Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Κάρσον ΜακΚάλερς [Carson McCullers] «Ρολόι χωρίς δείκτες» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο θάνατος είναι ίδιος πάντα, αλλά κάθε άνθρωπος πεθαίνει με τον δικό του τρόπο. Για τον Τζ. Τ. Μαλόουν άρχισε με τρόπο τόσο απλό και συνηθισμένο, που για κάποιο διάστημα πέρασε το τέλος της ζωής του γι’ αρχή μιας νέας εποχής. Ο χειμώνας του τεσσαρακοστού του έτους ήταν ασυνήθιστα κρύος για μια πόλη του Νότου – με παγερές παστέλ ημέρες και λαμπερές νύχτες. Η άνοιξη ήρθε βίαια στα μέσα του Μάρτη εκείνη τη χρονιά, το 1953, κι ο Μαλόουν ήταν νωθρός και κομμένος τις μέρες της πρώτης ανθοφορίας και του ουρανού με αέρηδες. Ήταν φαρμακοποιός και, διαγιγνώσκοντας εαρινή κόπωση, έγραψε για τον εαυτό του ένα τονωτικό με σίδηρο για το συκώτι. Αν και κουραζόταν εύκολα, διατήρησε τη συνηθισμένη του ρουτίνα: πήγαινε με τα πόδια στη δουλειά και το φαρμακείο του ήταν από τις πρώτες επιχειρήσεις που άνοιγαν στον κεντρικό δρόμο κι έκλεινε στις έξι. Έτρωγε μεσημεριανό σ’ ένα εστιατόριο στο κέντρο και βραδινό στο σπίτι με την οικογένειά του. Όμως το ένα φαγητό τού μύριζε και τ’ άλλο του βρομούσε, κι έχανε σταθερά βάρος. Όταν έβγαλε το χειμωνιάτικο κουστούμι του και φόρεσε ένα ελαφρύ ανοιξιάτικο, το πανταλόνι κρεμόταν σε σούρες πάνω στο ψηλό αδυνατισμένο του σκαρί. Οι κρόταφοί του είχαν μαζέψει, έτσι που οι φλέβες του φαίνονταν να πάλλονται όταν μασούσε ή κατάπινε, και το μήλο του Αδάμ πάλευε μες στον λιανό του λαιμό. Όμως ο Μαλόουν δεν έβλεπε κάποιο λόγο γι’ ανησυχία· η εαρινή του κόπωση ήταν ασυνήθιστα βαριά και πρόσθεσε στο τονωτικό του την παλιομοδίτικη θεραπεία με θείο και μελάσα – γιατί τελικά οι παλιές γιατρειές ήταν οι καλύτερες. Αυτή η σκέψη πρέπει να τον παρηγόρησε γιατί σύντομα ένιωσε λιγάκι καλύτερα κι έβαλε μπρος τον ετήσιο λαχανόκηπό του. Έπειτα, μια μέρα καθώς ετοίμαζε μια συνταγή, ταλαντεύτηκε και λιποθύμησε. Κατόπιν επισκέφθηκε τον γιατρό κι ακολούθησαν μερικές εξετάσεις στο νοσοκομείο Σίτι. Εξακολουθούσε να μην είναι ιδιαίτερα ανήσυχος· είχε εαρινή κόπωση και την αδυναμία που συνοδεύει αυτή την πάθηση, και μια ζεστή μέρα είχε λιποθυμήσει – κάτι κοινό, ως και φυσικό. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ τον θάνατό του παρά μόνο σε κάποιο σκοτεινό, απροσδιόριστο μέλλον ή από τη σκοπιά της ασφάλειας ζωής. Ήταν ένας συνηθισμένος απλός άνθρωπος κι ο θάνατός του αποτελούσε φαινόμενο.
