Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Μάντι Μόρτιμερ [Maddie Mortimer] «Οι χάρτες των υπέροχων σωμάτων μας» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 20 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εκείνοι
Εκείνοι, σπόροι της ελπίδας της, χορωδία της καρδιάς
της, τώρα ακούγονται όλοι να θροΐζουν αφυπνισμένοι.
Εκείνοι, με τις ιστορίες τους, τα σχέδιά τους, τα τραγούδια
τους και τις λύσεις τους, τεντώνονται και παραμερίζουν τη
βαριά σαν πυκνή ομίχλη κουβέρτα του ύπνου τους, ενώ
οι φήμες για τη μικρή μου παραμόρφωση εξαπλώνονται,
όπως ένα αέριο του εντέρου χαράζει και εξαγνίζει
τη μέρα,
και
πρέπει να παραδεχτώ ότι νιώθω κάποια ικανοποίηση.
Στο τέλος τέλος δεν γίνεται να γυαλίσεις ένα διαμάντι
χωρίς να του ασκήσεις έστω και λίγη τριβή, και είναι
πραγματικά πολύ όμορφος ο τρόπος που χάσκουν και
συσπώνται, ριγούν, συμμαχούν, ρουθουνίζουν, υγροί και
σφιγμένοι, σαν σκύλοι που μυρίζονται φαντάσματα,
έτοιμοι να προσπαθήσουν να με ξεκάνουν.
Πώς
Η αίσθηση ζυμώνεται σε διαφορετικά σημεία, ανάλογα με το
σώμα. Οι πιο γνήσιες ορμές ενός ανθρώπου μπορεί να ξεκι-
νούν από την καρδιά ή από τα χέρια του, από τα δάχτυλα των
ποδιών του, από τον λαιμό του, από τα δάχτυλα των χεριών
του ή από τους μηρούς του. Η Λία τα περισσότερα πράγματα
τα ένιωθε πρώτα στο στομάχι της.
Για παράδειγμα: όταν ερωτεύτηκε για πρώτη φορά, έκανε
παντού εμετό.
Ήταν τη μέρα που ο ξένος τής είχε πλύνει τα πόδια. Η αί-
σθηση από κάτι θαμμένο πολύ βαθιά εφορμούσε από τον
βλεννογόνο του στομαχιού της κι εκείνη βρέθηκε να ξερνάει
το περιεχόμενό του πάνω στα μεγάλα επιδέξια δάχτυλά του,
ανάμεσα στα δικά της μικρά δάχτυλα των ποδιών. Εκείνος
δεν είχε απομακρυνθεί ούτε είχε μορφάσει, μόνο είχε βουτήξει
τα χέρια του στον κουβά με το νερό και είχε καθαρίσει με ένα
σφουγγάρι τον εμετό από τα πόδια της. Εκείνη είχε σκουπίσει
τη χολή από το σαγόνι της, είχε σηκωθεί από την καρέκλα της
και είχε ανέβει, στάζοντας παντού, τις σκάλες για το δωμάτιό
της, τρίβοντας το στομάχι της κάτω από το λεπτό βαμβακερό
ύφασμα της μπλούζας της, ενώ αναρωτιόταν πώς εκείνος είχε
καταφέρει κάτι τέτοιο. Να την κάνει να νιώσει ότι η κάθαρση
του σώματός της ήταν απόλυτα φυσιολογική, ότι δεν ήταν κάτι
αηδιαστικό ούτε καν ενδιαφέρον, κι εκείνη είχε νιώσει συγ-
χρόνως ότι την πρόσεχε, αλλά και ότι ήταν ασήμαντη.
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη πως, όταν ο γιατρός τής ανα-
κοίνωσε ότι ο καρκίνος είχε εξαπλωθεί, η Λία ένιωσε το
στομάχι της να ανακατεύεται. Αυτό το βαθύ, δυνατό πώς; σαν
αλύχτημα λύκου. Ο γιατρός αναζήτησε το βλέμμα της, την κοί-
ταξε με θλίψη και ένευσε, πάρα πολύ ελαφρά, σαν να συμφω-
νούσε με τον ήχο του στομαχιού που αναδευόταν φωνάζοντας
πώς-πώς-πώς για την προδοσία του σώματος.
