Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Κέιλεμπ Αζουμά Νέλσον [Caleb Azumah Nelson] «Ανοιχτή θάλασσα» (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 23 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Λες:
Ο ουρανός έχει εκραγεί και στο έδαφος έχει άσπρη στάχτη. Το σκυλί δεν έχει ξαναδεί χιόνι. Τη μια στιγμή χοροπηδάει πάνω στον πάγο και την άλλη κοκαλώνει, μένει μόνο ένα μικροσκοπικό τρέμουλο στα πίσω πόδια του. Η γιαγιά σου δεν είχε δει ποτέ χιόνι μέχρι τη χρονιά που γεννήθηκες, ενώ περίμενε τον ερχομό σου, και οι μαλακές νιφάδες έπεφταν σε μια μανιασμένη θύελλα, σβολιάζοντας πάνω στο έδαφος. Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται, για την ίδια, για την κόρη της και για το αγέννητο εγγόνι της. Την ίδια μέρα, η μητέρα σου βρισκόταν στον πάνω όροφο ενός λεωφορείου, τρέμοντας, καθώς ένας άντρας κράδαινε απειλητικά ένα όπλο, αλλά βγήκε αλώβητη. Δεν πιστεύεις στον Θεό, αλλά κάτι τέτοιες ιστορίες σε κάνουν να θέλεις να πιστέψεις. Φαντάζεσαι τη γιαγιά σου σε στιγμές θρησκευτικού ζήλου, να προσεύχεται για το σώμα σου που μόλις αρχίζει να σχηματίζεται, για το πνεύμα σου που κυοφορείται. Τώρα το σώμα της καταρρέει ή μάλλον έχει ήδη καταρρεύσει. Το πνεύμα της είναι παντού. Δεν ξέρεις αν θα επιστρέψεις ποτέ για να δεις πού αναπαύεται, αλλά, σε αυτή την περίσταση, δεν έχεις τη δύναμη. Δεν είσαι θρήσκος αλλά προσεύχεσαι για τη μητέρα και τον πατέρα σου που κάνουν το ταξίδι της επιστροφής στην Γκάνα, πίσω στην πατρίδα. Τα γόνατά σου ακουμπάνε πάνω στο σκληρό ξύλινο πάτωμα, πέφτεις στα πόδια των ίδιων σου των πόθων, όταν το σκυλί σε σκουντάει στην πλάτη με το μουσούδι του. Το σκυλί δεν έχει ξαναδεί χιόνι στη ζωή του. O ουρανός από πάνω σας ανέφελος, άμορφος και χωρίς λεπτομέρειες. Έχεις κοιτάξει ποτέ τον ουρανό μια νύχτα που έχει χιονίσει; Παίρνει μια πορτοκαλί λάμψη, σαν ένα φως που κάτι το εμποδίζει. Σε κάνει να θέλεις να απλώσεις το χέρι σου και να τον αγγίξεις, κι έτσι, μερικές φορές, προσεύχεσαι. Αν η προσευχή είναι κυρίως ο πόθος από τον βαθύτερο εαυτό, τότε προσεύχεσαι γι’ αυτήν να έχει ένα ασφαλές ταξίδι.
Λέει:
Δεν υπάρχει κανείς εδώ για να ακούσει το απαλό πάτημα των ποδιών της πάνω στη χρυσή σκόνη. Τη ζεστή ορμή του ωκεανού. Είχε ανάγκη να φύγει. Χρειαζόταν λίγη ψυχική γαλήνη. Ήθελε να ανασάνει. Ο ουρανός είναι κι εδώ ανέφελος. Το γαλάζιο του καύσωνα. Καλοκαίρι τον Ιανουάριο. Παράξενο πώς λειτουργεί ο χρόνος. Χρειάστηκε να υπερβεί πολλά όρια για να έρθει εδώ. Τράβηξε αυτή τη γραμμή από τον εαυτό της προς εκείνον, τον πατέρα της, ολομόναχη, μόνο και μόνο για να είναι κοντά. Όχι, η γραμμή ήταν εκεί, είναι πάντα εκεί, θα είναι πάντα εκεί, αλλά προσπαθεί να την ενισχύσει, να τη δυναμώσει. Αίμα και κόκαλα πάνω από το νερό, πάνω από ηπείρους και σύνορα. Τι είναι μια άρθρωση; Τι είναι ένα κάταγμα; Τι είναι ένα σπάσιμο; Είναι όλα πολύ δύσκολα. Η γλώσσα μάς προδίδει, ειδικά όταν εκείνος δεν ανοίγει το στόμα του. Απλώς είναι όλα πάρα πολλά. Φτάνει λοιπόν σε έναν θύλακα χρόνου όπου δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο το γαλάζιο του καύσωνα, ένα καλοκαίρι τον Ιανουάριο, χρυσή σκόνη κολλημένη ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, ο βρυχηθμός ενός σιωπηλού υδάτινου σώματος. Επίσης, ένα ευχαριστώ. Είναι ευγνώμων.
