Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ντάλια Γκρινκεβιτσούτε [Dalia Grinkevičiūtė] «Σκιές στην τούνδρα» (μτφρ. Κωνσταντίνα Στασινού), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Kάτι αγγίζω. Σιδερένιο και κρύο. Στηρίζομαι στην πλάτη μου. Πόσο όμορφα! Το φως του ήλιου… και οι σκιές.
Έχω επίγνωση πως μια φάση της ζωής μου έχει φτάσει στο τέλος της, οριστικά. Μία νέα ξεκινά, αβέβαιη και δυσοίωνη. Είκοσι τέσσερις άνθρωποι κείτονται δίπλα μου. Κοιμούνται; Ποιος ξέρει. Ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του, αφήνει πίσω του μια ζωή που τελείωσε μόλις χτες, οικογένεια, συγγενείς, φίλους. Όλοι λένε αντίο στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ξαφνικά, το τρένο τραντάζεται. Κάτι πέφτει από την πάνω κουκέτα. Τώρα σίγουρα κανείς δεν κοιμάται. Ησυχία. Ντύνομαι βιαστικά· πρέπει να αποχαιρετήσω το Κάουνας. Είμαστε όλοι στα παράθυρα. Όλα τώρα ανήκουν στο παρελθόν· χάθηκαν για πάντα. Άλλο ένα τράνταγμα και το τρένο ξεκινά. Βλέπω το καμπαναριό της εκκλησιάς των Καρμελιτών να αστράφτει στον ήλιο. Είναι τέσσερις και μισή. Το Κάουνας κοιμάται. Ένα τρένο με εξήντα τρία κλειστά βαγόνια γλιστρά αθόρυβα προς το απέραντο άγνωστο. Χίλιοι πεντακόσιοι Λιθουανοί κατευθύνονται σε ένα αβέβαιο μέλλον. Τα μάτια μας βουρκώνουν. Τα παιδιά κλαίνε, λες και διαισθάνονται τι έχει συμβεί – έχουν καρφώσει το βλέμμα τους στην εικόνα της πόλης που απομακρύνεται και δίνει τη θέση της στους αγρούς. Λοιπόν, παιδιά, αποτυπώστε τώρα αυτή την εικόνα στο μυαλό σας για πάντα, όσο πιο όμορφα μπορείτε. Αναρωτιέμαι πόσα άραγε ζευγάρια μάτια καταγράφουν αυτήν τη στιγμή στη μνήμη τους τη γενέτειρά τους, για τελευταία φορά.
«Έχω ένα προαίσθημα πως δεν θα ξαναδώ το Κάουνας» μου λέει η μητέρα μου. Τα λόγια της είναι μαχαίρι στην καρδιά μου. Μόλις ξεκίνησε ο δικός σου αγώνας, Ντάλια. Γυμνάσιο, παιδικά χρόνια, διασκέδαση, παιχνίδια, θέατρα, φίλες, όλα ανήκουν στο παρελθόν. Είσαι μεγάλη πια. Είσαι δεκατέσσερα. Έχεις μια μητέρα να φροντίσεις και έναν πατέρα να πάρεις τη θέση του. Μόλις ξεκίνησε η βιοπάλη σου.
Τούνελ. Το τρένο τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Ο Νέμουνας. Το Πετρασιουνάι. Πού είναι ο μπαμπάς; Αντίο.
Βίλνιους. Είμαστε στον εμπορικό σταθμό. Κάποιος φωνάζει σε έναν συγγενή του, έναν σιδηροδρομικό υπάλληλο. Του ζητά να πει στη μητέρα του αντίο, να τη συμβουλέψει να πάρει ζεστά ρούχα. Στον διάολο τα ζεστά ρούχα. Συμβούλεψέ τη να τρέξει, να κρυφτεί. Το Βίλνιους απομακρύνεται. Ο κόσμος στέκεται δίπλα στις γραμμές του τρένου, μας κοιτάζουν, λες και είμαστε εκτελεστικό απόσπασμα. Σηκώνουν τα χέρια τους να μας σταυροκοπήσουν. Οι Πολωνοί είναι θρήσκος λαός. Μήπως όντως οδεύουμε προς τον θάνατό μας;
Ο κόσμος στέκεται δίπλα στις γραμμές του τρένου, μας κοιτάζουν, λες και είμαστε εκτελεστικό απόσπασμα. Σηκώνουν τα χέρια τους να μας σταυροκοπήσουν. Οι Πολωνοί είναι θρήσκος λαός. Μήπως όντως οδεύουμε προς τον θάνατό μας;
Διάολε, όχι. Δεν θα πεθάνουμε, δεν θα τους δώσουμε αυτή την ικανοποίηση. Ανάθεμα τον πόλεμο. Θα ζήσουμε, θα επιβιώσουμε. Θα παλέψουμε και θα νικήσουμε, τ’ ακούτε;
Ναουγιόγι Βίλνια. Τρένα γεμάτα κόσμο είναι παραταγμένα στον σταθμό. Περπατάω κατά μήκος τους και ρωτάω για τον μπαμπά.