Κατά την επιστροφή της στο σπίτι ξέρασε στον κάδο των
σκουπιδιών έξω από τον σταθμό του μετρό. Χοντροί ροζ σβό-
λοι και κομμάτια από το πρωινό και το μεσημεριανό, ξινά και
με αφρούς από φλέμα. Μακάρι να γινόταν αυτό, σκέφτηκε. Να
μπορούσε να ξεράσει τους όγκους, να τους βρει σαν κέρματα
μέσα στη λάσπη, να τους γυαλίσει και να τους βάλει σε κορ-
νίζα και να τους κρεμάσει στην κουζίνα μαζί με τα υπόλοιπα
κάδρα. Να τους μετατρέψει σε μαγνητάκια για το ψυγείο
μ’ εκείνη τη συσκευή που είχε αγοράσει η Άιρις τα περασμένα
Χριστούγεννα.
Η Άιρις. Η Άιρις. Πώς θα της το ’λεγε;
Στους δρόμους βασίλευε απίστευτη ησυχία.
Στο σπίτι η Λία ανέβηκε μέχρι την ασφάλεια που της πρό-
σφερε το πέμπτο σκαλί, όπου ποτέ δεν συνέβαινε κάτι αξιοση-
μείωτο, και κάθισε εκεί αγκαλιάζοντας τα γόνατά της. Ευχόταν
να είχε αφήσει τον Χάρι να τη συνοδεύσει. Θα την περίμενε να
του τηλεφωνήσει. Το μόνο χειρότερο από το να ακούς τέτοια
νέα ήταν να πρέπει να τα πεις. Ένιωθε ευγνώμων που δεν
χρειαζόταν να δει τα μάτια του να σκοτεινιάζουν, τον πανικό
να ρουφάει τα μάγουλά του.
Το τηλέφωνο δεν πρόλαβε να χτυπήσει δεύτερη φορά κι εκεί-
νος απάντησε.
Ναι;
Η φωνή του βαριά από ελπίδα.
Επανεμφανίστηκε.
Σιωπή.
Γαμώτο.
Κι άλλη σιωπή, μεγαλύτερης διάρκειας. Ο οξύς ήχος της πα-
λάμης της Λία καθώς έπιασε σφιχτά την κουπαστή.
Γαμώτο – αυτό ακριβώς.
Ο Χάρι ήταν το πιο ικανό άτομο που είχε γνωρίσει η Λία
στη ζωή της. Ήταν δύσκολο να συνηθίσει την αυθεντική
ανθρώπινη καλοσύνη του, διότι η ζωή της ήταν γεμάτη από
ανθρώπους που κινούνταν με άνεση ανάμεσα στα άκρα
κι εκείνη είχε μάθει, μέχρι κάποιον βαθμό, να περιμένει
δυσκολίες.
Δεν της ζητούσε τίποτα. Είχε μια τρυφερή, διάχυτη ενέργεια
και το χαμόγελό του έμοιαζε σαν αλεξίπτωτο που ανοίγει
και, παρόλο που ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο
με μέτρια χαρίσματα, που σπάνια βρισκόταν στο επίκεντρο,
ένα πρόσωπο που απλώς μπορούσε να σε οδηγήσει κάπου
με ασφάλεια, ήταν στην πραγματικότητα θαυμάσιος μ’ έναν
ήπιο τρόπο, ο καλύτερος σύντροφος που θα μπορούσε ποτέ
να ονειρευτεί η Λία.
Θα το παλέψουμε, είπε ο Χάρι ξαφνικά και ήταν σαν να
μιλούσε κάποιος άλλος, το έχουμε κάνει στο παρελθόν και θα το
ξανακάνουμε.
Τέτοιου τύπου δηλώσεις δεν ταίριαζαν με τη φωνή του.
Η σκέψη του ήταν πολύ βαθιά, δεν επέτρεπε τόση βεβαιό-
τητα. Ο Χάρι παρατηρούσε τον κόσμο με μεγάλη περίσκεψη.
Η Λία προσπάθησε να εμποδίσει αυτή τη σκέψη να την
καταβάλει.
Χάρι.
Ναι;
Μπορείς να φέρεις πουτίγκα; Φτηνή, λιπαρή και αφράτη.
Εκείνος γέλασε απαλά.
Την πιο αηδιαστική που θα βρω, είπε θυμίζοντας πάλι τον γνω-
στό του εαυτό.