν με πικρία τη λέξη «αποτυχία».
Ο Τόμι την είχε χρησιμοποιήσει όπως ακριβώς θα τη χρησιμοποιούσαν κι εκείνες. Παρ’ όλα αυτά, καμία από τις δύο δεν είχε διανοηθεί να τη συνδέσει ποτέ με τον εαυτό της. Τουλάχιστον όχι τόσο κατηγορηματικά και τελεσίδικα.
«Πώς θα ζήσεις;» είπε ο Ρίτσαρντ. «Με τι λεφτά εννοώ».
Η Μόλι θύμωσε. Δεν ήθελε ο Τόμι να εκδιωχθεί μ’ αυτή την ψυχρολουσία της κοροϊδίας του Ρίτσαρντ από το ασφαλές καταφύγιο της ενδοσκόπησης που του προσέφερε εκείνη.
Ο Τόμι όμως, εμφανώς προετοιμασμένος, αντέδρασε ψύχραιμα.
Τώρα οι τρεις ενήλικες ήταν σιωπηλοί. Η Μόλι και η Άννα επειδή το παιδί μπορούσε μια χαρά να υπερασπιστεί μόνο του τον εαυτό του· ο Ρίτσαρντ επειδή φοβόταν μήπως ξεσπάσει ο θυμός του.
«Αν η μητέρα δεν έχει πρόβλημα», είπε, «δεν έχω ούτ’ εγώ να ζήσω για λίγο με τα δικά της. Στο κάτω κάτω, δεν ξοδεύω σχεδόν τίποτα. Αν όμως πρέπει να κερδίσω το ψωμί μου, μπορώ να διδάξω».
«Κάνοντας μια ζωή πολύ πιο περιορισμένη από αυτήν που σου προσφέρω εγώ», είπε ο Ρίτσαρντ.
«Δεν νομίζω ότι κατάλαβες τι προσπαθώ να πω», είπε ο Τόμι αμήχανα, σχεδόν ντροπιασμένα. «Ίσως εγώ δεν το εξήγησα καλά».
«Δηλαδή θα γίνεις καφενόβιος», είπε ο Ρίτσαρντ.
«Όχι, δεν νομίζω. Αυτό το λες επειδή σου αρέσουν μόνο όσοι έχουν πολλά λεφτά».
Τώρα οι τρεις ενήλικες ήταν σιωπηλοί. Η Μόλι και η Άννα επειδή το παιδί μπορούσε μια χαρά να υπερασπιστεί μόνο του τον εαυτό του· ο Ρίτσαρντ επειδή φοβόταν μήπως ξεσπάσει ο θυμός του.
«Ίσως δοκιμάσω να γίνω συγγραφέας», είπε έπειτα από λίγη ώρα ο Τόμι.
Ο Ρίτσαρντ βόγκηξε. Η Μόλι δεν μίλησε, αλλά χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μην το κάνει. Η Άννα όμως αναφώνησε:
«Ω, Τόμι, έπειτα απ’ όλες αυτές τις συμβουλές που σου έδωσα!».
«Ξεχνάς, Άννα», της είπε ο Τόμι με τρυφερότητα αλλά και ισχυρογνωμοσύνη, «ότι εγώ δεν έχω τις δικές σου περίπλοκες ιδέες περί συγγραφής».
«Ποιες περίπλοκες ιδέες;» ρώτησε κοφτά η Μόλι.
«Σκεφτόμουν όλ’ αυτά που είπες», είπε ο Τόμι στην Άννα.
«Ποια;» απαίτησε να μάθει η Μόλι.
«Με τρομάζεις, Τόμι», είπε η Άννα. «Δεν τολμάει να σου πει κανείς μια κουβέντα κι αμέσως την παίρνεις στα σοβαρά».
«Ναι, αλλά εσύ μιλούσες σοβαρά, έτσι δεν είναι;»
Η Άννα έπνιξε την παρόρμηση να κλείσει το θέμα μ’ ένα αστείο.
«Ναι, μιλούσα σοβαρά», είπε.
«Το ήξερα. Σκέφτηκα λοιπόν αυτά που μου είπες. Και κατέληξα στο ότι κρύβουν μια δόση αλαζονείας».
«Αλαζονείας;»
«Ναι, έτσι νομίζω. Και τις δύο φορές που ήρθα να σε δω μου μίλησες, κι όταν ξανασκέφτηκα μετά αυτά που μου είπες, μου φάνηκε ότι έκρυβαν αλαζονεία. Περιφρόνηση, θα μπορούσα να πω».