Όχι, όχι, όχι. Η απάντηση είναι πάντα η ίδια: Είμαστε από το Βίλνιους.
Μας συγκεντρώνουν πάλι μέσα στο τρένο. Τα βαγόνια κλείνουν ερμητικά και το τρένο ξεκινά. Είχα την ευκαιρία να το σκάσω και να τρέξω πίσω στον σταθμό – το ήθελα τόσο πολύ. Υπήρχαν στοίβες με κορμούς δέντρων δίπλα μου, αλλά θυμήθηκα πως είχα μια μητέρα που με περίμενε αβοήθητη στο τρένο. Ήμουν μόνο δεκατεσσάρων αλλά έπρεπε να φερθώ σαν είκοσι.
«Τα σύνορα, τα σύνορα! Πλησιάζουμε τα σύνορα». Οι τελευταίες εικόνες από τη Λιθουανία· από τα δάση της, τα δέντρα της, τα λουλούδια της.
Υπάρχει μια χαραμάδα στην πόρτα, περίπου πέντε εκατοστά. Εισπνέω τη μυρωδιά της εξοχής της Λιθουανίας. Δεν θέλω να την ξεχάσω ποτέ. Σε ένα από τα βαγόνια, κάποιος ξεκινά να τραγουδά: «Ω, Κύριέ μου, ω, αγαπημένη γη των πατέρων μας». Σιγά σιγά ξεκινά να τραγουδά όλο το τρένο.
Τώρα διασχίζουμε τη Λευκορωσία. Δεν χρειάζεται βίζα. Όρσα, Μινσκ, Σμολιένσκ. Διψάω. Έχει ζέστη και δεν μας δίνουν πολύ νερό.
Σε έναν σταθμό τρυπώνουμε όλοι κάτω από τα βαγόνια για να κάνουμε την ανάγκη μας. Κανείς δεν νιώθει την παραμικρή ντροπή. Φεύγει το δίπλα τρένο και η θέα είναι σαγηνευτική. Στους σταθμούς της Λευκορωσίας βρίσκονται επιβατικά τρένα με κύρια κατεύθυνση τη Λιθουανία. Και γιατί όχι; Σύντομα θα έχει αδειάσει. Η ώρα η καλή λοιπόν, αποδημητικές ακρίδες!
Κίροφ. Μπαίνουν τα τρένα στον σταθμό λες και παρελαύνουν. Το τρένο από το Κάουνας βρίσκεται στη μέση. Από τη μία πλευρά έχει το τρένο από τη Ρίγα και από την άλλη το τρένο από το Ταλίν. Γεια σας, πολιτείες της Βαλτικής! Ξεκινούν αμέσως συζητήσεις ανάμεσα στα τρένα.
Δυο δυο, στεκόμαστε στην ουρά για να πάρουμε το μεσημεριανό μας. Κάπου πίσω, βλέπω την καθηγήτρια που μας δίδασκε ιστορία. Ξαφνικά, σιωπή. Έπειτα ένας εκκωφαντικός θόρυβος από το ραδιόφωνο. Πόλεμος! Πόλεμος!
Κοιτάζουμε στα μάτια ο ένας τον άλλον και τρέχουμε πίσω στα βαγόνια μας κρατώντας σφιχτά το φαγητό μας και εφημερίδες.
Επικρατεί λίγη χαρά στα τρένα από τις τρεις βαλτικές πρωτεύουσες. Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω; Να πάμε σπίτι; Αλλά γιατί να το κάνουμε αυτό; Έχουμε αφήσει πίσω το μέτωπο. Έχουμε και την αγωνία: Τι συμβαίνει στη Λιθουανία; Έχουν γίνει καταστροφές; Έχουν σκοτωθεί συγγενείς μας κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών; Το ταξίδι συνεχίζεται. Και συνεχίζεται. Ημέρα πέντε. Ημέρα δέκα. Δεν τρώμε όλο μας το φαγητό· δίνουμε λίγο ψωμί στα παιδιά των ντόπιων που, με τα χέρια απλωμένα και τα πεινασμένα τους μάτια, ικετεύουν στα ρωσικά: «Khleba, tyotenki» [1]. Ήταν σαν ρεφρέν τραγουδιού που ακούγαμε συνέχεια με το που περάσαμε τα σύνορα της Λιθουανίας.