Λες:
Υπάρχει ένα έργο τέχνης που σου έρχεται στο μυαλό, του Ντόναλντ Ρόντνεϊ, με τίτλο «Στο Σπίτι του πατέρα μου». Μια φωτογραφία: ένα σκούρο χέρι, η παλάμη γυρισμένη προς τα πάνω, γραμμές που χαράζουν το δέρμα∙ στο κέντρο της παλάμης, ένα μικροσκοπικό σπίτι, προχειροφτιαγμένο, που το κρατάνε όρθιο δυο καρφίτσες. Είχες συχνά μια τέτοια εικόνα ή κάτι παρόμοιο στο μυαλό σου, όταν κατάλαβες ότι κουβαλάς το σπίτι του πατέρα σου, που σημαίνει ότι κουβαλάς επίσης ένα μέρος του σπιτιού που κουβαλούσε κι εκείνος, ο πατέρας του πατέρα σου, και ότι αυτός ο άντρας θα είχε κάνει το ίδιο. Το αρχικό σου ένστικτο είναι να σφίξεις το χέρι σου σε γροθιά και να το συντρίψεις, να αφήσεις το βάρος να πέσει στο έδαφος∙ αλλά ίσως θα ήταν απαραίτητο να ανοίξεις τις πόρτες, να ψάξεις τα δωμάτια που είναι φωτισμένα, να ρίξεις μια ματιά σε αυτά που δεν είναι, να δεις τι συνεχίζει να παραμένει αθέατο. Έπειτα να φύγεις από αυτό το μέρος, γαλήνιος, με τη γαλήνη, τόσο τη δική του όσο και τη δική σου, ανέγγιχτες.
Ξέρεις τι σημαίνει να πρέπει να τραβήξεις τη γραμμή ο ίδιος. Ξέρεις τι σημαίνει να κάνεις τη σκληρή οργή να λιώνει όταν ο πατέρας σου γελάει τόσο δυνατά με ένα δικό του αστείο που δάκρυα κυλάνε, κυλάνε ασταμάτητα προς τα κάτω, κάτω, κάτω. Ξέρεις τι σημαίνει να βλέπεις δάκρυα να κυλάνε, να κυλάνε ασταμάτητα προς τα κάτω, κάτω, κάτω. Σε πιάνουν απροετοίμαστο. Λίγα χρόνια πριν, αναγκαζόσουν να στρίψεις σε ένα σκοτεινό σοκάκι και να κλάψεις. Οι αναμνήσεις σε πλημμυρίζουν σαν το ρεύμα του ωκεανού, η θύμηση ενός άντρα για τον οποίον η αγάπη δεν ήταν πάντοτε συνώνυμη με τη φροντίδα. Έκλαψες όπως εκείνη τη φορά που σε άφησε στο μαγαζί και δεν γύρισε. Έκλαψες βραχνά και απαλά. Έκλαψες όπως κλαίει ένα μικρό παιδί για τον πατέρα του. Τι ειρωνεία. Αλήθεια, τι είναι μια άρθρωση; Τι είναι ένα κάταγμα; Τι είναι ένα σπάσιμο; Yπό ποιους όρους παύει η άνευ όρων αγάπη να υπάρχει; Η απάντηση είναι ότι ποτέ δεν θα σταματήσεις να κλαις για τον πατέρα σου. Δεν συμπαθείς πάντα αυτούς που αγαπάς άνευ όρων. Η γλώσσα μας προδίδει, πάντα. Αδύναμα πράγματα οι λέξεις. Και όλα χάνουν μπροστά στην αληθινή ευγνωμοσύνη, που ακόμα κι ένα ευχαριστώ δεν μπορεί να την εκφράσει, παρά μόνο ένα ευχαριστώ και σε εκείνη.
