Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Γκούναρ Στόλεσεν [Gunnar Staalesen] «Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ» (μτφρ. Βαγγέλης Γιαννίσης), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 7 Ιουνίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Υπάρχουν κάποιες μέρες στη ζωή ενός ανθρώπου που είναι ωσεί παρών, και η σημερινή ήταν μία από αυτές για εμένα. Καθόμουν πίσω από το γραφείο μου μισομεθυσμένος και μισοκοιμισμένος, όταν αντήχησε ένας πυροβολισμός από την άλλη πλευρά του κόλπου Βόγκεν, στο Μπέργκεν. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι άκουσα τις πρώτες σειρήνες των περιπολικών, αλλά δεν υπήρχε λόγος να υποθέσω ότι θα εμπλεκόμουν στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ώσπου να σηκωθώ όρθιος και να πάω τρεκλίζοντας μέχρι το παράθυρο, όλα είχαν τελειώσει.
Την επόμενη μέρα, διαβάζοντας τις εφημερίδες, έμαθα σε γενικές γραμμές τι είχε συμβεί, ενώ τις υπόλοιπες λεπτομέρειες τις πληροφορήθηκα από δω κι από κει.
Αργότερα, όλοι τούς ανέφεραν με το παρατσούκλι Οι ληστές με τις φόρμες. Μόνο δύο πελάτισσες βρίσκονταν στο ακριβό κοσμηματοπωλείο στο Μπρίγκεν, όταν στις 15:23, την Παρασκευή, 7 Δεκεμβρίου 2001, η πόρτα άνοιξε και τρία βαριά οπλισμένα άτομα που φορούσαν μπαλακλάβες και τις χαρακτηριστικές φόρμες που φοράει συνήθως ο κόσμος όταν κάνει μπάρμπεκιου στην αυλή του, εισέβαλαν στον χώρο.
Οι δύο πελάτισσες, μια μεγαλύτερη και μια νεότερη γυναίκα, λούφαξαν στη γωνία. Εκτός από τις πελάτισσες, στο κατάστημα βρίσκονταν και δύο υπάλληλοι. Ο ιδιοκτήτης ήταν στο γραφείο του. Ίσα που πρόλαβε να σηκώσει το κεφάλι προτού ο ένας εκ των ληστών σταθεί στην πόρτα και τον σημαδέψει με μια καραμπίνα, την κάννη της οποίας είχε πριονίσει. Του είπε σε σπαστά αγγλικά: «Ακίνητος! Έτσι και πατήσεις το κουμπί του συναγερμού, σου την άναψα!»
Ένας άλλος από τους ληστές πήρε θέση δίπλα στην εξώπορτα, με ένα αυτόματο να κρέμεται στο ύψος του μηρού του, και στάθηκε εκεί να φυλάει τσίλιες. Ο τρίτος άνοιξε έναν μεγάλο σάκο, τον έδωσε στην υπάλληλο που στεκόταν μπροστά στις προθήκες και τη σημάδεψε με το όπλο του. Κι εκείνος μίλησε αγγλικά: «Γέμισέ τον!»
Η υπάλληλος αντέτεινε: «Είναι κλειδωμένες!»
«Ξεκλείδωσέ τες!»
«Μα πρέπει να πάρω…» Έδειξε με το χέρι τον πάγκο.
«Κουνήσου, κουνήσου, κουνήσου!»
Εκείνη έριξε μια ματιά στην άλλη υπάλληλο, η οποία κατένευσε με ύφος παραίτησης. Έπειτα άνοιξε ένα συρτάρι πίσω από τον πάγκο, πήρε από μέσα μια αρμαθιά κλειδιά και επέστρεψε στις προθήκες.
Ο ληστής μπροστά της έριξε μια ματιά προς την είσοδο. «Όλα καλά;»
Ο ληστής που έστεκε εκεί κατένευσε αμίλητος.