Τώρα οι άλλοι δύο, η Μόλι και ο Ρίτσαρντ, όντας αποκλεισμένοι, είχαν καθίσει αναπαυτικά χαμογελώντας, ανάβοντας τσιγάρα, ανταλλάσσοντας ματιές.
Η Άννα, που θυμόταν την ειλικρίνεια της έκκλησης του Τόμι για βοήθεια και καθοδήγηση, είχε αποφασίσει να παραμερίσει για χάρη του ακόμα και την παλιά της φιλία με τη Μόλι, τουλάχιστον για την ώρα.
«Αν έτσι σου φάνηκε, τότε μάλλον δεν το εξήγησα καλά».
«Ναι. Επειδή δεν έχεις εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Νομίζω ότι φοβάσαι».
«Τι πράγμα;» ρώτησε η Άννα.
Ένιωθε πολύ εκτεθειμένη, ιδιαίτερα μπροστά στον Ρίτσαρντ, και ο λαιμός της είχε στεγνώσει τόσο, που την πονούσε.
«Τη μοναξιά. Ναι, το ξέρω ότι σου φαίνεται αστείο, επειδή βέβαια επιλέγεις να είσαι μόνη αντί να παντρευτείς για να μην είσαι μόνη. Δεν εννοώ όμως αυτό. Δεν γράφεις αυτά που πραγματικά πιστεύεις για τη ζωή από φόβο μήπως βρεθείς εκτεθειμένη από τις απόψεις σου, εκτεθειμένη και μόνη».
«Α», είπε σκυθρωπά η Άννα. «Νομίζεις;»
«Ναι. Ή, αν δεν είναι φόβος, τότε είναι περιφρόνηση. Όταν κουβεντιάσαμε περί πολιτικής, μου είπες πως, αν έμαθες κάτι από τη θητεία σου ως κομμουνίστριας, είναι πως δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό από τα ψεύδη των ηγετών. Είπες ότι ένα μικρό ψεματάκι μπορεί να πολλαπλασιαστεί και ν’ απλωθεί σαν βαλτόνερο και να δηλητηριάσει τα πάντα – θυμάσαι; Μιλούσες γι’ αυτό πολλή ώρα. Είπες λοιπόν αυτό για την πολιτική. Εσύ όμως έχεις ολόκληρα σημειωματάρια που έγραψες για τον εαυτό σου και που δεν τα βλέπει ποτέ κανείς. Υποστήριξες τη θέση σου λέγοντας πως παντού στον κόσμο υπάρχουν βιβλία σε συρτάρια, άνθρωποι που γράφουν για τον εαυτό τους, ακόμα και σε χώρες όπου είναι επικίνδυνο να γράφεις την αλήθεια. Το θυμάσαι, Άννα; Ε, λοιπόν, αυτό είναι ένα είδος περιφρόνησης».
Ο Τόμι δεν την κοίταζε ευθέως όσο μιλούσε παρά έστρεφε προς το μέρος της ένα σοβαρό και ειλικρινές, σκοτεινό, ενδοσκοπικό βλέμμα. Τώρα την είδε να κοκκινίζει εμβρόντητη, φρόντισε όμως να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του...
Ο Τόμι δεν την κοίταζε ευθέως όσο μιλούσε παρά έστρεφε προς το μέρος της ένα σοβαρό και ειλικρινές, σκοτεινό, ενδοσκοπικό βλέμμα. Τώρα την είδε να κοκκινίζει εμβρόντητη, φρόντισε όμως να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του και είπε διστακτικά:
«Αυτά που μου έλεγες τα πίστευες πραγματικά, έτσι δεν είναι, Άννα;».
«Έτσι».
«Δεν φαντάζομαι όμως να περίμενες ότι δεν θα τα σκεφτώ…»
Η Άννα έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και χαμογέλασε πονεμένα.
«Υποθέτω ότι υποτίμησα το πόσο σοβαρά θα μ’ έπαιρνες».
«Το ίδιο πράγμα είναι αυτό. Το ίδιο με το γράψιμο. Γιατί να μη σε πάρω στα σοβαρά;»
«Δεν ήξερα καν ότι η Άννα γράφει αυτή την εποχή», είπε η Μόλι, μπαίνοντας αποφασιστικά στη μέση.
«Δεν γράφω», βιάστηκε να πει η Άννα.
«Ορίστε», είπε ο Τόμι. «Γιατί το λες αυτό;»
«Θυμάμαι να σου λέω ότι με κατατρύχει μια αποστροφή, μια αηδία, μια αίσθηση ματαιότητας για όλα. Ίσως να μη θέλω να εξαπλώσω αυτά τα συναισθήματα παρουσιάζοντας στον κόσμο τα γραπτά μου».
