Προδημοσίευση μέρους του διηγήματος «Ο συρφετός», από τη συλλογή διηγημάτων του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες [Gabriel García Márquez] «Ο δρόμος προς το Μακόντο – Συλλογή κειμένων» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 9 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ξαφνικά, λες κι ένας στρόβιλος είχε βγάλει ρίζες στο κέντρο του χωριού, έφτασε η εταιρεία της μπανάνας ακολουθούμενη από τον συρφετό. Ήταν συρφετός ανάκατος, ανάστατος, φτιαγμένος από ανθρώπινα περισσεύματα και υλικά από άλλα χωριά: υπολείμματα ενός εμφυλίου πολέμου που κάθε φορά έμοιαζε και πιο μακρινός και αναληθοφανής. Ο συρφετός ήταν αδυσώπητος. Μόλυνε τα πάντα με την ανακατωμένη οσμή της πολυκοσμίας, οσμή φρέσκου αποπατήματος και κρυφού θανάτου. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, έριξε πάνω στο χωριό τα χαλάσματα πολλών καταστροφών που προηγήθηκαν της έλευσής του, σκόρπισε στους δρόμους το απροσδιόριστο φορτίο των σκουπιδιών του. Κι αυτά τα σκουπίδια, άρον άρον, στον ασυλλόγιστο και απρόβλεπτο ρυθμό της θύελλας, διαλέγονταν, εξατομικεύονταν, μέχρι να μετατρέψουν αυτό που ήταν ένα δρομάκι μ’ ένα ποτάμι στη μια άκρη και ένα φραγμένο κομμάτι γης για τους πεθαμένους στην άλλη σε ένα χωριό διαφορετικό και πολύπλοκο, φτιαγμένο από τα απόβλητα των άλλων χωριών.
Εκεί ήρθαν, ανακατωμένα στον ανθρώπινο συρφετό, παρασυρμένα από την παρορμητική του δύναμη, τα απόβλητα των αποθηκών, των νοσοκομείων, των αιθουσών διασκέδασης, των εργοστασίων ηλεκτρισμού, απόβλητα μοναχικών γυναικών και αντρών που έδεναν το μουλάρι σε έναν στύλο του πανδοχείου έχοντας μοναδική αποσκευή ένα ξύλινο μπαούλο ή ένα μπογαλάκι με ρούχα, και σε λίγους μήνες είχαν δικό τους σπίτι, δυο παλλακίδες και τον στρατιωτικό τίτλο που τους χρώσταγαν επειδή είχαν φτάσει αργά στον πόλεμο.
Ακόμα και τα απόβλητα του θλιμμένου έρωτα των πόλεών μας ήρθαν με τον συρφετό και έχτισαν μικρά ξύλινα σπίτια κι έφτιαξαν πρώτα μια γωνιά όπου μισό ράντζο ήταν το θλιβερό σπιτικό για το βράδυ, κι ύστερα έναν λαθραίο φασαριόζικο δρόμο, κι ύστερα ολόκληρο χωριό ανοχής μέσα στο χωριό.
Καταμεσής εκείνης της χιονοθύελλας, εκείνης της καταιγίδας άγνωστων προσώπων, μαγαζιών στη δημοσιά, αντρών που άλλαζαν ρούχα σε κοινή θέα, γυναικών καθισμένων στα μπαούλα τους με τα παρασόλια ανοιχτά και δεκάδων εγκαταλελειμμένων μουλαριών να πεθαίνουν της πείνας στον στάβλο του πανδοχείου, οι πρώτοι γίναμε τελευταίοι· γίναμε εμείς οι ξενομερίτες· οι τυχάρπαστοι.
Μετά τον πόλεμο, όταν ήρθαμε στο Μακόντο και εκτιμήσαμε την ποιότητα του εδάφους του, ξέραμε ότι ο συρφετός θα ερχόταν κάποτε, αλλά δεν υπολογίζαμε την ορμή του. Όταν λοιπόν νιώσαμε να έρχεται η χιονοστιβάδα, το μόνο που μπορέσαμε να κάνουμε ήταν να βάλουμε το πιάτο με το πιρούνι και το μαχαίρι πίσω από την πόρτα και να καθίσουμε υπομονετικά να περιμένουμε να μας γνωρίσουν οι νεοφερμένοι. Τότε σφύριξε το τρένο για πρώτη φορά. Ο συρφετός αναδεύτηκε και βγήκε να το υποδεχτεί, και με το ανάδεμα έχασε την ορμή του, αλλά κατάφερε να βρει ενότητα και σταθερότητα· και υπέστη τη φυσική διεργασία της ζύμωσης και έγινε ένα με τους σπόρους της γης.