Τα Ουράλια Όρη. Χαίρετε, Μητέρα Ασία. Κουρασμένοι, βρόμικοι, χλωμοί, κοιμόμαστε ο ένας πάνω στον άλλον. Μας απασχολεί μόνο μια ερώτηση και ένα μονάχα θέμα συζήτησης: πού μας πηγαίνουν; Είχαμε τα Ουράλια Όρη στο μυαλό μας, αλλά ήδη τα αφήσαμε πίσω μας. Ο Αντριουκάιτις, ένας πρώην έμπορος και τεχνίτης, στεγνώνει τη μερίδα ψωμιού του και προσπαθεί να πείσει εμάς τους υπόλοιπους πως σύντομα θα θέλουμε να το αγοράσουμε. Έμπορος με τα όλα του, προσπαθεί να πουλήσει ακόμα κι εδώ: αγοραπωλησίες και απατεωνιές. «Θα ζείτε σε καλύβες από λάσπη και θα λιντσάρετε ο ένας τον άλλον» λέει μασουλώντας, με το στόμα γεμάτο. Λες κι αυτό το σενάριο αφορούσε μόνο εμάς και όχι αυτόν.
Ο Αντριουκάιτις, ένας πρώην έμπορος και τεχνίτης, στεγνώνει τη μερίδα ψωμιού του και προσπαθεί να πείσει εμάς τους υπόλοιπους πως σύντομα θα θέλουμε να το αγοράσουμε. Έμπορος με τα όλα του, προσπαθεί να πουλήσει ακόμα κι εδώ: αγοραπωλησίες και απατεωνιές. «Θα ζείτε σε καλύβες από λάσπη και θα λιντσάρετε ο ένας τον άλλον» λέει μασουλώντας, με το στόμα γεμάτο. Λες κι αυτό το σενάριο αφορούσε μόνο εμάς και όχι αυτόν.
Είναι ο μόνος που τρώει όλο τον χυλό με κεχρί που μας δίνουν. Λέει: «Ε και; Μην το τρώτε, λες και με νοιάζει. Σύντομα θα το μετανιώσετε». Υπάρχουν ολόκληροι κουβάδες γεμάτοι με αυτό το πράγμα. Το χύνουμε μέσα από μια τρύπα στις γραμμές του τρένου. Το λαμόγιο ο Αντριουκάιτις όμως έλεγε την αλήθεια, γιατί λίγες μέρες μετά, μετανιώσαμε πικρά για τον χυλό που πετάξαμε.
Ημέρα δεκαπέντε, ημέρα είκοσι. Νιώθω αδύναμη και το κεφάλι μου βαρύ. Επιτέλους! Φτάνουμε στον τερματισμό. Σε κάθε σταθμό αποσυνδέονται περίπου τρία με πέντε βαγόνια. Δυτική Σιβηρία. Σταθμός Τρόστσιν. Οι πόρτες από τα βαγόνια είναι ανοιχτές διάπλατα. «Vygruzhaytes bystreve!» [2] Όσες φορές και να ακούσω αυτήν τη φράση –ποικιλοτρόπως στολισμένη με ρωσικές βρισιές– μου παγώνει το αίμα. Πού είμαστε; Τι θ’ απογίνουμε;
Καθόμαστε σε μια πλατεία δίπλα στα υπάρχοντά μας και μας έχουν χωρίσει ανάλογα με τον προορισμό. Οι «οπαδοί» του Στάλιν πλησιάζουν τις ομάδες των απελαθέντων και ψάχνουν τα πράγματά τους. Βρέχει καταρρακτωδώς. Μπουμπουνίζει. Οι μαμάδες σκεπάζουν τα παιδιά τους, όμως όλοι βρέχονται ως το κόκαλο.