Έκλαψες όπως εκείνη τη φορά που σε άφησε στο μαγαζί και δεν γύρισε. Έκλαψες βραχνά και απαλά. Έκλαψες όπως κλαίει ένα μικρό παιδί για τον πατέρα του. Τι ειρωνεία. Αλήθεια, τι είναι μια άρθρωση; Τι είναι ένα κάταγμα; Τι είναι ένα σπάσιμο; Yπό ποιους όρους παύει η άνευ όρων αγάπη να υπάρχει; Η απάντηση είναι ότι ποτέ δεν θα σταματήσεις να κλαις για τον πατέρα σου. Δεν συμπαθείς πάντα αυτούς που αγαπάς άνευ όρων.
Λέει:
Η γλώσσα μας προδίδει, και μερικές φορές μας προδίδουν και οι γονείς μας. Προδίδουμε ο ένας τον άλλον, άλλοτε λίγο, άλλοτε πολύ, αλλά κοίτα, όταν αγαπάμε εμπιστευόμαστε, και όταν προδίδουμε, τσακίζουμε αυτή την άρθρωση. Εκείνη δεν θέλει να τη σπάσει και ίσως αυτό να μη γίνεται, δεν θέλει όμως να το ανακαλύψει. Ούτε εκείνη πιστεύει στον Θεό, ξέρει όμως τι λαχταράει. Δεν βλέπει την ώρα να γυρίσει σπίτι, σε ένα μέρος οικείο, όπου η συνοχή και η διαύγεια μπορεί να κάνουν την εμφάνισή τους.
«Έχεις φάει;»
«Μπα».
«Θα παραγγείλω. Κινέζικο, ινδικό, ταϊλανδέζικο, τζαμαϊκάνικο;» ρωτάς.
«Αν παραγγείλεις τζαμαϊκάνικο δεν θα φτάσει ποτέ. Κινέζικο;»
«Το κινέζικο είναι πάντα σίγουρη επιλογή» λες.
Στερεώνεις το τηλέφωνο ανάμεσα στο αυτί και τον ώμο σου, το καλάθι του σουπερμάρκετ κρεμασμένο στο άλλο μπράτσο.
«Τι να σου παραγγείλω;» προσθέτεις.
«Στείλε μου το μενού. Βασικά, κάτι με κοτόπουλο. Ή, μάλλον όχι, παϊδάκια. Πάρε μου παϊδάκια, σε παρακαλώ».
«Έγινε. Τα λέμε σε λίγο».
Πίσω στο σπίτι, στην κουζίνα σου, βγάζεις απ’ τη σακούλα τα πράγματα που ξέρεις ότι της αρέσουν αλλά συνήθως δεν έχεις: εκείνα τα τσιπς με το γλυκό τσίλι, γάλα σόγιας, Earl Grey. Θα ρίξετε απλώς μια ματιά στα δείγματα των φωτογραφιών που τράβηξες την προηγούμενη εβδομάδα για το πρότζεκτ που δουλεύετε μαζί, αλλά θέλεις να νιώθει άνετα, θέλεις να νιώθει σαν στο σπίτι της. Το σπίτι σου είναι πολύ ήσυχο ή μάλλον το βαραίνει η απουσία των άλλων. Οι γονείς σου είναι ακόμα στην Γκάνα, τιμούν τη ζωή της γιαγιάς σου. Ο μικρός σου αδερφός έχει επιστρέψει στο πανεπιστήμιο. Είσαι μόνος στο σπίτι. Η σιωπή είναι κάτι που συνήθως λαχταράς σε ένα τόσο γεμάτο σπιτικό, αλλά κάτι λείπει. Κάθε φορά που είσαι στο σπίτι της, μπορείς να εγγυηθείς ότι το φορητό ηχείο γεμίζει με ήχους το δωμάτιο. Τι να βάλεις; Τι θα δείχνει ότι δεν το έχεις σκεφτεί υπερβολικά; Ίσως το να μην είχες κάνει αυτή τη σκέψη, αλλά τώρα είναι πολύ αργά. Όταν ακούγεται το χτύπημα, στην πόρτα στέκεται ένας κοντόχοντρος, χαμογελαστός άντρας, που κρατάει μια λαδωμένη χαρτοσακούλα. Εκείνη στρίβει στη γωνία του σπιτιού σου βιαστικά, περνώντας την πόρτα τη στιγμή που βγαίνει ο ντελιβεράς.