«Αν η Άννα κατάφερε να σε κάνει να σιχαθείς το επάγγελμα του συγγραφέα», είπε γελώντας ο Ρίτσαρντ, «τότε για πρώτη φορά είμαι εκατό τοις εκατό μαζί της».
Το σχόλιό του ήχησε τόσο φάλτσο, που ο Τόμι απλώς τον αγνόησε, έλεγξε με διακριτικότητα την αμηχανία του και συνέχισε.
«Αν νιώθεις αποστροφή, νιώθεις αποστροφή. Γιατί να προσποιηθείς πως όχι; Το θέμα όμως είναι ότι μιλούσες για υπευθυνότητα. Κι εγώ έτσι αισθάνομαι, ότι οι άνθρωποι δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους απέναντι στους άλλους. Είπες ότι οι σοσιαλιστές έχασαν το ηθικό πλεονέκτημά τους, ότι δεν είναι πια ηθική δύναμη, τουλάχιστον για την ώρα, επειδή αρνήθηκαν να αναλάβουν την ηθική ευθύνη. Με την εξαίρεση φυσικά ορισμένων ατόμων. Εσύ δεν το είπες αυτό; Ορίστε λοιπόν. Μιλάς έτσι, αλλά τι κάνεις; Γράφεις σελίδες επί σελίδων σε σημειωματάρια, λέγοντας ότι βάζεις στο χαρτί αυτά που σκέφτεσαι για τη ζωή, μετά όμως τα κλειδώνεις και τ’ αφήνεις να μουχλιάζουν στο συρτάρι. Είναι ανεύθυνο».
«Υπάρχουν πάρα πολλοί που θα αντέτασσαν πως ανεύθυνο είναι να εξαπλώνεις την αποστροφή, την αηδία. Ή την αναρχία. Ή την τρικυμία εν κρανίω».
Αυτό το τελευταίο η Άννα το είπε μισογελώντας, μελαγχολικά, θλιμμένα, επιζητώντας την ανταπόκρισή του.
Και ο Τόμι ανταποκρίθηκε άμεσα κλείνοντας σαν στρείδι, ακουμπώντας την πλάτη του πίσω, δείχνοντάς της πόσο πολύ τον είχε απογοητεύσει. Κι αυτή, όπως και όλοι οι άλλοι –ή τουλάχιστον αυτό υποδείκνυε η υπομονετική, πεισματική στάση του σώματός του–, ήταν γραφτό να τον απογοητεύσει.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τι συμβαίνει όταν απογοητευόμαστε από τα πολιτικά μας ιδανικά; Πώς μπορούμε να ορίσουμε τον εαυτό μας σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει; Υπάρχουν τελικά «καλοί» άνθρωποι;
Το καταιγιστικό μυθιστόρημα της Doris Lessing απαντά σε μερικά από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
Το Χρυσό σημειωματάριο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1962 και θεωρείται πλέον ένα από τα μείζονα έργα του 20ού αιώνα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα τολμηρό και διαφωτιστικό, που επικεντρώνεται σε μια γυναίκα η οποία αναζητά την προσωπική και την πολιτική της ταυτότητα. Μια γυναίκα που βρίσκεται αντιμέτωπη με το τραύμα της συναισθηματικής απόρριψης και της σεξουαλικής προδοσίας, με την επαγγελματική αγωνία και τις εντάσεις της φιλίας και της οικογένειας.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
Το συγκλονιστικό πορτρέτο μιας γυναίκας που αναζητά την ταυτότητά της σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Στο Λονδίνο του 1950 η συγγραφέας Άννα Βουλφ παλεύει με την έλλειψη έμπνευσης. Χωρισμένη, με ένα παιδί, ανησυχώντας μήπως τρελαθεί, καταγράφει τις εμπειρίες της σε τέσσερα σημειωματάρια: ένα μαύρο για τη συγγραφική της ζωή, ένα κόκκινο για τις πολιτικές της απόψεις, ένα κίτρινο για τα συναισθήματά της και ένα μπλε για τα καθημερινά γεγονότα.
Όμως ένα πέμπτο σημειωματάριο, το χρυσό, είναι αυτό στο οποίο τα σκόρπια νήματα της ζωής της συνδέονται και όλα αποκτούν νόημα…
Το Χρυσό σημειωματάριο είναι κατά γενική ομολογία το κορυφαίο έργο της Doris Lessing, ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα.
Διακρίσεις
- Το περιοδικό Time έχει χαρακτηρίσει το συγκεκριμένο βιβλίο ως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα των τελευταίων 100 ετών
- Η συγγραφέας είναι η γηραιότερη στην οποία έχει απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς του 20ού αιώνα