Ο Δρ Κένεθ Χέιντεν ήταν ένας καλός πελάτης και φίλος που είχε το ιατρείο του πάνω απ’ το φαρμακείο και, τη μέρα που θα έβγαιναν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, ο Μαλόουν ανέβηκε πάνω στις δύο. Με το που βρέθηκε μόνος με τον γιατρό ένιωσε μιαν απροσδιόριστη απειλή. Ο γιατρός δεν τον κοιτούσε καταπρόσωπο, έτσι το χλωμό οικείο του πρόσωπο έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο αόμματο. Η φωνή του όταν υποδέχτηκε τον Μαλόουν ήταν παράξενα τυπική. Κάθισε σιωπηλός στο γραφείο του και πασπάτεψε έναν χαρτοκόπτη κοιτώντας τον με προσήλωση καθώς τον έπιανε πότε με το ένα χέρι, πότε με τ’ άλλο. Η παράξενη σιωπή προειδοποίησε τον Μαλόουν, κι όταν δεν άντεχε άλλο, είπε: «Βγήκαν οι εξετάσεις – είμαι καλά;»
Ο γιατρός απέφυγε τα γαλάζια νευρικά μάτια του Μαλόουν κι έπειτα το βλέμμα του στράφηκε ανήσυχα στο ανοιχτό παράθυρο κι έμεινε εκεί. «Κάναμε προσεχτικό έλεγχο και μοιάζει να υπάρχει κάτι ασυνήθιστο στη χημεία του αίματος», είπε τελικά με απαλή, μακρόσυρτη φωνή.
Η φωνή του όταν υποδέχτηκε τον Μαλόουν ήταν παράξενα τυπική. Κάθισε σιωπηλός στο γραφείο του και πασπάτεψε έναν χαρτοκόπτη κοιτώντας τον με προσήλωση καθώς τον έπιανε πότε με το ένα χέρι, πότε με τ’ άλλο. Η παράξενη σιωπή προειδοποίησε τον Μαλόουν, κι όταν δεν άντεχε άλλο, είπε: «Βγήκαν οι εξετάσεις – είμαι καλά;»
Μια μύγα βούιξε στο αποστειρωμένο, μουντό δωμάτιο όπου πλανιόταν η μυρωδιά αιθέρα. Ο Μαλόουν ήταν βέβαιος τώρα ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε και, μην μπορώντας ν’ αντέξει τη σιωπή ή την αφύσικη φωνή του γιατρού, άρχισε να φλυαρεί κόντρα στην αλήθεια. «Ένιωθα εξαρχής ότι θα βρίσκατε λίγη αναιμία. Ξέρεις, ήμουν σπουδαστής ιατρικής κάποτε κι αναρωτιόμουν μήπως οι τιμές στο αίμα μου παραήταν χαμηλές».
Ο Δρ Χέιντεν κοίταξε τον χαρτοκόπτη που πασπάτευε πάνω στο γραφείο. Το δεξί του βλέφαρο συσπάστηκε. «Εν τοιαύτη περιπτώσει μπορούμε να το συζητήσουμε ιατρικά». Χαμήλωσε τη φωνή κι είπε βιαστικά τις επόμενες λέξεις. «Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι μόλις 2,15 εκατομμύρια, έτσι έχουμε μια συνοδό αναιμία. Όμως δεν είναι αυτή ο σημαντικός παράγοντας. Τα λευκά αιμοσφαίρια είναι αφύσικα αυξημένα – 208.000». Ο γιατρός σταμάτησε κι άγγιξε το βλέφαρό του που συσπόταν. «Μάλλον καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό».