(Μακόντο, 1909)
1.
Πρώτη φορά έβλεπα πτώμα. Είναι Τετάρτη, αλλά νιώθω σαν να είναι Κυριακή γιατί δεν πήγα σχολείο και μου φόρεσαν την πράσινη φορεσιά που σε κάποια σημεία με σφίγγει. Κρατώντας τη μαμά από το χέρι και ακολουθώντας τον παππού μου, που ψάχνει με το μπαστούνι σε κάθε βήμα για να μη σκοντάψει πουθενά –δε βλέπει καλά στο μισοσκόταδο και κουτσαίνει–, πέρασα μπροστά από τον καθρέφτη της σάλας και με είδα από πάνω μέχρι κάτω, ντυμένο στα πράσινα, με αυτή τη λευκή κολλαρισμένη δετή κορδέλα που με σφίγγει στη μια μεριά του λαιμού. Με κοίταξα στον στρογγυλό, κατάστικτο καθρέφτη και σκέφτηκα: «Αυτός είμαι εγώ, σαν να είναι σήμερα Κυριακή». Ήρθαμε στο σπίτι όπου βρίσκεται ο πεθαμένος.
Η ζέστη είναι ασφυκτική στο κλειστό δωμάτιο. Ακούγεται το βουητό του ήλιου στους δρόμους, αλλά τίποτ’ άλλο. Ο αέρας έχει βαλτώσει, έχει τσιμεντώσει· δίνει την εντύπωση ότι μπορείς να τον διπλώσεις σαν μεταλλικό φύλλο. Στο δωμάτιο όπου έχουν τοποθετήσει το πτώμα μυρίζει μπαούλα, αλλά δεν τα βλέπω πουθενά. Στη γωνία υπάρχει μια αιώρα, κρέμεται στη μια της άκρη από έναν κρίκο. Υπάρχει μια μυρωδιά υπολειμμάτων. Και νομίζω πως τα κατεστραμμένα και σχεδόν διαλυμένα αντικείμενα που βρίσκονται γύρω μας έχουν την όψη των πραγμάτων που θα πρέπει να μυρίζουν σαν υπολείμματα, αν και στην πραγματικότητα έχουν άλλη μυρωδιά.
Πάντα νόμιζα ότι οι πεθαμένοι φορούσαν καπέλο. Τώρα βλέπω πως όχι. Βλέπω πως το κεφάλι τους είναι ατσαλωμένο κι ένα μαντίλι τούς δένει το σαγόνι. Βλέπω πως το στόμα τους είναι λίγο ανοιχτό και πως φαίνονται, μέσα από τα μπλαβισμένα χείλη, τα λερωμένα, ασύμμετρα δόντια. Βλέπω πως έχουν δαγκώσει τη γλώσσα τους απ’ τη μια μεριά, χοντρή και γλιτσερή, λίγο πιο σκούρα από το χρώμα του προσώπου τους, που είναι σαν αυτό των δαχτύλων όταν τα σφίγγει το σκοινί. Βλέπω πως τα μάτια τους είναι ανοιχτά, πολύ περισσότερο απ’ αυτά ενός ανθρώπου· όλο λαχτάρα κι αλλήθωρα, και ότι το δέρμα τους μοιάζει να είναι από πατημένο υγρό χώμα. Νόμιζα πως ένας πεθαμένος μοιάζει με άνθρωπο ακίνητο και κοιμισμένο και τώρα βλέπω πως είναι το εντελώς αντίθετο. Βλέπω πως μοιάζει με άνθρωπο ξύπνιο και οργισμένο ύστερα από καβγά.
Η μαμά κάθεται δίπλα μου, με την πλάτη στο κλειστό παράθυρο. Ανασαίνει με δυσκολία και όλη την ώρα τακτοποιεί τα τσουλούφια των μαλλιών της, που βγαίνουν κάτω από το βαλμένο βιαστικά καπέλο. Ο παππούς μου διέταξε τους άντρες να τοποθετήσουν το φέρετρο δίπλα στο κρεβάτι. Μονάχα τότε συνειδητοποίησα πως πράγματι μπορεί να χωρέσει πεθαμένος μέσα του. Όταν έφεραν οι άντρες την κάσα, είχα την εντύπωση πως ήταν υπερβολικά μικρή για ένα σώμα που πιάνει ολόκληρο το μήκος του κρεβατιού.
