Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Όιγκεν Ρούγκε [Eugen Ruge] «Τις μέρες που λιγόστευε το φως» (μτφρ. Τεό Βότσος), το οποίο θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1989
Δεν είχε ιδέα πόση ώρα καθόταν έτσι, πάνω στο κρεβάτι της, εκεί που καθόταν πάντα, με τα πόδια σταυρωμένα στους αστραγάλους, τα χέρια στην ποδιά, σαν να μην ήταν δικά της. Δεν έκλαιγε πια. Τα δάκρυά της είχαν στεγνώσει, και οι λεπτές κρούστες αλατιού που είχαν αφήσει πίσω γαργαλούσαν τα μάγουλά της.
Όταν σήκωσε το βλέμμα της, έξω ήταν πολύ φωτεινά, τόσο φωτεινά, που την πονούσε. Οι σημύδες έλαμπαν κίτρινες, ζεστό φθινόπωρο φέτος, καλό για τη σοδειά, σκέφτηκε η Ναντιέζντα Ιβάνοβνα. Στη Σλάβα, τώρα ήταν η εποχή της πατάτας, οι πρώτες φωτιές κάπνιζαν κιόλας, έκαιγαν τα φύλλα της πατάτας, και τότε είχαν έρθει, αμετάκλητα, οι μέρες που λιγόστευε το φως.
Η Ναντιέζντα Ιβάνοβνα φτερνίστηκε και πήρε στο χέρι της το πλεκτό, το οποίο κάποια στιγμή σήμερα το πρωί είχε αφήσει πάνω στο μαξιλάρι. Ήταν κάλτσες για τον Σάσα, εντάξει, ας τις έπαιρνε λοιπόν ο Κουρτ, η μία κάλτσα άλλωστε ήταν ήδη έτοιμη, στην άλλη έπλεκε τη φτέρνα· από κάλτσες ήξερε καλά, είχε πλέξει ήδη πάρα πολλές κάλτσες, οι πρώτες δεν ήταν μεγαλύτερες από κάλυμμα αυγού, τριάντα χρόνια είχαν περάσει από τότε, αλλά ακόμα και σήμερα είχε στα ρουθούνια της τη μυρωδιά του σβέρκου του, όταν καθόταν στην ποδιά της και έπαιζαν μάλτσικ-πάλτσικ [1], ώρες ολόκληρες, ή του τραγουδούσε κάτι, το τραγούδι για το κατσικάκι που δεν ήθελε ν’ ακούσει τη γιαγιά· πάντα ο Σάσα ήθελε να του λέει αυτό, ξανά και ξανά, τώρα θα το έχει ξεχάσει, παρόλο που το ήξερε σχεδόν απέξω στα δύο του μόλις χρόνια, αλλά πάντα στο τέλος φώναζε κλαψιάρικα: Γιαατί, γιαατί, μόνο κερατάκια και οπλές, μάταια το φώναζε, μόνο κερατάκια και οπλές. Τέλος πάντων, ίσως να της έγραφε καμιά φορά μια καρτ ποστάλ, παρόλο που μάλλον θα είχε σημαντικότερα πράγματα να κάνει εκεί πέρα αφού έπρεπε πρώτα να προσαρμοστεί. Την Αμερική την ήξερε από την τηλεόραση, από το άλλο πρόγραμμα, πατώντας δύο φορές το κουμπί. Για να λέμε την αλήθεια, τις περισσότερες