Ο ληστής στην πόρτα του γραφείου επανέλαβε το ίδιο μήνυμα: «Κουνήσου!»
Ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου φώναξε:
«Δεν έχετε ιδέα τι κάνετε! Όλα τα κοσμήματα είναι καταχωρισμένα σε διεθνείς καταλόγους. Κανείς δεν θα αγοράσει τα πιο ακριβά κομμάτια».
«Σκασμός!» Ο ληστής έδειξε το χρηματοκιβώτιο στον τοίχο. «Άνοιξέ το».
«Δεν έχω…»
Ο ληστής ήρθε με δυο δρασκελιές μπροστά του και του κόλλησε την κάννη στο κεφάλι. «Άνοιξέ το. Αλλιώς…»
Ιδρώτας ανάβλυσε στο μέτωπο του κοσμηματοπώλη. «Εντάξει, εντάξει… Μη…» Γύρισε την καρέκλα του γραφείου και την τσούλησε προς το χρηματοκιβώτιο.
«Απλώς πρέπει να… τον κωδικό». Ακούμπησε ένα δάχτυλο στο μέτωπό του για να δείξει πόση προσπάθεια κατέβαλλε για να τον θυμηθεί.
«Τον ξέρεις. Μη με κάνεις να βάλω τα γέλια».
«Ναι, αλλά όταν αγχώνομαι…»
«Σε λίγο θα έχεις περισσότερους λόγους για να αγχώνεσαι, αν δεν…»
Ο ληστής χτύπησε την πόρτα του χρηματοκιβωτίου με το όπλο και ο ιδιοκτήτης άπλωσε το δεξί του χέρι. Με τρεμάμενα δάχτυλα άρχισε να γυρίζει την κλειδαριά, εισάγοντας τον κωδικό.
Στο κατάστημα, η μεγαλύτερη από τις δύο υπαλλήλους άνοιξε μία από τις προθήκες. Έβγαλε από μέσα τα ρολόγια ένα προς ένα και τα τοποθέτησε με προσοχή στον σάκο, τόσο αργά, που ο ληστής την έσπρωξε ανυπόμονα και άρχισε να χώνει βιαστικά στον σάκο ρολόγια για κάθε βαλάντιο, ουρλιάζοντας παράλληλα εντολές:
«Άνοιξε και τις υπόλοιπες προθήκες! Κι εσύ…» Κοίταξε την άλλη στον πάγκο.
«Όλα τα συρτάρια! Κι αυτά κάτω».
Μέσα στο γραφείο, το χρηματοκιβώτιο άνοιξε. Ο ληστής έσπρωξε βίαια τον κοσμηματοπώλη και άδειασε το περιεχόμενο του χρηματοκιβωτίου πάνω στο τραπέζι. Χαρτιά και έγγραφα προσγειώθηκαν στο πάτωμα. Με μια θριαμβευτική κραυγή, σήκωσε ψηλά ένα κουτί με οκτώ ρολόγια διακοσμημένα με διαμάντια. Ο ιδιοκτήτης τον κοίταζε γεμάτος απόγνωση.
Ο ληστής παράχωσε το κουτί σε μια τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο του. Έπειτα άρπαξε ένα πάκο χαρτονομίσματα από το βάθος του χρηματοκιβωτίου και τα έβαλε κι αυτά στην τσάντα.
Στο κατάστημα, η μεγαλύτερη από τις δύο υπαλλήλους άνοιξε μία από τις προθήκες. Έβγαλε από μέσα τα ρολόγια ένα προς ένα και τα τοποθέτησε με προσοχή στον σάκο, τόσο αργά, που ο ληστής την έσπρωξε ανυπόμονα και άρχισε να χώνει βιαστικά στον σάκο ρολόγια για κάθε βαλάντιο, ουρλιάζοντας παράλληλα εντολές: «Άνοιξε και τις υπόλοιπες προθήκες! Κι εσύ…» Κοίταξε την άλλη στον πάγκο. «Όλα τα συρτάρια! Κι αυτά κάτω».