«Συγγνώμη, συγγνώμη». Αγκαλιάζεστε στο κατώφλι και, καθώς τραβιέσαι, εκείνη λέει «Μπορώ να είμαι ειλικρινής;»
«Ρίχ’ το».
«Δεν έχω δικαιολογία. Απλώς άργησα. Τεμπέλιαζα».
«Όλα καλά. Έλα μέσα».
Κοιτάζει γύρω γύρω σαν ταξιδιώτης που χαρτογραφεί νέους τόπους. Βλέπεις τα μάτια της να σκοντάφτουν πάνω στις φωτογραφίες που είναι κρεμασμένες στον διάδρομο, προσπαθώντας να καταλάβει τι οδηγεί πού, βγάζοντας γρήγορα άκρη.
«Μόνο εσύ, η μαμά και ο μπαμπάς σου;»
«Και ο μικρός μου αδερφός. Σπουδάζει αλλά γυρίζει σπίτι για τις διακοπές. Και όποτε θέλει, για να είμαι ειλικρινής».
«Πόση διαφορά έχετε; Αυτός είναι;» Δείχνει μια φωτογραφία που είστε οι δυο σας, τραβηγμένη πέρυσι σε έναν γάμο, είστε πιασμένοι απ’ τον ώμο, γελάτε.
«Πέντε χρόνια» λες, κουνώντας το κεφάλι. Είναι κάτι μέρες, όπως η σημερινή, όταν σου τηλεφώνησε και άρχισε να σε πειράζει επειδή θα ερχόταν εκείνη, αυτά τα μικρά πειράγματα που καταλήγουν σε έναν διάλογο που δεν γίνεται ποτέ αιχμηρός και που διακόπτεται από ρυθμικά γελάκια που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σας, είναι κάτι μέρες, όπως η σημερινή, που η απόσταση μοιάζει μικρή και εύκολη. Αυτός είναι ο αδερφός σου, συνένοχος, πεισματάρης αντίπαλος, ευγενικός. Κι είναι και κάτι άλλες μέρες, όπως η σημερινή, στην ίδια τηλεφωνική συνομιλία, όταν το γέλιο κόβεται και τον ακούς να αγκομαχάει αναζητώντας αέρα, ακούς τον πανικό στο σώμα του που προσπαθεί να σταθεί όρθιο, ακούς τα δάκρυα, σου ζητάει να τον βοηθήσεις, να τον φροντίσεις, κι αυτό δεν είναι πρόβλημα, ποτέ δεν ήταν πρόβλημα, το κάνεις όμως για χρόνια, ειδικά τότε που η αγάπη του πατέρα σας σας πρόδωσε, τότε που ο πατέρας ήταν μακριά, σωματικά ή ψυχικά, και η ευθύνη έπεφτε πάνω σου, χωρίς να έχεις κι άλλη επιλογή, κι ήταν σκληρό, δύσκολο για ένα παιδί να φροντίζει τον εαυτό του κι άλλο ένα παιδί, ήταν αδύνατον να το κάνεις χωρίς να παραμελείς το ένα ή το άλλο, κι είναι και κάτι άλλες μέρες, όπως η σημερινή, που θυμάσαι ότι η απόσταση είναι μεγάλη και δύσκολη. Είναι ο αδερφός σου, η ευθύνη σου, το καθήκον σου, ο γιος σου.
«Είσαι φτυστός η μαμά σου» λέει. Κοιτάζει μια φωτογραφία του μπαμπά σου, αλλά δεν ρωτάει, κι έτσι δεν της λες. Συνεχίζει να χαρτογραφεί τη διαδρομή της μέσω της οικειότητας, κατευθύνεται προς την κουζίνα για να βάλει νερό στον βραστήρα.