Ο Μαλόουν δεν καταλάβαινε. Είχε σαστίσει από το σοκ και το δωμάτιο του φαινόταν ξάφνου κρύο. Καταλάβαινε μόνο ότι κάτι παράξενο και τρομερό του συνέβαινε μες στο παγερό δωμάτιο που έμοιαζε να ταλαντεύεται. Είχε υπνωτιστεί απ’ τον χαρτοκόπτη που στριφογυρνούσε ο γιατρός στα καλά τριμμένα για να καθαρίσουν, κοντόχοντρα δάχτυλά του. Μια μακρινή, κοιμισμένη ανάμνηση ξύπνησε κάνοντάς τον να θυμηθεί κάτι ντροπιαστικό που το ’χε λησμονήσει, αν και η ίδια η θύμηση ήταν ακόμη ασαφής. Έτσι, υπέφερε μια ταυτόχρονη στενοχώρια – τον φόβο και την ένταση από τα λόγια του γιατρού και τη μυστηριώδη, ξεχασμένη ντροπή. Τα χέρια του γιατρού ήταν λευκά και τριχωτά, κι ο Μαλόουν δεν άντεχε να τα παρακολουθεί να ψηλαφούν το μαχαίρι, που του τραβούσε ωστόσο μυστηριωδώς την προσοχή.
«Δεν μπορώ να θυμηθώ», είπε ανίσχυρος. «Πάει πολύς καιρός και δεν αποφοίτησα απ’ την ιατρική».
Ο γιατρός άφησε στην άκρη τον χαρτοκόπτη και του έδωσε ένα θερμόμετρο. «Βάλ’ το κάτω από τη γλώσσα σου–» Έριξε μια ματιά στο ρολόι του, πήγε στο παράθυρο και στάθηκε εκεί κοιτώντας έξω, με τα χέρια σφιγμένα πίσω και τα πόδια ανοιχτά.
«Η διαφάνεια δείχνει μια παθολογική αύξηση στα λευκά αιμοσφαίρια και συνοδό αναιμία. Η πλειονότητα των λευκοκυττάρων είναι ανώριμα. Εν ολίγοις–» Ο γιατρός σταμάτησε, ξανάσφιξε τα χέρια και στάθηκε για μια στιγμή στις μύτες των ποδιών. «Για να μην πολυλογώ, έχουμε μια περίπτωση λευχαιμίας». Γυρνώντας ξάφνου, έβγαλε το θερμόμετρο και διάβασε μεμιάς την ένδειξη.
Ο Μαλόουν καθόταν τσιτωμένος και σ’ αναμονή, με το ένα πόδι τυλιγμένο γύρω στ’ άλλο και με το μήλο του Αδάμ να παλεύει στον ισχνό του λαιμό. «Ένιωθα να ’χω λίγο πυρετό», είπε, «αλλά πίστευα ότι ήταν απλώς εαρινή κόπωση».
«Θα ’θελα να σ’ εξετάσω. Βγάλε σε παρακαλώ τα ρούχα σου και ξάπλωσε μια στιγμή στο τραπέζι–»
Ο Μαλόουν ξάπλωσε νιώθοντας ντροπή, με το γυμνό του κορμί κοκαλιάρικο και χλωμό.