Τέσσερις ώρες αργότερα, η διαδικασία τελειώνει. Γίνεται μια ανακοίνωση: «Tak vot, vy budete zhit v sveklosoykhoze» [3]. Το δέκατο ένατο και το εικοστό βαγόνι (συνολικά πενήντα απελαθέντες) ξεκινούν για το συλλογικό αγρόκτημα. Κάθε φορά που έπαιρναν παρουσίες στο τρένο, ένιωθα άβολα να με αποκαλούν με νούμερο. Το ίδιο άβολα νιώθω και τώρα, που ο τσεκίστας, ένας φρουρός της μυστικής Αστυνομίας, φωνάζει: «Νούμερο δεκαεπτά! Νούμερο δεκαεπτά;» Μου παίρνει μερικά λεπτά να το αντιληφθώ, και τότε νιώθω να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Το νούμερο δεκαεπτά από το δέκατο ένατο βαγόνι – αυτή είμαι! Ευτυχώς ο μπαμπάς δεν είναι εδώ να το ακούσει. Νιώθω σαν κρατούμενος. Μας φωνάζουν όλους με τη σειρά. Ο μελαμψός τσεκίστας με το ψυχρό βλέμμα μού ρίχνει μια ματιά σαν γροθιά στο στομάχι. Με περιεργάζεται σαν δουλέμπορος, αξιολογεί τους μυς μου, υπολογίζει πόση δουλειά μπορεί να ρουφήξει από μέσα μου. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, νιώθω σαν αντικείμενο. Κανέναν δεν τον νοιάζει που δεν είμαι στο σχολείο να μελετώ, όπως θα έπρεπε. Στέκομαι, καταβεβλημένη και κάτωχρη. Νιώθω αυτά τα άθλια συναισθήματα ενός σκλάβου: μίσος και πίκρα. Γυρίζω το κεφάλι μου και εντοπίζω τη μητέρα. Στέκεται λίγο πιο πέρα και με παρακολουθεί με μια έκφραση πόνου. Πρώτη αυτή παίρνει το βλέμμα της και κοιτάζει κάτω, όμως εγώ μπορώ να δω τα δάκρυα στο πρόσωπό της. Η κόρη της και ο γιος της, τα βλαστάρια της, να ζυγιάζονται σαν δουλικά ζώα. Υπήρξε αμοιβαία κατανόηση. Ήταν μια άβολη στιγμή και για τις δυο μας και δεν ξαναμιλήσαμε γι’ αυτό.
Φιλοξενούμαστε σε δύο τεράστιους στρατώνες και δουλεύουμε δεκαοκτώ ώρες την ημέρα στα χωράφια. Τα πρόσωπά μας είναι ηλιοκαμένα, τα χέρια μας σκληρά και ροζιασμένα. Μας δίνουν ψίχουλα. Οι επόπτες μας δεν χάνουν ευκαιρία να μας χλευάσουν· στα δικά τους μάτια είμαστε εγκληματίες. Οι Ουκρανοί, που είναι κι αυτοί εξόριστοι, είναι πιο σπλαχνικοί. Δεν μιλάμε γρι ρωσικά, όμως κάπως τα κουτσοκαταφέρνουμε στη συνεννόηση. Για να μπορέσουμε να ζήσουμε, ανταλλάσσουμε προϊόντα μεταξύ μας. Έρχεται χειμώνας. Οι στρατώνες και οι τουαλέτες είναι παγωμένα. Γίνονται μετακινήσεις: άλλοι μεταφέρονται στο Τρόιτσκι, άλλοι στο Μπισκ, και οι Ουκρανοί εγκαθίστανται με άλλους Ουκρανούς.
Όλοι πιστεύουμε πως θα γυρίσουμε πίσω σύντομα. Κανείς δεν τολμά να σκεφτεί το αντίθετο. Το κλίμα εδώ είναι καλό, ειδικά για όσους έχουν φυματίωση. Η φίλη μου, η Ιρένα Β., στην ηλικία μου, στη Λιθουανία έκανε θεραπείες για πνευμοθώρακα, όμως εδώ έχει ζωντανέψει σαν λουλούδι. Ο χειμώνας είναι κρύος αλλά ξηρός. Δεν θα κρατήσει πολύ. Έρχεται η άνοιξη και σύντομα θα φυτέψουμε λαχανικά στους κήπους.
Μακάρι να μπορούσα να κοιμηθώ· μόνο για ένα λεπτό, ακόμα και για ένα δευτερόλεπτο. Το τρένο τραντάζεται ολόκληρο καθώς σχίζει τον αέρα με μεγάλη ταχύτητα και το σφυροκόπημά του είναι πληκτικό. Οι εβδομήντα δύο άνθρωποι στο βαγόνι μας κοιμούνται όρθιοι, με τα μάτια ανοιχτά. Νιώθω μια τρεμάμενη ανάσα πίσω μου. Είναι η Τζιν Μαρκαουσκέιτε, ένα φυματικό δεκάχρονο κορίτσι, με δέρμα ωχρό σαν λεμόνι, μάτια βυθισμένα και μπλε χείλη. Αυτή κρυώνει ενώ εγώ σκάω. Στον λαιμό και στους ώμους της περπατάνε ψείρες, πηδάνε πάνω μου και μετά εξαφανίζονται.