«Τσάι;»
«Εγώ δεν θα ’πρεπε να ρωτήσω;»
«Εντάξει, τώρα είμαι στην κουζίνα».
Δοκιμάζει ένα ντουλάπι, μετά ένα άλλο, και βρίσκει το Earl Grey. Σε βλέπει να χαμογελάς.
«Τι;»
Κουνάς το κεφάλι σου.
«Πού θα πας μετά;»
«Στο παλιό μου σχολείο. Είναι αρκετά μακριά».
«Κάνεις αυτά που κάνουν οι απόφοιτοι; Μιλάς στα μικρά;»
Γελάει. «Κάτι τέτοιο. Γάλα;»
«Όχι, ευχαριστώ» λες, ενώ ανοίγεις το ψυγείο και της δίνεις τη χάρτινη συσκευασία με το γάλα σόγιας. «Έκανα κι εγώ κάτι παρόμοιο πέρυσι».
«Πού πήγες σχολείο;»
«Στο Ντάλγουιτς».
Κοκαλώνει. «Πήγες σε εκείνο το σχολείο;»
«Όχι σε εκείνο, αλλά σε ένα εκεί κοντά. Το ίδιο ίδρυμα. Παρόμοιοι άνθρωποι. Ίδια δίδακτρα».
«Πώς κι έτσι; Είμαι περίεργη να μάθω».
Τα ’φερε έτσι η τύχη, επειδή μια μέρα ακολούθησες άλλη διαδρομή. Δεν σου άρεσε το μεγαλύτερο σχολείο αρρένων, με τη μεγάλη αυλή κι αυτή την αίσθηση δυσφορίας που αργότερα θα αναγνώριζες ως έμφυτη μεροληψία. Όμως η διαδρομή της επιστροφής στο σπίτι, από άλλο δρόμο, προσπαθώντας να αποφύγεις τα έργα, θα σε κάνει να ρίξεις μια ματιά στο μικρότερο, μεικτό σχολείο. Το μικρότερο είναι σχετικό: δεν μπορείς να δεις μέχρι πού φτάνει, αλλά κρίνοντας από την αψεγάδιαστη πρασιά μπροστά από το κεντρικό τούβλινο κτίριο που δεσπόζει, είναι μεγαλύτερο απ’ όσο μπορεί να καταλάβει ο προεφηβικός εαυτός σου. Θα είναι οι τελευταίες εξετάσεις που θα δώσεις και η τελευταία προσφορά που θα δεχτείς. Ο ευγενικός άντρας –θα μάθεις ότι η ευγένεια σπάνια είναι αρκετή, αλλά αν συνδυάζεται με γνώση και συναίσθηση, μπορεί και να είναι– σου μιλάει για την Άρσεναλ και τη Γιουνάιτεντ στη συνέντευξή σου. Στην κεντρική αίθουσα, σε κατευθύνει προς τα μπισκότα: χοντρά, αφράτα μπισκότα, αραδιασμένα σε σειρές, που τα σερβίρει μια Τζαμαϊκανή μ’ ένα χρυσό δόντι, με την οποία αργότερα θα γίνετε φίλοι. Η μητέρα σου δεν σου λέει τι ακριβώς έχει ειπωθεί∙ ο δάσκαλος που πραγματοποιεί τη συνέντευξη δεν σου λέει ποτέ τι αναφέρει στη συστατική επιστολή που έγραψε για να διασφαλίσει ότι δεν θα πληρώσεις γι’ αυτή τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που απευθύνεται στους λίγους. Προτού φύγεις, σφίγγει το μικρό και αδύνατο χέρι σου, με το μεγάλο, γεμάτο φλέβες δικό του, και σε τραβάει πιο κοντά του, σαν να θέλει να σε αγκαλιάσει.
«Έχουμε ανάγκη από περισσότερα παιδιά σαν εσένα, νεαρέ μου».
Βλέποντας το άδειο σου βλέμμα: «Έχουμε ανάγκη από περισσότερα Μαύρα παιδιά. Αλήθεια».