«Η σπλήνα είναι πολύ διογκωμένη. Είχες καθόλου ενοχλήσεις, όπως πρηξίματα ή εξογκώματα;»
«Όχι», είπε. «Προσπαθώ να σκεφτώ τι ξέρω για τη λευχαιμία. Θυμάμαι ένα κοριτσάκι στις εφημερίδες, που οι γονείς του γιόρτασαν τα Χριστούγεννα τον Σεπτέμβρη επειδή περίμεναν ότι θα πέθαινε σύντομα». Ο Μαλόουν κοίταξε με απόγνωση ένα ράγισμα στον σοβά στο ταβάνι. Σ’ ένα γειτονικό ιατρείο ένα παιδί έκλαιγε και η φωνή του, μισοπνιχτή από τον τρόμο και τις διαμαρτυρίες, δεν έμοιαζε να έρχεται από μακριά αλλά να είναι κομμάτι της δικής του αγωνίας όταν ρώτησε: «Θα πεθάνω απ’ αυτή τη… λευχαιμία;»
Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη στον Μαλόουν κι ας μη μίλησε ο γιατρός. Από το διπλανό δωμάτιο το παιδί έβγαλε ένα μακρύ πονεμένο ουρλιαχτό που διήρκεσε ένα ολόκληρο λεπτό. Όταν η εξέταση τελείωσε, ο Μαλόουν κάθισε τρέμοντας στην άκρη του τραπεζιού αηδιασμένος με την ίδια του την αδυναμία και την απελπισία. Οι στενές του πατούσες με τους πλαϊνούς κάλους τού φαίνονταν ιδιαίτερα αποκρουστικές και φόρεσε πρώτα τις γκρίζες του κάλτσες. Ο γιατρός ένιβε τα χέρια του στο γωνιακό λαβομάνο και για κάποιο λόγο αυτό πρόσβαλε τον Μαλόουν. Ντύθηκε και γύρισε στην καρέκλα πλάι στο γραφείο. Κάθισε χαϊδεύοντας τα λιγοστά, τραχιά του μαλλιά, με το μακρύ πανωχείλι του να πιέζει το κάτω, που έτρεμε, και με τα μάτια του πυρετικά κι έντρομα. Ο Μαλόουν είχε ήδη την πράα και ουδέτερη έκφραση ενός ανίατου.
Ο γιατρός είχε ξαναρχίσει τις κινήσεις του με τον χαρτοκόπτη και πάλι ο Μαλόουν ένιωσε σαγηνεμένος και αόριστα δυστυχισμένος· οι κινήσεις του χεριού και του χαρτοκόπτη ήταν μέρος της αρρώστιας καθώς και μιας μυστηριώδους μισοξεχασμένης ντροπής. Ξεροκατάπιε κι έκανε τη φωνή του σταθερή για να μιλήσει.
«Πόσο χρόνο μού δίνεις, γιατρέ;»
Για πρώτη φορά εκείνος τον κοίταξε κατάματα για λίγη ώρα. Ύστερα τα μάτια του στράφηκαν στη φωτογραφία της συζύγου του και των δυο μικρών του αγοριών απέναντί του πάνω στο γραφείο. «Είμαστε οικογενειάρχες και οι δύο, κι αν ήμουν στη θέση σου, ξέρω ότι θα ’θελα να γνωρίζω την αλήθεια. Θα ταχτοποιούσα τις υποθέσεις μου».
Ο Μαλόουν μπορούσε μετά βίας να μιλήσει, όταν όμως βγήκαν οι λέξεις, ήταν δυνατές και τραχιές. «Πόσο χρόνο;»
Το βούισμα μιας μύγας κι ο ήχος της κίνησης στον δρόμο έμοιαζε να τονίζουν τη σιωπή και την ένταση στο μουντό δωμάτιο. «Έναν χρόνο ή δεκαπέντε μήνες, πιστεύω – είναι δύσκολο να το υπολογίσουμε με ακρίβεια». Τα λευκά χέρια του γιατρού, σκεπασμένα με μακριές μαύρες τρίχες, έπαιζαν ασταμάτητα με τον φιλντισένιο χαρτοκόπτη και, αν και το θέαμα φαινόταν για κάποιο λόγο τρομερό στον Μαλόουν, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω του. Άρχισε να μιλάει γρήγορα.
Ξάφνου το παραπέτασμα από λέξεις γκρεμίστηκε και, απροφύλαχτος μπροστά στη μοίρα του, ο Μαλόουν έκλαψε. Σκέπασε το πρόσωπό του με τα κηλιδωμένα από οξέα, φαρδιά του χέρια και πάλεψε να πνίξει τα αναφιλητά του.