Ντύθηκε και η μαμά σαν να είναι Κυριακή. Έβαλε το παλιό ψάθινο καπέλο που της σκεπάζει τ’ αυτιά κι ένα φόρεμα μαύρο, μακρυμάνικο, κλειστό ως επάνω. Καθώς σήμερα είναι Τετάρτη, τη βλέπω απόμακρη, άγνωστη, και έχω την εντύπωση πως θέλει να μου πει κάτι, ενώ ο παππούς μου σηκώνεται για να δεχτεί τους άντρες που έφεραν το φέρετρο. Η μαμά κάθεται δίπλα μου, με την πλάτη στο κλειστό παράθυρο. Ανασαίνει με δυσκολία και όλη την ώρα τακτοποιεί τα τσουλούφια των μαλλιών της, που βγαίνουν κάτω από το βαλμένο βιαστικά καπέλο. Ο παππούς μου διέταξε τους άντρες να τοποθετήσουν το φέρετρο δίπλα στο κρεβάτι. Μονάχα τότε συνειδητοποίησα πως πράγματι μπορεί να χωρέσει πεθαμένος μέσα του. Όταν έφεραν οι άντρες την κάσα, είχα την εντύπωση πως ήταν υπερβολικά μικρή για ένα σώμα που πιάνει ολόκληρο το μήκος του κρεβατιού.
Δεν ξέρω γιατί μ’ έφεραν εμένα εδώ. Ποτέ δεν είχα μπει σ’ εκείνο το σπίτι και μέχρι που νόμιζα πως ήταν ακατοίκητο. Είναι ένα σπίτι μεγάλο, γωνιακό, του οποίου οι πόρτες νομίζω πως δεν άνοιξαν ποτέ. Πάντα πίστευα πως ήταν έρημο. Μονάχα τώρα, αφότου η μαμά μου είπε: «Σήμερα το απόγευμα δε θα πας σχολείο» κι εγώ δεν ένιωσα χαρά γιατί μου το είπε με βαριά και επιφυλακτική φωνή· και την είδα να έρχεται με την καλή της φορεσιά και με έντυσε δίχως να μιλάει και βγήκαμε από την πόρτα να βρούμε τον παππού μου· και περπατήσαμε την απόσταση των τριών σπιτιών που χωρίζει αυτό από το δικό μας, μονάχα τώρα κατάλαβα πως ζούσε κάποιος σ’ αυτό το γωνιακό σπίτι. Κάποιος που πέθανε και που θα πρέπει να είναι ο άντρας στον οποίο αναφέρθηκε η μητέρα μου όταν είπε: «Θα πρέπει να είσαι πολύ φρόνιμος στην κηδεία του γιατρού».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένα συναρπαστικό λογοτεχνικό ταξίδι στα πεζά κείμενα που οδήγησαν στη δημιουργία του μυθικού σύμπαντος του Εκατό χρόνια μοναξιά.
Σε πολλές περιστάσεις, ο Μάρκες είχε δηλώσει ότι προκειμένου να γραφτεί ένα βιβλίο, πρέπει πρώτα να μάθεις πώς να το στήσεις και μόνο τότε είσαι σε θέση να έρθεις αντιμέτωπος με τη γραφομηχανή. «Έζησε» στο Μακόντο σχεδόν είκοσι χρόνια πριν μπορέσει να ολοκληρώσει ένα από τα διασημότερα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών, το Εκατό χρόνια μοναξιά. Αυτή η ανθολογία, η οποία συγκροτήθηκε σε μια προσπάθεια να ανιχνευθεί το μονοπάτι που ακολούθησε ο συγγραφέας, περιλαμβάνει όλα τα δημοσιευμένα πεζογραφήματά του. Σε αυτά διαμορφώνεται σιγά σιγά το μυθικό του σύμπαν, αρχής γενομένης από τις σημειώσεις του για ένα μυθιστόρημα του 1950 και τα πρώτα του διηγήματα έως τα έργα "Ο συρφετός", "Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει" και "Η κακιά η ώρα" το 1966.
Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς ήρθες στον Δρόμο προς το Μακόντο.