φορές έβλεπε το άλλο πρόγραμμα, αφού τον Μπρέζνιεφ τον είχε φάει αρκετά στη μάπα· άλλωστε η Αμερική είχε πιο πολύ ενδιαφέρον, αν και μερικές φορές δεν τολμούσες καν να κοιτάξεις όλα αυτά που έδειχναν. Τουλάχιστον να μην πάρει τον κακό τον δρόμο, σκέφτηκε η Ναντιέζντα Ιβάνοβνα· ή μήπως αυτά που έδειχνε η τηλεόραση ήταν μόνο τηλεόραση, και τελικά τα πράγματα δεν ήταν και τόσο διαφορετικά απ’ ό,τι εδώ· άλλωστε σχεδόν μπορούσε κανείς να δει την απέναντι πλευρά· ή ήταν ακόμα Γερμανία αυτό που έβλεπε κανείς εκεί πέρα, πέρα από τη λίμνη ή η Γερμανία ήταν Αμερική, δηλαδή ένα μέρος της, το μέρος της Γερμανίας που ήταν μέρος της Αμερικής· είναι να τρελαίνεσαι μ’ όλο αυτό το μπέρδεμα, και σε τι ωφελούσε, όταν στο τέλος όλα ήταν ένα και το αυτό, όπως ισχυριζόταν η Ίρα· μόνο που εκεί μπορούσε κανείς να τ’ αγοράσει όλα, είχε πει η Ίρα, στην άλλη Γερμανία που ήταν Αμερική· αλλά δεν μπορούσε να πει ότι το καταλάβαινε κιόλας. Στην πλατεία που πήγαινε το τρόλεϊ, εκεί όπου ο Σάσα είχε πάει σχολείο, κι εκεί μπορούσες να τα αγοράσεις όλα, και μάλιστα χωρίς δελτίο, όσα μπορούσες να κουβαλήσεις· μπορούσες ν’ αγοράσεις γάλα – σε χάρτινα κουτιά, αυτό δεν θα το πίστευε κανείς στη Σλάβα, αν και, για να πούμε την αλήθεια, δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στα κουτιά ή στο ότι οι αγελάδες ήταν κρατικές και τις άρμεγαν με τη μηχανή· το γάλα πάντως δεν γινόταν παχύ αν το άφηνες στην άκρη, χαλούσε μόνο, το γάλα από τις κρατικές αγελάδες, όπως και να το κάνουμε, ήταν διαφορετικό από τη δική σου αγελάδα στον στάβλο· βουτυρόγαλα με ζάχαρη, αυτό του άρεσε πολύ, και ανθότυρο είχαν επίσης, και βούτυρο είχαν, καθετί που χρειάζονταν το είχαν.
Στην πλατεία που πήγαινε το τρόλεϊ, εκεί όπου ο Σάσα είχε πάει σχολείο, κι εκεί μπορούσες να τα αγοράσεις όλα, και μάλιστα χωρίς δελτίο, όσα μπορούσες να κουβαλήσεις· μπορούσες ν’ αγοράσεις γάλα – σε χάρτινα κουτιά, αυτό δεν θα το πίστευε κανείς στη Σλάβα, αν και, για να πούμε την αλήθεια, δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στα κουτιά ή στο ότι οι αγελάδες ήταν κρατικές και τις άρμεγαν με τη μηχανή...