Κρασνογιάρσκ. Το ταξίδι με το τρένο της κολάσεως έχει ήδη συμπληρώσει μια εβδομάδα. Μέσα στο σκοτάδι τρεμοπαίζει ένα μικρό φως από το ταβάνι του βαγονιού μας. Μπορούσα όντως κάποτε να κοιμηθώ τα βράδια; Μπορούσα να τεντώσω τα πόδια μου; Όχι, αποκλείεται.
Δεν υπάρχει χώρος ούτε να κουνηθούμε – τα πόδια μου έχουν πρηστεί. Είναι λες και μας έχει σκεπάσει όλους στο βαγόνι ένα μαύρο σύννεφο. Βλέπω το πρόσωπο της Τζιν και νομίζω πως είναι όνειρο. Βήχει πάνω μου. Για ποιον αναθεματισμένο λόγο έπρεπε να ανασαίνουμε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου και να ανταλλάσσουμε ψείρες τις τελευταίες πέντε μέρες; Μέσα στο τρένο ξεκίνησαν τώρα να μαλώνουν σαν τα κοράκια. Ένας ηλίθιος χοντρός χτυπάει τη μητέρα της Τζιν με ένα ξύλο επειδή τον ακούμπησε. Μπάσταρδοι, λεχρίτες, σύντομα θα πεθάνουν, κι αυτοί τρώγονται μεταξύ τους. Πόσο θα ήθελα να ήμασταν λιγότεροι εδώ μέσα – ακόμα και ένα ή δύο άτομα λιγότερα. Τότε θα υπήρχε λίγος χώρος να ανασάνουμε. Ουρλιαχτά. Υστερία. Από στιγμή σε στιγμή θα πεθάνω από ασφυξία. Ονειρεύομαι χωρίς καν να κοιμάμαι. Το ταξίδι είναι απάνθρωπα μεγάλο. Πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται να εκτροχιαστεί το τρένο, να εκτιναχτούν τα βαγόνια, οτιδήποτε, αρκεί να μπορέσω να ανασάνω. Μάλλον πρέπει να χάνω τα λογικά μου.
Επιτέλους. Φτάσαμε. Το βαγόνι αδειάζει. Στέρεο έδαφος. Τα πόδια μου λυγίζουν καθώς έχω να περπατήσω μια βδομάδα. Βροχή. Λάσπη. Οι στρατώνες είναι πεντακόσια μέτρα μακριά. Σέρνουμε τα υπάρχοντά μας. Το μέρος είναι τεράστιο, βρομερό, και γεμάτο με στοιβαγμένα, άπλυτα κορμιά, να βράζουν πεσμένα στο πάτωμα και να βρομοκοπάνε πάνω στα κουρέλια τους. Δέκα περίπου λεπτά αργότερα, πέντε χιλιάδες άνθρωποι κοιμούνται στον στάβλο, ή μάλλον είναι κάτι σαν αίθουσα εκδηλώσεων. Τι ωραία αίσθηση να μπορώ επιτέλους να τεντώσω τα πόδια μου και να χαλαρώσω! Σιωπή.
Μας ενημερώνουν πως βρισκόμαστε στο Μακάροφ, δίπλα στον Αγγαρά ποταμό. Ένας σβέλτος και ζωηρός νεαρός ονόματι Ζενσίκας πιστεύει πως σύντομα θα μας επιβιβάσουν σε κάποιο ατμόπλοιο. Λάμπουν τα μάτια μας σε αυτήν τη σκέψη. Μας παρασύρει όλους ο ενθουσιασμός πως ίσως μεταφερθούμε σε αυτή την ουτοπία που λέγεται Αμερική. Παρόλο που αυτό θέλει η καρδιά όλων μας, η λογική μας λέει πως είναι ανέφικτο. Ακόμα όμως κι αν ο Ζενσίκας κάνει λάθος, η ελπίδα και η ψευδαίσθηση μιας σύντομης απελευθέρωσης θα μας κρατήσουν ζωντανούς άλλες δύο εβδομάδες. Μέσα μου πιστεύω πως ίσως και να θέλουν να μας ξεφορτώσουν στην Αμερική. Για παράδειγμα, Ο Ζίγκμας Στεπονάβιτσους, φοιτητής στην Αγροτική Ακαδημία, πούλησε το ρολόι του σε έναν φρουρό, όμως στην πορεία το ρολόι χάλασε. Ο φρουρός εξαγριώθηκε. «Ποιο είναι το ευχαριστώ; Εμείς μεταφέρουμε αυτούς τους Λιθουανούς σε καλές περιοχές και αυτός είναι ο τρόπος να μας το ξεπληρώσουν!» Βέβαια, τέτοια περιστατικά δεν μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις σιγουριά. Αν υπήρχε εντολή να μεταφέρουν Λιθουανούς στην Αμερική, δεν θα τους μετέφεραν όλους; Γιατί η Ματιουκιένε, που τη συμπαθούσαν πολύ οι επιθεωρητές στις φάρμες, έμεινε πίσω; Ακόμα κι εγώ όμως, ενδίδω στον γενικό ενθουσιασμό. Φεύγουμε, λοιπόν, για Αμερική, ή για αμερικανικά εδάφη, όπως μας έκανε να πιστεύουμε ο Κρικστάνις. Τον έχω στο μυαλό μου σαν μια φιγούρα εξουσίας. Αυτή την περίοδο της ζωής μου αδυνατώ να έχω προσωπική άποψη, και απλά βασίζομαι σε οποιονδήποτε με θέση εξουσίας.
