Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ [Stephen King] «Το πράσινο μίλι» (μτφρ. Πητ Κωνσταντέας), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 9 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δεν υπήρχε καθόλου ζέστη, καμιά αίσθηση ηλεκτρισμού, αλλά για μια στιγμή είχα την εντύπωση ότι το χρώμα αναπηδούσε απ’ όλα τα αντικείμενα, λες και κάποιος έσφιγγε τον κόσμο κάνοντάς τον να ιδρώσει. Έβλεπα κάθε πόρο στο πρόσωπο του Κόφι, έβλεπα κάθε φλεβίτσα στα βασανισμένα μάτια του, έβλεπα μια μικροσκοπική αμυχή που έκλεινε στο πιγούνι του. Συνειδητοποίησα ότι τα δάχτυλά μου είχαν καμπουριάσει σαν αρπάγες στον αέρα κι ότι τα πόδια μου έπαιζαν ταμπούρλο στο δάπεδο του κελιού του Κόφι.
Και μετά τα πάντα εξαφανίστηκαν. Το ίδιο και η ουρολοίμωξή μου. Τόσο η ζέστη όσο κι ο ανυπόφορος πόνος είχαν φύγει από τα σκέλια μου κι ο πυρετός είχε εγκαταλείψει το κεφάλι μου. Εξακολουθούσα να αισθάνομαι τον ιδρώτα στο δέρμα μου και μπορούσα να τον μυρίσω, αλλά ο πυρετός είχε κάνει φτερά.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε σχεδόν υστερικά ο Ντελακρουά. Η φωνή του εξακολουθούσε να έρχεται από κάπου μακριά, αλλά όταν ο Τζον Κόφι έσκυψε μπροστά και σταμάτησε να με κοιτάζει κατάματα, η φωνή του μικρόσωμου Κέιτζουν έγινε ξαφνικά πεντακάθαρη. Ήταν σαν να είχε τραβήξει κάποιος βαμβάκι από τα αυτιά μου ή προστατευτικά όπως αυτά που φορούν οι σκοπευτές. «Τι σου κάνει;»
Ο Κόφι ήταν σκυμμένος πάνω από τα γόνατά του, ενώ το πρόσωπό του παραμορφωνόταν και ο λαιμός του φούσκωνε. Τα μάτια του πρήζονταν. Έμοιαζε με άνθρωπο που ένα κοκαλάκι κοτόπουλου είχε σκαλώσει στον λαιμό του.
Δεν απάντησα. Ο Κόφι ήταν σκυμμένος πάνω από τα γόνατά του, ενώ το πρόσωπό του παραμορφωνόταν και ο λαιμός του φούσκωνε. Τα μάτια του πρήζονταν. Έμοιαζε με άνθρωπο που ένα κοκαλάκι κοτόπουλου είχε σκαλώσει στον λαιμό του.
«Τζον!» φώναξα. Τον χτύπησα στην πλάτη. Ήταν το μόνο που μου πέρασε από το μυαλό. «Τζον, τι τρέχει;»
Τινάχτηκε κάτω από το χέρι μου και μετά έβγαλε έναν δυσάρεστο ήχο, σαν να πνιγόταν ή σαν να προσπαθούσε να κάνει εμετό. Το στόμα του άνοιξε όπως ανοίγουν μερικές φορές το στόμα τους τα άλογα για να δεχτούν το χαλινάρι – απρόθυμα, με τα χείλη να αποκαλύπτουν τα δόντια σε έναν μορφασμό απελπισίας σχεδόν. Μετά τα δόντια του άνοιξαν κι εκείνα και μαζί με την ανάσα του βγήκε ένα σύννεφο από μικροσκοπικά μαύρα έντομα που έμοιαζαν με κουνούπια ή σκνίπες. Στριφογύρισαν μανιασμένα ανάμεσα στα γόνατά του, έγιναν άσπρα κι εξαφανίστηκαν.
Ξαφνικά όλη η δύναμη χάθηκε από το στήθος μου. Ήταν σαν οι μύες μου να είχαν γίνει νερό. Ακούμπησα βαριά στον πέτρινο τοίχο του κελιού του Κόφι. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν το όνομα του Σωτήρα –Χριστέ, Χριστέ, Χριστέ, ξανά και ξανά– και θυμάμαι ότι πίστευα πως ο πυρετός μού είχε προκαλέσει παραλήρημα. Τίποτε άλλο.
Έπειτα συνειδητοποίησα ότι ο Ντελακρουά φώναζε βοήθεια. Πληροφορούσε τον κόσμο ότι ο Τζον Κόφι με σκότωνε – με όλη τη δύναμη της φωνής του. Ο Κόφι έσκυβε πράγματι από πάνω μου, αλλά απλώς και μόνο για να δει αν ήμουν εντάξει.
«Βούλωσ’ το, Ντελ», είπα και σηκώθηκα. Περίμενα ότι ο πόνος θα θέριζε τα σκέλια μου, αλλά δεν ένιωσα τίποτα. Ήμουν καλύτερα. Πράγματι. Αισθάνθηκα μια στιγμιαία ζαλάδα, αλλά πέρασε πριν προλάβω να απλώσω το χέρι και να πιαστώ από τα κάγκελα του κελιού του Κόφι για να μη χάσω την ισορροπία μου. «Είμαι μια χαρά».
«Φύγε από κει», φώναξε ο Ντελακρουά σαν νευρική γριούλα που έλεγε σε κάποιο πιτσιρίκι να κατέβει από τη μηλιά. «Δεν πρέπει να είσαι εκεί μέσα αφού δεν υπάρχει άλλος στην πτέρυγα».
Κοίταξα τον Τζον Κόφι, που καθόταν στο κρεβάτι με τα τεράστια χέρια ακουμπισμένα στα πόδια του που ήταν σαν κορμοί δέντρων. Έπρεπε να σηκώσει το κεφάλι για να με κοιτάξει, αλλά όχι πολύ.
«Τι έκανες, παλικάρι;» ρώτησα χαμηλόφωνα. «Τι μου έκανες;»
«Τα κατάφερα», είπε. «Σε βοήθησα, έτσι δεν είναι;»