«Είναι περίεργο. Μέχρι τον φετινό χειμώνα είχα πάντοτε μια απλή ασφάλεια ζωής. Αλλά φέτος τη μετέτρεψα σ’ αυτού του είδους το συμβόλαιο που σου δίνει σύνταξη – θα ’χεις δει τις διαφημίσεις στα περιοδικά. Ξεκινώντας από τα εξήντα πέντε, παίρνεις διακόσια δολάρια τον μήνα για όλη την υπόλοιπη ζωή σου. Μοιάζει αστείο, τώρα που το σκέφτομαι». Έπειτα από ένα σπασμωδικό γέλιο, πρόσθεσε: «Θα πρέπει η εταιρεία να τη μετατρέψει σε απλή ασφάλεια ζωής όπως ήταν πρωτύτερα. Η Metropolitan είναι καλή εταιρεία κι έχω ασφάλεια ζωής εκεί για σχεδόν είκοσι χρόνια – έμεινα για λίγο πίσω στις πληρωμές κατά την ύφεση και την ξεπλήρωσα όταν μπόρεσα. Οι διαφημίσεις για τη συνταξιοδότηση έδειχναν πάντα ένα μεσήλικο αντρόγυνο σ’ ένα ηλιόλουστο μέρος – μπορεί στη Φλόριντα ή την Καλιφόρνια. Όμως εγώ και η γυναίκα μου κάναμε μια άλλη σκέψη. Είχαμε σχεδιάσει να ’χουμε ένα σπιτάκι στο Βερμόντ ή το Μέιν. Αν ζεις τόσο νότια σ’ όλη σου τη ζωή, κουράζεσαι με τον ήλιο και το δυνατό φως–»
Ξάφνου το παραπέτασμα από λέξεις γκρεμίστηκε και, απροφύλαχτος μπροστά στη μοίρα του, ο Μαλόουν έκλαψε. Σκέπασε το πρόσωπό του με τα κηλιδωμένα από οξέα, φαρδιά του χέρια και πάλεψε να πνίξει τα αναφιλητά του.
Ο γιατρός κοίταξε τη φωτογραφία της συζύγου του σαν να γύρευε απ’ αυτήν να τον καθοδηγήσει κι άγγιξε προσεχτικά το γόνατο του Μαλόουν. «Στις μέρες μας υπάρχει πάντα ελπίδα. Κάθε μήνα η επιστήμη ανακαλύπτει ένα νέο όπλο ενάντια στην αρρώστια. Μπορεί σύντομα να βρουν έναν τρόπο να ελέγξουν τα άρρωστα κύτταρα. Και στο μεταξύ θα κάνουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας για να παρατείνουμε τη ζωή σου και να τη βοηθήσουμε να γίνει άνετη. Υπάρχει ένα καλό σε τούτη την αρρώστια –αν μπορείς να πεις για κάτι ότι ’ναι καλό σ’ αυτή την κατάσταση–, ότι δεν έχει πολύ πόνο. Και θα δοκιμάσουμε τα πάντα. Θα ’θελα να κάνεις εισαγωγή όσο γίνεται πιο σύντομα στο νοσοκομείο Σίτι και να σου κανονίσουμε μερικές μεταγγίσεις κι ακτινογραφίες. Μπορεί να νιώσεις πολύ καλύτερα».
Ο Μαλόουν είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία του και σκούπισε ελαφρά το πρόσωπό του με το μαντίλι του. Ύστερα ξεφύσησε στα γυαλιά του, τα καθάρισε και τα φόρεσε ξανά. «Συγγνώμη, μάλλον είμαι αδύναμος κι ασταθής. Μπορώ να πάω στο νοσοκομείο όποτε θέλεις».