Κατευθυνόμαστε στα ατμόλουτρα. Για να κερδίζουμε χρόνο στην καθαριότητα, προσπαθούμε να φτάνουμε εκεί πρώτοι, με το που γίνεται δηλαδή η ανακοίνωση. Όταν λέω «εμείς» εννοώ εμένα, το μελαμψό κορίτσι και την κόρη του Ζενσίκας. Το λουτρό είναι τεράστιο. Προφανώς χτίστηκε για να πλένονται οι εξόριστοι που κατευθύνονται βόρεια ή ανατολικά. Ένας γοητευτικός νεαρός μαζεύει τα ρούχα μας. Ρωτά ποιοι είμαστε. Του απαντάμε πως είμαστε Λιθουανοί. Μας διηγείται πως έχουν περάσει ήδη οι Φινλανδοί, οι Εσθονοί και οι Ουκρανοί από αυτό το μέρος. Μας πιέζει να γδυθούμε γρήγορα, πριν γεμίσει το μέρος με γυναίκες. Και οι τρεις μας κοιταζόμαστε με έκπληξη. Ρωτάμε γιατί δεν δουλεύει κάποια γυναίκα εδώ.
«Είναι στην πτέρυγα των αντρών» απαντά με ένα πονηρό χαμόγελο. Δεν είναι στο χέρι μας να κάνουμε κάτι. Γδυνόμαστε και του δίνουμε τα ρούχα μας. Τα κρεμάει για ξεψείρισμα. Το μπάνιο μάς ανανεώνει και νιώθουμε επιτέλους καθαρές. Το «ομορφόπαιδο» μας χαιρετάει όλο χαρά και μας επιστρέφει τα ρούχα μας. Ντυνόμαστε αργά και τον αποχαιρετούμε με ειλικρίνεια και θέρμη. Το ίδιο απόγευμα μεταφερόμαστε λίγα χιλιόμετρα με φορτηγό, στην ακτή του ποταμού Αγγαρά. Η εγκατάστασή μας γίνεται σε τεράστια ξύλινα καταλύματα. Όσοι από εμάς δεν χωράνε, μένουν έξω. Παραμένουμε στην ακτή για μια εβδομάδα. Κατάφερα να πάρω το τρένο για το Τσερεμχόβο και να πουλήσω κάποια από τα υπάρχοντά μας, σε αντάλλαγμα για αλεύρι, βούτυρο και άλλα φαγώσιμα.