«Μαύρα λεφτά, ε;»
«Απόθεμα σε μετρητά», μουρμούρισε με πίκρα ο κοσμηματοπώλης.
Ο ληστής οπισθοχώρησε προς την πόρτα και κοίταξε κλεφτά μέσα στο κατάστημα. «Όλα καλά;»
Ο ληστής που στεκόταν στην εξώπορτα κατένευσε. Ο άλλος ήταν απασχολημένος να αδειάζει τα συρτάρια του πάγκου. «Μισό λεπτό».
Ο ληστής που βρισκόταν στο γραφείο έστρεψε την καραμπίνα με την πριονισμένη κάννη από τον κοσμηματοπώλη στις δύο πελάτισσες κι έπειτα στη μεγαλύτερη από τις δύο υπαλλήλους. «Μην κουνηθείτε. Η πρώτη που θα πατήσει τον συναγερμό θα φάει σφαίρα». Στεκόταν ακόμα στην πόρτα του γραφείου κι επέβλεπε.
«Τελείωσες;» είπε στον ληστή πίσω από τον πάγκο.
«Τέλος».
«Ωραία».
Ο ληστής στην εξώπορτα άγγιξε το χερούλι και κοίταξε πίσω του για να ζητήσει οδηγίες. Ο ληστής στο γραφείο κατένευσε, η εξώπορτα άνοιξε, και με τα όπλα ανά χείρας το έβαλαν στα πόδια.
Και τότε ήταν που συνέβη.
Καμία από τις τέσσερις γυναίκες δεν είδε τι πήγε στραβά. Άλλοι μάρτυρες, από το πεζοδρόμιο και την προκυμαία στην απέναντι πλευρά του δρόμου, μετέφεραν αποσπάσματα αυτών που πίστευαν πως είχαν παρατηρήσει. Ένας οδηγός που περνούσε από το σημείο ήταν πεπεισμένος πως είχε δει τα πάντα «με την άκρη του ματιού του», όπως ισχυρίστηκε αργότερα.
Όπως το έσκαγαν οι ληστές, πρέπει να έπεσαν πάνω σε κάποιον στο πεζοδρόμιο. Εκείνος φώναξε, ακολούθησαν ένα δυο δευτερόλεπτα σιωπής, έπειτα ανταλλάχτηκαν κάποια λόγια, αντήχησε ένας πυροβολισμός, και ο περαστικός σωριάστηκε ανάσκελα στο πεζοδρόμιο, με το αίμα να αναβλύζει από το στήθος του, κοντά στην καρδιά.
Οι τρεις ληστές διέσχισαν βιαστικά τον δρόμο, έτρεξαν μέχρι την προκυμαία και πέταξαν τους σάκους σε μια μικρή, λευκή, πλαστική βάρκα που τους περίμενε στο σημείο. Ένας κινητήρας βρυχήθηκε, και η μικρή βάρκα έσκισε τα νερά του Βόγκεν, μέχρι που οι αυτόπτες μάρτυρες την είδαν να εξαφανίζεται λίγο αργότερα πίσω από τη χερσόνησο Νόρντνες.
Στο κατάστημα, ο ιδιοκτήτης εμφανίστηκε στην πόρτα του γραφείου. Με τους ώμους σκυφτούς είπε: «Σήμανα συναγερμό».
Η πιο νεαρή από τις πελάτισσες ήταν η επόμενη που μίλησε.
«Ο ληστής που στεκόταν στην πόρτα… είμαι σίγουρη… ήταν γυναίκα».
Πέντε λεπτά αργότερα κατέφτασαν οι πρώτοι αστυνομικοί και ειδοποιήθηκαν από τον ασύρματο πως μια εκτεταμένη επιχείρηση αναζήτησης βρισκόταν σε εξέλιξη σε ολόκληρη την περιοχή.