Για τη φτέρνα της κάλτσας έπρεπε να χωρίσει τον αριθμό των θηλιών σε τρία μέρη, αλλά αυτή δεν μετρούσε ποτέ, της έβγαινε πάντα από μόνο του· μετά σταύρωνε τις θηλιές, και μετά τις έπλεκε όλες ίσια, πάντα ακολουθώντας τη βελόνα· ο Κουρτ είχε το ίδιο νούμερο, μόνο που δεν φορούσε ποτέ τις κάλτσες, για να πούμε την αλήθεια, πάντα έλεγε ευγενικά ευχαριστώ, όταν του χάριζε κάλτσες, εντάξει, αλλά τι να έκανε κανείς, ήθελε να ασχολείται με κάτι· την άνοιξη θα ερχόταν πάλι η σειρά του κήπου, αν ζούσε ακόμα, αλλά κάπως έπρεπε να περάσει κανείς και τον καιρό ως την άνοιξη· αν έβλεπε μόνο τηλεόραση, θα ξεκούτιαινε. Μερικές φορές διάβαζε το βιβλίο που της είχε δώσει ο Κουρτ, άλλωστε ήξερε να διαβάζει, είχε διδαχτεί ανάγνωση και γραφή όταν πήγαν στη Σλάβα που ήταν οι Σοβιετικοί· μόνο που ήταν πάρα πολύ χοντρό το βιβλίο Πόλεμος και Ειρήνη, όταν έφτανες στη μέση, είχες ξεχάσει την αρχή· μιλούσε για τον θερισμό, αυτό το θυμόταν, βαριά δουλειά, είχε θερίσει αρκετό σανό στη ζωή της· μετά το σχόλασμα, όταν γυρνούσε από το εργοστάσιο ξυλείας, τον Αύγουστο ήταν ο θερισμός, τον Σεπτέμβριο ήταν η σειρά της πατάτας, έτσι είχαν τα πράγματα στη Σλάβα. Τώρα της είχαν απομείνει μόνο τ’ αγγούρια, αλλά αυτά γίνονταν σχεδόν από μόνα τους, μόνο λίγο πότισμα ήθελαν κάπου κάπου –ανοίγουμε το λάστιχο και έτοιμα– τόσο απλή ήταν η ζωή στη Γερμανία, δεν το πίστευε κανένας στη Σλάβα όταν το έλεγε, ήταν απλή αλλά από την άλλη όλα κυλούσαν αδιάφορα, και η Ίρα γκρίνιαζε συνέχεια· καμιά φορά αναρωτιόταν μήπως ήταν λάθος που άφησε το σπίτι στη Σλάβα – αλλά τι να κάνεις, έτσι είναι τα γέρικα κόκαλα, αφού ούτε τη σκάλα δεν μπορούσε ν’ ανέβει για να λαδώσει την ξύλινη μαρκίζα του σπιτιού· όχι, δεν παραπονιόταν, αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν πήγαινε άλλο· άλλωστε ήταν ήδη εβδομήντα οκτώ, ενώ οι αδερφές της, η Λιούμπα και η Βέρα, ούτε τα είκοσι δεν είχαν φτάσει και ήταν θαμμένες κάπου ανάμεσα στο Γκρίσκιν Ναγκάρ και το Ταρτάρσκ· και αυτή καθόταν ακόμα εδώ, σ’ αυτή τη Γερμανία, έπαιρνε μάλιστα και σύνταξη, τριακόσια τριάντα τον μήνα. Στην αρχή τα έβαζε στην άκρη για την κηδεία της, μια και είχε πάντα τον φόβο ότι θα πέθαινε πριν μαζέψει αρκετά για την κηδεία και, ποιος ξέρει, ίσως τότε να την έκαιγαν, αφού κάτι τέτοιο το έκαναν εδώ πέρα. Στο μεταξύ όμως μάζεψε αρκετά για τρεις κηδείες, κι αυτή ήταν ακόμα εδώ, εξακολουθώντας να κρύβει τη σύνταξή της στο μαξιλάρι· πάντα έδινε αμέσως εκατό στον Σάσα, αφού η Ίρα έτσι κι αλλιώς δεν δεχόταν λεφτά, δεν τα είχε ανάγκη· καταλαβαίνεις, έτσι ψηλομύτα που ήταν, πολύ την τσάντιζε τη Ναντιέζντα Ιβάνοβνα.
Τώρα κάποιος χτυπούσε την πόρτα, ήταν ο Κουρτ· τη ρώτησε αν θα ερχόταν αργότερα μαζί τους, στα γενέθλια του Βίλχελμ. Πω πω, σήμερα το πρωί το είχε θυμηθεί, αλλά, μετά, το γέρικο μυαλό το είχε ξεχάσει, όμως δεν ήθελε κιόλας να το παραδεχτεί.
«Φυσικά και θα έρθω μαζί», είπε. «Γίνεται διαφορετικά;»
[1] Σ.τ.Μ.: Δημοφιλέστατο ρωσικό παιχνίδι.