Το σούρουπο εδώ ήταν παράξενο. Μόλις έπεφτε ο ήλιος, άναβαν υπαίθριες φωτιές. Ο καταυλισμός ήταν κοντά σε δάσος, οπότε είχαμε μπόλικα κλαδιά και κρατούσαμε τις φωτιές αναμμένες μέχρι να ανατείλει ο ήλιος. Όλοι μαζεύονταν γύρω τους, μικροί μεγάλοι. Σε αυτή την τεράστια έκταση, οι φωτιές λαμπίριζαν σαν αμέτρητες αχτίδες φωτός. Χιλιάδες Λιθουανοί συγκεντρώνονταν εκεί και τραγουδούσαν για να απαλύνουν τον πόνο τους. Σειόταν ολάκερο το δάσος στο θείο άκουσμα των τραγουδιών μας. Συνήθως ξεκινούσαμε με τον ύμνο των απελαθέντων, Επιστροφή στη χώρα των πατέρων μας. Ούτε μουσική παιδεία έχω, ούτε συναισθηματική είμαι, όμως αυτό το τραγούδι κάθε φορά μού σπάραζε την καρδιά. Δεν μπορώ να σκεφτώ καμία χορωδία, καμία μουσική, καμία μελωδία, σε κανέναν τόπο, με πιο όμορφο άκουσμα από αυτό των Λιθουανών εξόριστων να τραγουδούν στις δασικές ακτές του ποταμού Αγγαρά. Το τραγούδι ξεκινούσε σε μια εστία φωτιάς, συνεχιζόταν σε μια δεύτερη, σε μια τρίτη και ούτω καθεξής, μέχρι που το απέραντο δάσος γέμιζε με τις αγωνιώδεις μελωδικές φωνές των Λιθουανών. Μας ταξίδευαν πίσω στη Λιθουανία των ονείρων μας, και δακρύζαμε. Τα τραγούδια μάς ένωναν, μας έδιναν δύναμη, μας προετοίμαζαν για τις δυσκολίες που επρόκειτο να συναντήσουμε, αποτελούσαν κίνητρο αντοχής για τη νέα γενιά. Έστω για λίγο, μας ταξίδευαν στη γενέτειρά μας και μας γέμιζαν κουράγιο και ελπίδα πως θα επιστρέψουμε. Δεν ξέρω πώς ένιωθαν οι υπόλοιποι, αλλά κάθε φορά που έβλεπα τους εξόριστους να μαζεύονται για να τραγουδήσουν, αναρωτιόμουν πόσοι από αυτούς άραγε θα έβλεπαν την πατρίδα τους ξανά. Είχα ένα κακό προαίσθημα, σαν να έβλεπα μια σκιά θανάτου να αιωρείται από πάνω μας. Ίσως να ήταν μονάχα το ένστικτο ενός μικρού παιδιού. Δυστυχώς, ο χρόνος θα το επιβεβαίωνε. Παραδόξως, ποτέ δεν ένιωσα πως ίσως πεθάνω κι εγώ. Ήμουν πεπεισμένη πως ό,τι και να επιφύλασσε το μέλλον, θα επιβίωνα. Έτσι αισθανόμουν. Τις επόμενες μέρες, ξεκίνησε να διαμορφώνεται ένα νέο στοιχείο στον χαρακτήρα μου, κι αυτό ήταν ένα είδος επιμονής. Πείσμωσα. Ένιωθα μέσα μου να μεγαλώνει η επιθυμία να αντιμετωπίσω τη ζωή κατά πρόσωπο, να παλέψω και να νικήσω. Ήμουν σίγουρη για την επιβίωσή μου.
Μας μεταφέρουν μέσα σε μαούνες. Πλέουμε δύο μέρες καθοδικά, στα ταραχώδη νερά του Αγγαρά. Διασχίζουμε τις γραφικές του ακτές που χρυσαφίζουν από το φως του ήλιου. Δεν έχω όρεξη να σκεφτώ τίποτα, αδειάζω το μυαλό μου. Πάλι μας δίνουν εντολή να αποβιβαστούμε, πάλι βρέχει. Γιατί βρέχει σε κάθε αποβίβαση; Η ακτή είναι γεμάτη βράχια. Μέσα σε λίγες ώρες, μετατρέπεται σε καταυλισμό. Το ατμόπλοιο με το κομβόι από τις μαούνες που μας μετέφεραν κάνει αναστροφή.
Επιστρέφει για να μαζέψει τους υπόλοιπους από την ομάδα που έμειναν πίσω, καθώς και τους απελαθέντες που αναμένεται να φτάσουν στο Μακάροφ. Σούρουπο. Μικρές, υπαίθριες φωτιές λάμπουν εδώ κι εκεί. Βράζουμε χυλό, ίσα ίσα για να γεμίσουμε λίγο το στομάχι μας. Το δάσος είναι κάπως μακριά. Δεν υπάρχουν ξύλα για τη φωτιά, τίποτα, μόνο ένας κενός, απέραντος τόπος, σπαρμένος με πέτρες και εμάς, τους Λιθουανούς «γύφτους», όπως μας αποκαλούν. Αδειάζουμε τους σάκους μας, βγάζουμε από μέσα όλα τα κουρέλια που κουβαλάμε και προσπαθούμε να φτιάξουμε σκεπάσματα. Όλα είναι μούσκεμα από τη βροχή. Κάνει κρύο, δεν μας αρέσει εδώ. Ο αέρας που εισπνέουμε, βέβαια, είναι καθαρός. Το βράδυ, απλώνεται μια ηρεμία στη μικρή μας αποικία. Ξαπλώνουμε ο ένας κοντά στον άλλον για να ζεσταθούμε και κουκουλωνόμαστε με ό,τι βρούμε. Προσπαθώ να ανασάνω κάτω από τα σκεπάσματα που, όλως περιέργως, είναι ζεστά. Εκεί που διπλώνει το ύφασμα, μαζεύεται νερό από τη βροχή και πέφτει, σταγόνα σταγόνα, πάνω στα γόνατά μου. Άνοιξαν οι σιβηρικοί ουρανοί και ξεπλένουν τα μαλλιά μου.