Ο Μαλόουν μπήκε στο νοσοκομείο νωρίς το επόμενο πρωί και παρέμεινε εκεί για τρεις ημέρες. Την πρώτη νύχτα τού έδωσαν ηρεμιστικό κι ονειρεύτηκε τα χέρια του Δρος Χέιντεν και τον χαρτοκόπτη που πασπάτευε στο γραφείο του. Όταν ξύπνησε θυμήθηκε την ντροπιαστική κοιμισμένη ανάμνηση που τον είχε τυραννήσει την προηγουμένη και κατάλαβε ποια ήταν η πηγή κείνης της αόριστης δυστυχίας που είχε νιώσει στο ιατρείο. Επίσης συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι ο Δρ Χέιντεν ήταν Εβραίος. Ανακάλεσε τη μνήμη που ήταν τόσο οδυνηρή ώστε να είναι η λήθη αναγκαία. Αφορούσε την εποχή που είχε αποτύχει στην ιατρική στο δεύτερο έτος. Η σχολή ήταν στον Βορρά και στο τμήμα του υπήρχαν πολλοί Εβραίοι σπασίκλες. Ανέβαζαν τόσο τη μέση βαθμολογία, ώστε ένας συνηθισμένος μέτριος σπουδαστής δεν είχε καμία ελπίδα. Οι Εβραίοι σπασίκλες είχαν εκτοπίσει τον Τζ. Τ. Μαλόουν απ’ την ιατρική σχολή κι είχαν καταστρέψει την ιατρική του σταδιοδρομία αναγκάζοντάς τον να μετεγγραφεί στη φαρμακευτική. Απέναντί του στην άλλη μεριά του διαδρόμου ήταν ένας Εβραίος που έπαιζε μ’ ένα μαχαίρι με λεπτή λεπίδα και του αποσπούσε την προσοχή απ’ τις παραδόσεις. Ένας Εβραίος σπασίκλας που έπαιρνε Α+ και μελετούσε στη βιβλιοθήκη κάθε βράδυ μέχρι την ώρα που έκλεινε. Του Μαλόουν του φαινόταν ότι επίσης το βλέφαρό του συσπόταν πού και πού. Η συνειδητοποίηση ότι ο Δρ Χέιντεν ήταν Εβραίος έμοιαζε τόσο σημαντική, ώστε ο Μαλόουν αναρωτήθηκε πώς μπορούσε να το αγνοεί τόσο καιρό. Ο Χέιντεν ήταν καλός πελάτης και φίλος – είχαν δουλέψει στο ίδιο κτίριο για πολλά χρόνια και βλέπονταν καθημερινά. Γιατί δεν το ’χε προσέξει; Μπορεί να τον είχε ξεγελάσει το μικρό όνομα του γιατρού – Κένεθ Χέιλ. Ο Μαλόουν είπε μέσα του ότι δεν είχε προκαταλήψεις, όταν όμως Εβραίοι χρησιμοποιούσαν τέτοια καλά και παλιά αγγλοσαξονικά ονόματα του Νότου, ένιωθε ότι ήταν λάθος κατά κάποιον τρόπο. Θυμήθηκε ότι τα παιδιά των Χέιντεν είχαν γαμψή μύτη κι ότι είχε δει κάποτε την οικογένεια στα σκαλιά της συναγωγής ένα Σάββατο. Όταν ο Δρ Χέιντεν ερχόταν κατά τις επισκέψεις του στους ασθενείς, ο Μαλόουν τον παρακολουθούσε με τρόμο κι ας ήταν για χρόνια φίλος και πελάτης. Δεν ήταν τόσο ότι ο Κένεθ Χέιλ Χέιντεν ήταν Εβραίος, όσο το ότι ζούσε και θα εξακολουθούσε να ζει –αυτός και οι όμοιοί του– ενώ ο Τζ. Τ. Μαλόουν είχε μια ανίατη νόσο και θα πέθαινε σε δώδεκα ή σε δεκαπέντε μήνες. Μερικές φορές έκλαιγε όταν ήταν μόνος. Επίσης κοιμόταν πολύ και διάβαζε αστυνομικές ιστορίες. Όταν πήρε εξιτήριο απ’ το νοσοκομείο η σπλήνα είχε υποχωρήσει πολύ, αν και τα λευκά αιμοσφαίρια δεν είχαν μεταβληθεί ιδιαίτερα. Ήταν ανίκανος να σκεφτεί τους μήνες που τον περίμεναν ή να φανταστεί τον θάνατο.