Είναι ένα κρύο βράδυ με ξαστεριά. Πεντακόσιες χιλιάδες Λιθουανοί στη βραχώδη παραλία του Ζάγιαρσκ.
«Μα καλά, δεν σ’ το ’πα; Είναι απολύτως ξεκάθαρο, πασιφανές, αγαπημένη μου Μπρόνιουκ. Δεν κάναμε λάθος. Κατευθυνόμαστε σε αμερικανικά εδάφη» λέει ο Κρικστάνις στη γυναίκα του, λαχανιασμένος. Είδε φορτηγά γεμάτα κόσμο, να τους μεταφέρουν κατά μήκος της ακτής στις αποβάθρες του ποταμού Λένα. Ο Κρικστάνις είναι ο γηραιότερος της ομάδας μας. Παρόλο που δεν είμαστε πια στο τρένο, όσοι βρεθήκαμε στο ίδιο βαγόνι τη στιγμή της απέλασης έχουμε γίνει μια ομάδα. Όλες οι αντίστοιχες ομάδες τρώνε και μεταφέρονται μαζί. Ο Κρικστάνις είναι το μαύρο πρόβατο. Έφυγε από τη Λιθουανία εθελοντικά. Στις 23 Ιουνίου, όταν βομβάρδιζαν οι Γερμανοί το Βίλνιους, βρήκε καταφύγιο στα βάθη της Σοβιετικής Ένωσης με τη σύζυγό του και τον γιο τους. Από φόβο μήπως διωχθεί από τους Γερμανούς, προχώρησε ακόμα βαθύτερα: Γκόρκι, Μόσχα, Σαράτοφ, Τασκένδη, Μπαρναούλ. Όταν έμαθε για την απέλαση των Λιθουανών, μπήκε στο κομβόι μας, υποθέτοντας πως ο τελικός μας προορισμός είναι τα αμερικανικά εδάφη.
«Ένας δημοκράτης είμαι» εξηγεί ισιώνοντας με τα δύο του δάχτυλα τα γυαλιά πάνω στη μύτη του. «Πάλευα και θα συνεχίσω να παλεύω για τα συμφέροντα των πολλών. Αυτό είναι το μότο μου».
Ήταν τρία χρόνια φυλακισμένος στο Κάουνας. Γενικά μιλώντας, δεν είναι και πολύ συμπαθής, αλλά είναι καλός με την οικογένειά του. Θυμάμαι ένα περιστατικό, πίσω στο Μπισκ, όταν μας φόρτωναν στα βαγόνια. Όλοι σπρώχναμε για να μπούμε μέσα, λες και φοβόμασταν μη μείνουμε πίσω. Ως αποτέλεσμα, καθόμασταν σαν σαρδέλες, ο ένας πάνω στον άλλον. Θυμάμαι τον Κρικστάνις να σηκώνει το σώμα του από τα χερούλια στην άκρη του κόκκινου βαγονιού, και να το χρησιμοποιεί για να σπρώχνει όλους τους άλλους προς τα πίσω με τις πατούσες του, ώστε να είναι πρώτος στο τρένο. Παρατηρούσα από μακριά και σκεφτόμουν, να ένας που θα πατούσε επί πτωμάτων σε όποιον του σταθεί εμπόδιο.
Εμφανίζονται φορτηγά ανά δέκα-δεκαπέντε λεπτά. Είκοσι ενήλικες με τα παιδιά και τα υπάρχοντά τους επιβιβάζονται και εξαφανίζονται σε ένα σύννεφο σκόνης. Έχει ζέστη. Ούτε λίγος ίσκιος πουθενά. Ό,τι ήταν βρεγμένο έχει πια στεγνώσει. Μέχρι το σούρουπο, έχει απομείνει μόνο το ένα τέταρτο των απελαθέντων. Η περιοχή φόρτωσης στην παραλία έχει πια σχεδόν αδειάσει. Ξεκινάει να έχει λίγη ψύχρα, κρυώνουμε. Φοράω το χειμωνιάτικο παλτό μου. Διάσπαρτες φωτιές παραμένουν αναμμένες στην τεράστια έκταση, εγκαταλελειμμένες από τους απελαθέντες που δεν πρόλαβαν να μαγειρέψουν τίποτα.
[1] Ψωμί, κυρίες.
[2] Έξω γρήγορα!
[3] Λοιπόν, όλοι εσείς θα μείνετε σε ένα συλλογικό αγρόκτημα παντζαριών.